Στα 1954, η Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας των ΗΠΑ, διορισμένη από επιτελείς του ρεπουμπλικανού προέδρου Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, εγκαινιάζει μια μυστική συνεδρίαση που θα διαρκέσει τέσσερις εβδομάδες, με στόχο να διερευνηθεί αν έπρεπε να ανακληθεί ή όχι η άδεια ασφαλείας του θεωρητικού φυσικού – πυρηνικού επιστήμονα Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια άτυπη ανάκριση, που επιδιώκει να αναδείξει τις δήθεν διαχρονικές διασυνδέσεις του Οπενχάιμερ με “σεσημασμένους” κομμουνιστικούς κύκλους, και μια ενδεχόμενη ανάμειξή του στην “προδοτική” εκχώρηση των μυστικών σχεδίων της ατομικής βόμβας που είχαν πραγματοποιήσει Αμερικανοί επιστήμονες υπό τον Οπενχάιμερ στους Σοβιετικούς.
Οι κατηγορίες δεν θ’ αποδειχθούν, η άδειά του ωστόσο θα ανακληθεί κι ο Οπενχάιμερ θα περιπέσει σε ανυποληψία. Οι απόπειρές του στη συνέχεια να επισημάνει τους κινδύνους του μεγενθυνόμενου αμερικάνικου πυρηνικού οπλοστασίου στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής έντασης θα χρωματίζονται από δηλωμένους κι αδήλωτους εχθρούς του ως αντιπατριωτικοί.
Η ταινία παρακολουθεί με απανωτά φλας-μπακ και την αλληλοδιαδοχή ασπρόμαυρων και έγχρωμων πλάνων τρεις κομβικές περιόδους της ζωής του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ: τα φοιτητικά του χρόνια στο Κέιμπριτζ και τις πρώιμες επιστημονικές ανησυχίες κι επιδόσεις του, την κατασκευή της ατομικής βόμβας με τον Οπενχάιμερ επικεφαλής μιας πλειάδας επιστημόνων σε μια ερημική περιοχή του Νιου Μέξικο των ΗΠΑ, και τις δύο “διερευνητικές” συνεδριάσεις (1954 και 1959), που είχαν στο επίκεντρό τους τον Οπενχάιμερ (μια πρώτη καταδικαστική και μια δεύτερη που τον αποκαθιστά σ’ ένα βαθμό).
Σπάνια μια ταινία υψηλών καλλιτεχνικών προδιαγραφών, μ’ ένα δύσπεπτο θέμα στον πυρήνα της και υπερβολικά μεγάλη σε διάρκεια, καταφέρνει να σημειώσει εισπρακτικά ρεκόρ σε κάθε σχεδόν γωνιά της υφηλίου. Στην περίπτωση του πολυσυζητημένου “Οπενχάιμερ” του Βρετανού κινηματογραφιστή Κρίστοφερ Νόλαν, το ενδιαφέρον έγκειται, όσο τουλάχιστον αφορά τη στήλη, στους βασικούς λόγους που κάνουν αυτήν την ταινία σημαντική.
Πρόκειται οπωσδήποτε για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα, που ανοίγει πολύ περισσότερα ζητήματα από την ανείπωτη τραγωδία της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.
Όπως τη σχέση επιστήμης και ηθικής, τη σχέση (πολιτικής) εξουσίας και επιστήμης, την έκφραση και τον ρόλο της κεντρικής εξουσίας των ΗΠΑ και των παρακλαδιών της από την προπολεμική περίοδο ως την ψυχροπολεμική 10ετία του ’60, και βέβαια τον χαρακτήρα του μακαρθισμού, γνήσιου τέκνου ενός βάρβαρου ιμπεριαλισμού, που καταδίωξε μέχρις τελικής εξόντωσης όλους τους σκεπτόμενους, δημιουργικούς ανθρώπους – και ήταν αναρίθμητοι – που τόλμησαν να του αντισταθούν. Αλλά και την αξία της αλήθειας που η καπιταλιστική κοινωνία συστηματικά σχηματοποιεί ή διαστρεβλώνει, καθιστώντας την ακόμα πιο αναγκαία.
Ο Νόλαν καταφέρνει να μιλήσει όσο κατανοητά χρειάζεται για τα επιστημονικά δεδομένα που η ταινία προσεγγίζει (πυρηνική φυσική, κβαντομηχανική κ.λπ.), εντάσσοντάς τα αρμονικά στην ασθματική του αφήγηση που κλιμακώνεται με ρυθμό θρίλερ. Σχολιάζει αφαιρετικά όσο κι ευθύβολα τα προοδευτικά ερείσματα που σμίλεψαν την πνευματική οντότητα και το ηθικό ανάστημα του Οπενχάιμερ, παραβάλλοντάς τα προς τον σκοταδιστικό χαρακτήρα του μακαρθισμού και των παραφυάδων του. Η ιδιοφυΐα κι οι φιλοσοφικές και κοινωνικές ανησυχίες του Οπενχάιμερ καλλιεργήθηκαν σ’ ένα περιβάλλον όπου οι αριστερές και κομμουνιστικές ιδέες ήταν σ’ αισθητή άνθιση. Κι αν καταδιώχτηκε από το κυρίαρχο σύστημα, δεν ήταν επειδή τις ασπάστηκε στον όποιο βαθμό, όσο επειδή δεν μερίμνησε – παρά τις προειδοποιήσεις των οικείων του- να οχυρωθεί αποτελεσματικά απέναντι στους πολέμιους αυτών των ιδεών, οι οποίοι πολέμησαν εν τέλει εξίσου λυσσαλέα τον ίδιο.
Σε δύο από τις πιο εμβληματικές σκηνές της ταινίας, παρακολουθούμε τον Οπενχάιμερ να επισκέπτεται τον Χάρι Τρούμαν στον Λευκό Οίκο, όπου όταν ο πρώτος λέει: “Νιώθω πως έχω αίμα στα χέρια μου”, ο Τρούμαν του προσφέρει περιφρονητικά ένα μαντηλάκι να σκουπιστεί, προσθέτοντας: “Νομίζεις ότι στη Χιροσίμα ή στο Ναγκασάκι δίνει κανείς δεκάρα για το ποιος έφτιαξε τη βόμβα; Τους νοιάζει ποιος την έριξε! Εγώ την έριξα!” (Ο Γκάρι Όλντμαν αποδίνει έξοχα τον βιτριολικό κυνισμό του).
Προς το τέλος της ταινίας, ο επίσης αριστερών πεποιθήσεων Αϊνστάιν (οι δύο άντρες σχετίζονταν πράγματι), ακούγεται να λέει στον Οπενχάιμερ: “Αν αυτό είναι το αντίτιμο για τις υπηρεσίες σου προς την πατρίδα σου, πες τους να πάνε στο διάβολο!”. Κάτι που ο Οπενχάιμερ αρνήθηκε να κάνει.
Ειρωνική λεπτομέρεια: Τον Δεκέμβριο του 2022, λίγες μόνο μέρες μετά την κυκλοφορία του τρέιλερ της ταινίας, η υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ Τζένιφερ Γκράνχολμ, ακύρωσε την απόφαση του 1954 με την οποία είχε ανακληθεί η άδεια ασφαλείας του Οπενχάιμερ. Μισόν αιώνα και βάλε από τον θάνατό του.
Η ευφυΐα, η επιστημοσύνη και οι ηγετικές ικανότητες του Οπενχάιμερ υποτάχτηκαν σε μια εγκληματική πολιτική στρατηγική, και ο μακαρθικός ζόφος απλώθηκε πολύ πέρα από την αμερικανική ήπειρο. Στο τραγικό βλέμμα του Οπενχάιμερ/Προμηθέα καθρεφτίζεται η εικόνα που σφράγισε τη στέψη της Αμερικής ως αδιαφιλονίκητης θριαμβεύτριας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου• η ανθρωπότητα δεν έπαψε ποτέ να πληρώνει το τίμημα.
Η ειλικρίνεια των προθέσεων του Νόλαν, η αφηγηματική του δεινότητα, το ευρηματικό μοντάζ και το διάχυτο αίσθημα με το οποίο περιβάλλει τον ήρωά του, επιβάλλονται στη σχολαστικότητα και τον ακαδημαϊσμό του και το “Οπενχάιμερ” παρακολουθείται απνευστί.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, διαβάζουμε:«[…] Την ιστορία του Οπενχάιμερ την ήξερα από τότε που ήμουν παιδί, απ’ όταν μεγάλωνα στη σκιά που έριχναν τα πυρηνικά όπλα στο Ηνωμένο Βασίλειο των αρχών της δεκαετίας του ’80. Αποτελούσε ένα μεγάλο κομμάτι της ποπ κουλτούρας. Ήταν οι μέρες της εκστρατείας για τον πυρηνικό αφοπλισμό και των διαμαρτυριών στην αμερικανική βάση του Γκρίνχαμ Κόμον για τους πυρηνικούς πυραύλους Κρουζ. (Σ.τ.Μ.: Το 1983, η αμερικανική βάση του Γκρίνχαμ Κόμον, στην οποία είχαν εγκατασταθεί πύραυλοι Κρουζ, περικυκλώθηκε από περισσότερες από 50.000 Βρετανίδες, σε μία από τις μεγαλύτερες φιλειρηνικές κινητοποιήσεις στην ιστορία της Βρετανίας). Για μένα, αυτή η ιστορία αποτελούσε πάντα μία από κείνες που δεν νομίζω ότι έχουν καταγραφεί στον κινηματογράφο με κάποιον ξεκάθαρο τρόπο. […]. Αφού διάβασα, λοιπόν, το American Prometheus (το βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο των Κάι Μπερντ και Μάρτιν Σέργουιν, στο οποίο βασίζεται η ταινία και κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2008 ως Ο θρίαμβος και η τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, από τις εκδ. Τραυλός), ένα τόσο καλά τεκμηριωμένο και καλογραμμένο βιβλίο, απέκτησα την αυτοπεποίθηση που μου χρειαζόταν. Αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια ταινία ή ένα σενάριο. […] Ολοκλήρωσα τη συγγραφή του σεναρίου μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα απ’ όταν την ξεκίνησα, αλλά είχα ήδη δουλεμένα πολλά πράγματα. […] Δούλεψα μέχρι τέλους το σενάριο για τη δική μου ικανοποίηση, κάτι που μου έμαθε πολλά πράγματα για το πώς να συγκεντρώνω την ουσία από την ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου και πώς να τη βλέπω υπό ένα θεματικό πρίσμα, έτσι ώστε η ταινία να είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών της. […] Η ταινία αποτελεί τη δική μου ερμηνεία πάνω στη ζωή του Οπενχάιμερ. […] Δεν ήθελα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ. Όσον αφορά την πιστότητα προς τα ιστορικά δεδομένα, νομίζω ότι είναι πολύ πιο ακριβής από ό,τι φαντάζεται ο κόσμος. Πολλά από τα πράγματα που φαντάζουν ενδεχομένως ως προϊόντα επινόησης, έχουν όντως συμβεί. […]».
Υποβλητική η μουσική επένδυση του Λούντβιχ Γκόρανσον, συγκλονιστικές ερμηνείες από τους Κίλιαν Μέρφι και Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ.