Η απέραντη έρημος Ατακάμα της Χιλής κρύβει συνταρακτικά μυστικά. Η διαμόρφωση των πετρωμάτων της αντιστοιχίζεται μ’ εκείνην των διαφορετικών γεωλογικών περιόδων, η έντονη ξηρασία κι η μοναδική διαφάνεια του υπερκείμενου αέρα δημιουργούν εξαιρετικές δυνατότητες για τη μελέτη των ουράνιων σωμάτων, της πορείας του φωτός και τη διερεύνηση των απαρχών του σύμπαντος· δεδομένα που ο Χιλιανός σκηνοθέτης και ντοκυμενταρίστας Πατρίσιο Γκουσμάν προσεγγίζει με καλλιτεχνική αρτιότητα και ανάγλυφο ήθος, συμπλέκοντάς τα αρμονικά με το επίμαχο ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του: την αναζήτηση των δολοφονημένων – αγνοούμενων της χούντας του Πινοσέτ.

Τρίτος σταθμός του αφιερώματός μας στο λατινοαμερικάνικο πολιτικό σινεμά, το εξαιρετικό ντοκυμαντέρ του ανήσυχου Χιλιανού Πατρίσιο Γκουσμάν “Νοσταλγώντας το φως”.
Κι η πιο πρόχειρη επισκόπηση του έργου του (“Η μάχη της Χιλής”, “Υπόθεση Πινοσέτ”, “Σαλβαδόρ Αλιέντε”), φανερώνει έναν αμετακίνητα πολιτικό σκηνοθέτη, ένα δημιουργό αφοσιωμένο στη διερεύνηση της ιστορίας και της φυσιογνωμίας του τόπου του. Το “Νοσταλγώντας το φως”, δεν είναι λιγότερο πολιτικό από τη “Μάχη της Χιλής” ή την “Υπόθεση Πινοσέτ”. Ως διαλεκτικός κινηματογραφιστής ωστόσο ο Γκουσμάν δεν αρκείται στην πειστική παράθεση ντοκουμέντων, ψάχνει εξαντλητικά τη φόρμα που θ’ αναδείξει αρμοστά το φορτισμένο περιεχόμενο.
Οι μεσόκοπες γυναίκες που οργώνουν την Ατακάμα με τα φτυάρια τους, η “λέπρα” της Χιλής για πολλούς, όπως υπογραμμίζεται με πικρία από μια Χιλιανή της ερήμου, έχουν κατανοήσει καλύτερα από κάθε σύγχρονο αστρονόμο και κορυφαίο γεωλόγο, πως δεν υπάρχει παρόν αποκομμένο από το παρελθόν, πως το σήμερα γίνεται δυνατό χάρη σ’ αυτό που προηγήθηκε, είτε πρόκειται για εκατομμύρια έτη φωτός που διέτρεξαν το σύμπαν, είτε για μερικές δεκαετίες στην αντιστεκόμενη Χιλή του 20ου αιώνα. Σ’ αυτούς τους νεκρούς, σ’ αυτές τις μανάδες και τις συντρόφους των εξαφανισμένων δεν ταιριάζει η λήθη.
Δέκα χρόνια μετά, ένας καινούργιος ξεσηκωμός συνταράσσει τη Χιλή απ’ άκρου εις άκρον· ο λαός πλημμυρίζει ξανά τους δρόμους, διεκδικώντας κοινωνική δικαιοσύνη κι αναθεώρηση του κληρονομημένου από τη χούντα του Πινοσέτ Συντάγματος. Ο Μανουέλ Ροντρίγκεζ, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο Βίκτορ Χάρα, οι χιλιάδες των δολοφονημένων και των αγνοούμενων ζωντανεύουν στους νέους αγώνες.
“Έχουμε ηθική υποχρέωση να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη των νεκρών μας”, ξεστομίζει αναπάντεχα ο μακρυμάλλης αρχαιολόγος, κι η κάμερα του Γκουσμάν επανέρχεται ξανά και ξανά στα σκονισμένα βήματα των γυναικών της Ατακάμα που επιμένουν, στα χέρια που φτυαρίζουν ακαταπόνητα την ατέλειωτη έκταση.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, με αφορμή την ολοκλήρωση του νέου του ντοκυμαντέρ “Οροσειρά των ονείρων”, ο Χιλιανός δημιουργός έχει να πει πολλά: «Όταν ξεκινάω να σκέφτομαι το θέμα μιας ταινίας, γράφω σε μια ποιητική γλώσσα, δεν ξέρω γιατί, αλλά η ποίηση ανέκαθεν με έλκυε και σ’ αυτήν ανατρέχω, ασυνείδητα. Μου αρέσει η αμφισημία που κρύβεται στην ποίηση κι αυτό επιδιώκω και στο σινεμά μου. […] Σαρανταπέντε χρόνια χωρίζουν τα γυρίσματα για τη “Μάχη της Χιλής” και του “Νοσταλγώντας το φως”. Αυτός ο χρόνος είναι παραπάνω από αρκετός για ν’ αλλάξει κανείς στυλ ή εστίαση. Η “Οροσειρά των ονείρων” δεν είναι παρ’ όλα αυτά πιο λυρική από τη “Μάχη της Χιλής”. […] Κόντρα στις συνθήκες, η “Μάχη” περιέχει αρκετό λυρισμό γιατί έγινε χωρίς φόβο, ανησυχία ή πανικό. Περιέχει κυρίως το πάθος και την ποιητική διάθεση να ειπωθεί με αληθινή έγνοια αυτό που ζούσε ο λαός. Το “Νοσταλγώντας το φως” και η “Οροσειρά των ονείρων” απεικονίζουν άλλες λεπτομέρειες της Χιλής, αλλά πιο “ήσυχα”. Η “Μάχη της Χιλής” είναι η οδύσσεια μιας επαναστατικής εξελικτικής διαδικασίας που μεγάλωνε σε δυναμική μέρα τη μέρα. Κινηματογραφούσαμε τα γεγονότα, και κάνοντάς το, μοιραζόμασταν τις απόψεις μας. Θα ήταν λάθος να κάνουμε τη “Μάχη…” […] αναλύοντας τα πράγματα ως εάν να επρόκειτο για ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο, μέσα σ’ όλη εκείνη τη βία που ζούσαμε. […] Το “Νοσταλγώντας το φως” πάλι, αφορά την αναζήτηση των νεκρών που η χιλιανή δεξιά δολοφόνησε μετά την εξέγερση. […] Η “Οροσειρά των ονείρων” αφορά τη συνέχεια της επαναστατικής ζωής εκείνων των Χιλιανών, που σήμερα προσπαθούν να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον […] Παντού κρύβεται μια δυνάμει επανάσταση. Ζούμε σε μοιραίους καιρούς, με ένα σκληρό καπιταλισμό, με δικτατορικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι άνθρωποι αναζητούν διαρκώς ένα τρόπο να εκφραστούν. […] Δουλεύω γιατί μ’ αρέσει το παρελθόν, […] είναι ένα σύμπαν που με ελκύει εδώ και πολλά χρόνια. […] Επιπλέον, το θεωρώ σ’ ένα βαθμό χρέος μου».

“Δεν υπάρχουμε χωρίς μνήμη – είμαστε η μνήμη μας”, είχε αποφανθεί ο μεγάλος Ισπανός δημιουργός Λουίς Μπουνιουέλ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στο αυτοβιογραφικό του πόνημα “Τελευταία πνοή”. Σαράντα χρόνια αργότερα ο Χιλιανός Πατρίσιο Γκουσμάν το προσυπογράφει εμφατικά. Τα οστά των αγνοούμενων Χιλιανών στα χάρτινα κουτιά γυρεύουν αναγνώριση και δικαίωση.

Θέμις