Ολοκληρώθηκε η κοινοβουλευτική διαδικασία εκλογής της νέας Προέδρου της Δημοκρατίας την Τετάρτη 22 Γενάρη. Η εκλογή της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, που είναι και η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει τέτοιου είδους καθήκοντα, πραγματοποιήθηκε στο φόντο των εξαιρετικά κρίσιμων και πυκνών εξελίξεων που αφορούν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις καθώς και στον απόηχο από πρόσφατο φιάσκο της επίσκεψης Μητσοτάκη στις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση της ΝΔ και ο Μητσοτάκης επένδυσαν πολλά στην επικοινωνιακή εκστρατεία για την επιλογή του νέου προσώπου που θα πρότειναν για τη θέση του ΠτΔ. Χρειάστηκε μάλιστα να πάρει τα βουνά(!!), σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του αστικού τύπου, δύο και τρεις φορές ο Μητσοτάκης για να μπορέσει να καταλήξει στη συγκεκριμένη πρόταση. Η πρόταση για τη Σακελλαροπούλου παρουσιάστηκε επικοινωνιακά από τον Μητσοτάκη ως η τάχα υπερκομματική και προοδευτική επιλογή που μπορεί να αποσπάσει την ευρύτερη δυνατή συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων. Το επικοινωνιακό κάδρο για την επιλογή αυτή συμπλήρωσαν οι διακηρύξεις του Μητσοτάκη περί του τέλους της κρίσης και της άρσης των αδικιών και των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών που νοηματοδοτεί η Σακελλαροπούλου.
Η αλήθεια όμως είναι αδιάψευστη. Οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, που ζουν στην καθημερινότητά τους τη βιαιότητα της αντιλαϊκής πολιτικής που συνεχίζει και κλιμακώνει η κυβέρνηση, ξέρουν πολύ καλά πως μόνο το τέλος της κρίσης δεν έχει φτάσει. Οι δε γυναίκες, για τις οποίες πολύς λόγος έγινε από τον Μητσοτάκη, οι οποίες βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωπες με πολλαπλασιασμένες τις συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής, που βιώνουν τις διακρίσεις και τον αποκλεισμό από την εργασία, την βάναυση καταπάτηση θεμελιακών προνοιακών δικαιωμάτων όπως η μητρότητα, γνωρίζουν πολύ καλά πως τα λόγια του Μητσοτάκη και των κυβερνητικών στελεχών μόνο θράσος και υποκρισία φανερώνουν.
Η νέα ΠτΔ μόνο ως άχρωμη και άοσμη επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί, σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Μητσοτάκη και της κυβερνητικής πτέρυγας. Αντίθετα πρόκειται για πρόσωπο που έχει συνδεθεί και ταυτιστεί με όλες τις πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης και των κυβερνήσεων τα χρόνια των μνημονίων. Πρέπει να σημειώσουμε πως, σε αντίθεση με τα προοδευτικά ή ακόμα και κεντροαριστερά χαρακτηριστικά που προσπαθεί να της προσδώσει η αστική προπαγάνδα, η Σακελλαροπούλου από τη θέση του προέδρου του ΣτΕ εισηγήθηκε την οριστική κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού για τους Δημοσίους Υπαλλήλους. Ακόμα η Σακελλαροπούλου ήταν μια εκ των δικαστικών, στην διαβόητη υπόθεση του σκανδάλου της λίστας Λαγκάρντ, που έριξαν στα “μαλακά” τον Γ. Παπακωνσταντίνου. Επίσης από τη θέση του ανώτατου δικαστή απέρριψε τις προσφυγές των κατοίκων της Κερατέας για την κατασκευή του ΧΥΤΑ, γεγονός που εκείνη την περίοδο είχε προκαλέσει πολύ μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, καθώς επίσης έδωσε το πράσινο φως στην εκμετάλλευση των ορυχείων χρυσού από την Ελντοράντο στη Χαλκιδική. Η δράση και το έργο της επιβεβαιώνουν την ευθυγράμμιση και την ταύτισή της με την επιβολή της αντιλαϊκής πολιτικής σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων.
Με την επιλογή αυτή η κυβέρνηση κατόρθωσε τελικά να αποσπάσει την ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση. Παρά τις αρχικές δηλώσεις του Τσίπρα και την πρόθεσή του να προτείνει τον Παυλόπουλο, για να ασκήσει τάχα πίεση στην κυβέρνηση, τελικά τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ ευθυγραμμίστηκαν πλήρως πίσω από τη ΝΔ. Αυτό φανερώνει πως τα κύρια αστικά κόμματα, παρά τους αντιπολιτευτικούς τόνους, κινούνται σε τροχιές που συγκλίνουν σ’ ό,τι αφορά την πολιτική που υπηρετούν, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις τους. Πολύ περισσότερο -και ιδιαίτερα στην κρίσιμη περίοδο που διανύουμε- καταδεικνύει τις πραγματικές προθέσεις της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης. Επιδίωξή της είναι να διαμορφώσει συνθήκες ακόμα μεγαλύτερης σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος και της «εθνικής ενότητας» μπροστά μάλιστα στο κύριο διακύβευμα της περιόδου που αφορά την όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, ως αποτέλεσμα της πολιτικής της εθνικής υποτέλειας και του κατευνασμού που ασκεί η ντόπια αστική τάξη και της προκλητικότητας της αστικής τάξης της γειτονικής χώρας.