Εν όψει εκλογών, κυβέρνηση και αντιπολίτευση παριστάνουν ότι δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για να αυξήσουν τους μισθούς. Τόσο η κυβέρνηση που επισπεύδει φέτος τις διαδικασίες και κομπάζει ο Μητσοτάκης πως οι αυξήσεις θα δοθούν τον Απρίλιο αντί τον Μάιο που δόθηκαν πέρυσι, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, που τάζει κάτι ελάχιστο παραπάνω από τα ψίχουλα που τάζει η κυβέρνηση, η οποία ωστόσο και δεν τα έχει ακόμη με ακρίβεια προσδιορίσει.
Είναι χαρακτηριστικό το τι προεκλογικό παιχνίδι εξαπάτησης παίζει η κυβέρνηση με την αύξηση του κατώτατου μισθού, που έχει φτάσει ως το σημείο να πλασάρει το παραμύθι πως δίνει φέτος νωρίτερα την αύξηση του κατώτατου μισθού (Απρίλη αντί Μάη), ενώ είναι ηλίου φαεινότερο ότι το κάνει για να δοθεί η αύξηση την παραμονή των βουλευτικών εκλογών, με σκοπό να υφαρπάξει την ψήφο των εργαζομένων.
Δεν χωράει αμφιβολία πως και οι δύο διεκδικητές της εξουσίας δημαγωγούν ασύστολα και στο θέμα των αυξήσεων στους μισθούς για λόγους προεκλογικής σκοπιμότητας. Τα όποια ελάχιστα ευρώ τάζουν προεκλογικά θα εξανεμισθούν εν ριπή οφθαλμού, λόγω ακρίβειας και πληθωρισμού, ενώ είναι βέβαιο όποιος κι αν γίνει κυβέρνηση, την επομένη των εκλογών, θα σπεύσουν να πάρουν πίσω τα ψίχουλα των προεκλογικών αυξήσεων από την τσέπη των εργαζομένων με διάφορα πρόσθετα αντεργατικά μέτρα (νέα φοροληστρική πολιτική κλπ.).
Αμφότεροι, κυβέρνηση της ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, κουβέντα δεν λένε για κατάργηση του μνημονιακού νόμου που καθορίζει το ύψος του κατώτατου μισθού, κι ας έχει βγει η χώρα, όπως διατείνονται, από τα μνημόνια κι ας παριστάνουν πως νοιάζονται τώρα για αυξήσεις. Αλλά δεν είναι μόνο τα δύο αυτά κόμματα που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν που δεν αναφέρονται στην κατάργηση αυτού του νόμου, ακόμη και η ΓΣΕΕ το έχει θέσει, ουσιαστικά, στο περιθώριο. Στο πρόσφατο αίτημα που απηύθυνε στους εργοδοτικούς φορείς (ΣΕΒ κτλ) με σκοπό τη διαβούλευση που προηγείται της υπογραφής της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), και ενώ κάνει λόγο για αυξήσεις στους μισθούς, αναφέρεται με ένα ιδιαιτέρως θολό και ασαφή τρόπο για το ζήτημα κατάργησης του νόμου και την επαναφορά καθορισμού του κατώτατου μισθού, στα πλαίσια διαπραγμάτευσης της ΕΓΣΣΕ. Στην πραγματικότητα, έτσι όπως κάνει νύξη για το θέμα, εγγυάται ότι δεν πρόκειται να το διεκδικήσει. Και ότι το 2023 ο καθορισμός του κατώτατου μισθού δεν θα γίνει από ΕΓΣΣΕ αλλά με κυβερνητική απόφαση ξανά.
Όσο δε για την αύξηση κατώτατου μισθού που ζητά, εκεί πραγματικά η διατύπωσή της έχει να κάνει περισσότερο με τη λύση ενός γρίφου, παρά με διατύπωση συγκεκριμένου εργατικού αιτήματος αύξησης μισθού. Δεν διατυπώνει καθορισμένο ποσοστό αύξησης ή ύψος νέου διεκδικούμενου κατώτατου μισθού αλλά ζητά αύξηση ….“με κριτήριο το 60% του διάμεσου μισθού»(!), χωρίς καμιά περαιτέρω διευκρίνιση για το πόσος είναι αυτός ο «διάμεσος μισθός» σήμερα. Σύμφωνα με αβέβαιους υπολογισμούς ορισμένων δημοσιευμάτων, η πρόταση της ΓΣΕΕ το 2022 για κατώτατο μισθό στο 60% του “διάμεσου” κυμαίνονταν στα 809 ευρώ, κάπου ανάμεσα δηλαδή στην αύξηση που τάζει ο ΣΥΡΙΖΑ -800 ευρώ και στην αύξηση που ζητά το ΚΚΕ -825 ευρώ. Ας σημειωθεί ακόμα ότι ο “διάμεσος μισθός” υπολογίζεται από τη Στατιστική Υπηρεσία και είναι εύκολο η κυβέρνηση να τον “μαγειρέψει” και στα δικά της μέτρα και στα μέτρα του ΣΕΒ, που και αυτός έχει προάγει τον “διάμεσο μισθό” ως “κριτήριο” για αυξήσεις στους μισθούς.
Στην πρόσκληση προς τους εργοδοτικούς φορείς, ένα κείμενο που βρίθει αοριστολογιών και διατυπώσεων, αντιγραμμένες αυτούσια από κείμενα της ΕΕ, καταγράφονται, ωστόσο, και στοιχεία που δείχνουν το ξεπάστρεμα των εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς και το μέγεθος καταβαράθρωσης των μισθών στην Ελλάδα, όπως ότι: «Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού εξαιτίας της ακρίβειας στην Ελλάδα ξεπερνούσε το 19% τον Σεπτέμβριο του 2022». Ακόμα ότι «οι συλλογικές συμβάσεις καλύπτουν μόλις το 26% των εργαζομένων, όταν σε άλλες χώρες της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης τα ποσοστά κάλυψης ξεπερνούν το 70%».
Όλα αυτά λογικά θα έπρεπε να οδηγήσουν τη ΓΣΕΕ, αν ήθελε να παίξει τον ρόλο της ως ανώτερη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, να προχωρήσει σε διεκδίκηση κατώτατου μισθού πολύ μεγαλύτερου από αυτόν που υποκρύπτει η γριφώδης διατύπωση του αιτήματός της προς τους εργοδότες και να οργανώσει κινητοποιήσεις γι’ αυτό και για την σύναψη των υπό εξαφάνιση συλλογικών συμβάσεων. Αλλά οι δυνάμεις που ηγούνται σε αυτήν κάνουν ακριβώς το αντίθετο, έχοντας μετατραπεί σε κολαούζοι της αντεργατικής πολιτικής των κυβερνήσεων και της ΕΕ.