σπονδυλωτό-κλιμακωτό θρίλερ σε παιδαγωγικό
και πολιτιστικό υπόβαθρο και φαντασιακό φόντο
εθνικές κάλπες του φθινοπώρου, σε 3 πράξεις
Πράξη πρώτη: 150, είναι καλά;
Μια προπληρωμένη κάρτα ύψους 150 ευρώ είναι το μεγάλο κέρδος των 940.000 νέων που έχουν την τύχη η ηλικία τους να βρίσκεται ακριβώς ανάμεσα στα 18 και 25 έτη, και έχουν ήδη κάνει ή πρόκειται να κάνουν εντός του 2021 την πρώτη δόση του εμβολίου κατά του κορονοϊού.
Όπως τους εξήγησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός (που μείωνε την ώρα της κορύφωσης της πανδημίας κατά 11% τον προϋπολογισμό για το Δημόσιο Σύστημα Υγείας), θα μπορούν να χρησιμοποιούν την κάρτα για την αγορά εισιτηρίων για ταξίδια, έξοδα για ξενοδοχεία αλλά και για την είσοδό τους σε χώρους πολιτισμού, σε συναυλίες, κινηματογράφους και θέατρα. Άντε, να ξεστραβωθείτε επί τη ευκαιρία.
Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε καλοπροαίρετα να εκτιμηθεί ως μια πρώτης τάξης παρακίνηση στη νέα γενιά (δυνάμει ψηφοφόρων) για να εμβολιαστεί, αλλά το σχέδιο απέτυχε, διότι απευθύνεται σε Έλληνες. Εκατοντάδες χιλιάδες ανεμβολίαστοι άνω των 25 ετών, που μπορεί μέχρι σήμερα να είχαν και πρόθεση να εμβολιαστούν δίχως ανταλλάγματα για να προστατεύσουν την υγεία τους, αλλάζουν σχεδιασμό, και περιμένουν τώρα κι εκείνοι -με το δίκιο τους- να τους δοθεί ένα κίνητρο, σαν κι αυτό που δόθηκε στην φρέσκια νεολαία. Ψυχή (ψήφο) δεν έχουν κι αυτοί;
Πράξη δεύτερη: Τώρα τους έπιασε ο πόνος
«Όλοι οι μαθητές των ελληνικών σχολείων» και όχι «Όλοι οι Έλληνες μαθητές των σχολείων» θα μπαίνουν δωρεάν στα δημόσια μουσεία. Αυτή είναι η μικρή, αλλά ουσιαστική τροποποίηση που φιλοτιμήθηκε να κάνει η υπουργός Πολιτισμού, όταν ξέσπασε σάλος με πρόσφατο αποκλεισμό μαθητών που δεν ήταν Ελληνόπουλα από την είσοδό τους στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Θυμίζουμε ότι παρόμοιο περιστατικό είχε συμβεί και τον Δεκέμβριο του 2019, με φύλακες να εμποδίζουν την είσοδο σε μαθητές δημοτικού που δεν είχαν επαρκώς ελληνικά ονόματα, σύμφωνα βέβαια με τις οδηγίες του υπουργείου Πολιτισμού. Κανένας τότε δεν συγκινήθηκε, και παρά τις καταγγελίες εκπαιδευτικών Συλλογικοτήτων, σωματείων του Πολιτισμού, κλπ.
Τώρα, πώς το’ παθε η Μενδώνη και φιλοτιμήθηκε; Ποια μεγάλη (προεκλογική) δύναμη την ανάγκασε να κάνει αυτήν την ενέργεια; Μήπως είναι τώρα η ευκαιρία των συνταξιούχων εκπαιδευτικών να ζητήσουν κι αυτοί τη δωρεάν είσοδό τους σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, την οποία τους στέρησε, στο τέλος του 2019, η ίδια η υπουργός και παρά τη δημόσια περί του αντιθέτου δέσμευσή της (η οποία καταγράφεται ακόμη και σήμερα αναρτημένη ως Δελτίο Τύπου του ΥΠΠΟΑ της 24-10-19: «Επαναφέρεται η περίπτωση των συνταξιούχων εκπαιδευτικών που είχε απαλειφθεί με την απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης, καθώς το ΥΠΠΟΑ ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως να διατηρήσει την επαφή του συγκεκριμένου κοινού με τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού του Υπουργείου για την ενίσχυση της πρόσβασης των ατόμων της τρίτης ηλικίας στην πολιτιστική κληρονομιά»); Συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί, τώρα (μέχρι τον Σεπτέμβριο) πιθανώς είναι η ώρα!
Πράξη τρίτη: η χώρα που δεν έχει σταματήσει να παράγει ιστορία
Ήδη από τον Φεβρουάριο υπήρχαν δημοσιεύματα στον (ψηφιακό κυρίως) τύπο, τα οποία προφήτευαν τον εντοπισμό του κλεμμένου από το 2012 και από την Εθνική Πινακοθήκη, πίνακα του Πικάσο. Λίγο το δημόσιο κάλεσμα δικηγόρου και συλλέκτη έργων τέχνης προς τους δράστες της κλοπής να …φέρουν μόνοι τους πίσω τον διάσημο πίνακα διότι δεν θα μπορούσε να πουληθεί πουθενά (φοβερό επιχείρημα, που καταρρίπτει κάθε λόγο φύλαξης των γνωστών έργων τέχνης), λίγο ο φρεσκοψηφισμένος νόμος της Μενδώνη που διασφαλίζει πλήρη εχεμύθεια και κρυφές χρηματικές αποζημιώσεις σε όσους βοηθήσουν σε ανάκτηση μνημείων (με διαδικασία «απόρρητη», η οποία μάλιστα «εξαιρείται από κάθε υποχρέωση δημοσιότητας, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης»), τελικώς κανένας δεν αιφνιδιάστηκε με τη «μεγάλη επιτυχία της αστυνομίας» και τον εντοπισμό του εξαφανισθέντος Πικάσο. Σουρεαλιστική νότα στην ιστορίας της κλοπής του διάσημου ζωγραφικού πίνακα, η ιδιότητα του φιλότεχνου (μετανιωμένου) δράστη, ο οποίος είναι επαγγελματίας ελαιοχρωματιστής.
Το πανελλήνιο χάρηκε με τα νέα, και ιδίως με το γεγονός ότι ο καθ’ ομολογίαν ένοχος είναι Ελληνικής καταγωγής. «Από πάντα με ενδιέφεραν τα έργα τέχνης (…) Έκανα συνεχείς επισκέψεις στην Εθνική Πινακοθήκη και απέκτησα οικειότητα με τα έργα και το χώρο ώσπου πίστεψα ότι ένα από αυτά μπορεί να γίνει δικό μου» και «Τους πίνακες δεν είχα σκοπό να τους πουλήσω, ούτε έκανα ποτέ καμία τέτοια προσπάθεια». Όταν οι Έλληνες παραβιάζουμε τον νόμο, είναι από τον πανάρχαιο ζήλο μας για το Ωραίο, την Τέχνη και τον Πολιτισμό.
Όπως και να’ χει, οι συντάκτες των άρθρων αποδείχτηκε τοις πράγμασι ότι είχαν απόλυτο δίκιο στις προβλέψεις τους, με τη μοναδική εξαίρεση ότι ο πίνακας και ο καθ’ ομολογίαν ένοχος παραδόθηκαν από μόνοι τους στα τέλη Ιουνίου, και όχι στα τέλη Μαρτίου. Αλλά είναι απολύτως τυχαία η χρονική στιγμή του χαρμόσυνου γεγονότος;
Σε κάθε περίπτωση, το φοβερό (δυνάμει προεκλογικό) χαρτί της αστυνομικής και πολιτιστικής επιτυχίας, που έσπευσαν να διαφημίσουν, χέρι χέρι οι άλλοτε ΠΑΣΟΚοι, Μενδώνη και Χρυσοχοΐδης, κάπως κάηκε από την ελαφρά αδεξιότητα των (απολύτως δεξιών κατά τα άλλα) ανθρώπων της αστυνομίας και του Πολιτισμού η οποία οδήγησε τον διάσημο πίνακα περίπου να τους πέσει από τα χέρια, σε ζωντανή σύνδεση. Ευτυχώς, ο αστυνομικός τον σήκωσε από το πάτωμα, τον ξεσκόνισε, και όλα καλά.
Το μόνο που πραγματικά αιφνιδίασε τον κόσμο της Τέχνης και του Πολιτισμού είναι το γεγονός ότι η υπουργός Πολιτισμού για ένα δευτερόλεπτο φάνηκε να αναγνώρισε το λάθος που έγινε (φυσικά, όχι ως δικό της) με τη λακωνική φράση «κακώς έπεσε», λες και επρόκειτο πάντως για απόφαση του ίδιου του πίνακα. Η Λ. Μενδώνη φρόντισε γρήγορα να ανασκευάσει ακόμη κι αυτό, σημειώνοντας μεγαλόθυμα για ένα live πολιτιστικό ατύχημα το οποίο κατά τα άλλα μάς έκανε διεθνώς περιγέλαστους: «ας μη γινόμαστε τόσο μίζεροι». Όλος ο κόσμος της Τέχνης και του Πολιτισμού κατέγραψε τη σημαντική πρόοδο που έχει να παρουσιάσει η υπουργός Πολιτισμού ως προς την αναγνώριση των σφαλμάτων της. Αν το περιστατικό αυτό συνέβαινε μισό χρόνο πριν, επί Λιγνάδη, όλοι θα περίμεναν τη Λ. Μενδώνη να κατηγορήσει το βαρυτικό πεδίο της γης. Να όμως που τα πράγματα (ενδεχομένως προεκλογικώς;) αλλάζουν.