Καποτε η μανα μου, οταν ηταν δεκα χρονων, εγινε σκονη. Ηταν παλι η εποχη που οι ανθρωποι γινοντουσαν σταχτη στα κρεματορια, χωμα στους πεινασμενους δρομους της Αθηνας και σκονη στον αερα. Σκονη. Ο πατερας της ειχε γινει κι εκεινος, πριν καμποσα χρονια, μια ενοχλητικη σκονη, που ηρθε απ τα Ανατολικα, τον καιρο που οι σκονες συνωστιζονταν στις προκυμαιες της Σμυρνης. Τοτε, τα πιο πολλα σπιτια εκλεισαν με βια τα παραθυρα τους, μην μπει η σκονη και λερωσει τις στενοκαρδες ζωες τους. Περασαν καμποσα χρονια κι ηρθε παλι κακος καιρος που κοπανουσε τους ανθρωπους και τους εκανε σκονη. Τη σκονη της μανας μου τη φυσηξε ο ανεμος και την πηρε κατα κει απ οπου ειχε ερθει η σκονη του παππου μου. Ανατολικα.
Και παλι καλα. Ηταν η εποχη που δεν υπηρχαν αθορυβες ηλεκτρικες σκουπες. Υπηρχαν ομως κατακτητες που φορουσαν χοντρες σολες Βερμαχτ κι εκαναν θορυβο στο περασμα τους, πολυβολα και μπομπες που εκαναν ακομη περισσοτερο θορυβο ξεσχιζοντας ζωες και ρουφιανοι, μαυραγοριτες που θορυβουσαν ανυποφορα την ωρα που χαφιεδιζαν κι εγλειφαν, πλαταγιζοντας δυνατα τη γλωσσα, τον κωλο των κατακτητων. Τους λεγανε μπαλασκες κι ηταν η ντροπη του τοπου. Ετσι, η μικρη σκονη της μανας μου, κρυβοταν απ το θορυβο και τους μπαλασκες, ωσπου φυσηξε λοιπον ενας αερας και την πηρε κατα κει που βγαινει ο ηλιος. Ο ηλιος εκαιγε πιο λιγο απ τα φλογοβολα, κρυβοταν κιολας απ τη ντροπη του για οσα αντικρυζε ή, παιρνοντας κρυφα το μερος της σκονης, χανοταν και νυχτωνε, μη τυχον και στραφταλισει η σκονιτσα στο φως των αχτινων του και τη ρουφηξει ο θορυβος και την τσακωσουν οι μπαλασκες. Οταν εφτασε στα παραλια της Τουρκιας, τρομαγμενη ακομη απ το φονικο θορυβο και ταλαιπωρημενη απ τον ανεμο, επεσαν στο νερο κατι σκουπιδια, που γνωριζαν τη σκονη του παππου μου, εκλαιγαν και κουβαλουσαν μεγαλες πιττες, χαλβαδες, πισμανιγιες και λουκουμια. Τα σκουπιδια εκλαιγαν που τοσο μικρες σκονες ζουσαν τοσο μεγαλα βασανα.
Περασαν τα χρονια και η μανα μου η σκονη, με γεννησε και μ εκανε ν αγαπω οσα παιρνει ο ανεμος, μου εδωσε γερα ματια να μπορω να βλεπω ακομη κι οταν ο ηλιος νυχτωνει και η σκονη των ανθρωπων στραφταλιζει στις ανεπαισθητες ακτινες του φεγγαριου και στις καύτρες των τσιγαρων. Μου διηγηθηκε κι εκεινες τις ιστοριες με τους χαλβαδες και τις πισμανιγιες στ ανατολικα παράλια κι ετσι αποφασισα κι εγω να γινω ενα σκουπιδι. Δεν ξερω να τραβω τη ζαχαρη απ τα μαλλια για να την κανω γλυκια πισμανιγια, ξερω ομως να κανω νοστιμο φακορυζο και δροσερο αϋράν και να χτυπα η καρδια μου, εκει στην ακρη αριστερα. Εκει που ειναι δηλαδη η θεση της καρδιας. Και τωρα που η μανα μου εγινε αστεροσκονη, παλι σκονη δηλαδη και την πηρε για τα καλα ο ανεμος, καθομαι καμια φορα τις νυχτες που εχει φεγγαρι ή αστροφεγγια, τη βλεπω που στραφταλιζει στο ανεπαισθητο φως, της αφιερωνω Τον Ντουνια, Νο Blues, μαμα και φτυνω στη μνημη της ολους τους μπαλασκες.
Νίνα Γεωργιάδου