Δεν είναι διόλου λίγα τα επαναστατικά κινήματα που βάλτωσαν γιατί δεν απάντησαν σωστά στο παραπάνω δίπολο και δίλημμα. Η σχέση επανάστασης και μεταρρύθμισης αναλύεται και εμφανίζεται στη σχέση στρατηγικής και τακτικής. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η επανάσταση είναι μία υπόθεση του πολύ μακρινού μέλλοντος, ενώ η τακτική αφορά στην καθημερινότητα και σχετίζεται με τη ζωή των ανθρώπων στο ζοφερό σήμερα. Από χρονική άποψη είναι έτσι διότι αν δεν ωριμάσουν οι αντικειμενικές συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική ανατροπή. Από λενινιστική σκοπιά πρέπει «οι από κάτω να μη θέλουν να κυβερνηθούν όπως πρώτα και οι από πάνω να μην μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν» και από μαρξιστική θεωρητική αφετηρία πρέπει να συγκρουστούν οι παραγωγικές σχέσεις με τις παραγωγικές δυνάμεις και οι πρώτες να γίνουν «φυλακή» των δεύτερων.
Αλλά η επαναστατική τακτική και οι μεταρρυθμίσεις όχι μόνον αφορούν το σήμερα αλλά πρέπει να εντάσσονται σε ένα πλαίσιο συνολικής ρήξης με τη σημερινή κατάσταση. Όπως έλεγε μία κομμουνίστρια «εδώ δεν έχουμε ένα μπουφέ για να διαλέγεις όμορφα-όμορφα ζεστούς ή κρύους μεζέδες ανάλογα με τη διάθεσή μας». Η διαφορά ενός επαναστατικού προγράμματος από ένα ρεφορμιστικό δεν είναι ότι το πρώτο αρνείται τις μεταρρυθμίσεις ενώ το δεύτερο τις υπερασπίζεται. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο ρεφορμιστής αρκείται και σταμάτα σε αυτές, ενώ ο επαναστάτης πάει παραπέρα και τις εντάσσει σε ένα πλαίσιο που υπηρετούν τους γενικούς επαναστατικούς σκοπούς του. Ο ρεφορμιστής «χορταίνει» από τις μικροβελτιώσεις του συστήματος. Αντίθετα ο επαναστάτης αγωνίζεται να βελτιώσει τα πράγματα αλλά δεν σταματά σ’ αυτό, συνδέει την τακτική με τη στρατηγική, οξύνει τις αντιθέσεις, διαπαιδαγωγεί στο αμόνι τις μάζες.
Ταυτόχρονα, το σύνορο που χωρίζει τις δύο έννοιες δεν είναι αμετακίνητο και νεκρό, αλλά αλλάζει σύμφωνα με τη ζωντανή ταξική πάλη. Ο ρεφορμιστής που ανασαίνει από τις ευρύτερες συμμαχίες ποντάρει στο σήμερα, ο αριστεριστής-σεχταριστής αρκείται να δείχνει το σοσιαλιστικό μέλλον, ενώ ο κομμουνιστής προσπαθεί να ενώσει τις μάζες πάνω στα προβλήματα και ταυτόχρονα να ρίξει γέφυρες με το αύριο, ν’ ανοίξει δρόμους, να διαφωτίσει. Πράγμα που δεν είναι διόλου εύκολο, όταν μάλιστα ο ρεφορμισμός έχει βαθιές ρίζες, άπλωμα στις μάζες, ομπρέλα το αστικό σύστημα και βάση τη συνείδηση των ανθρώπων (αγωνίζομαι για ό,τι βλέπω). Ο ίδιος ο Μπερνστάιν, θεωρητικός του ρεφορμισμού, τόνιζε ότι «το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα» και δεν είναι λίγοι ακόμα και μέσα στο κίνημα που ζουν με την ιδέα «να γίνει κάτι».
Ο Λένιν τόνιζε επανειλημμένα: «η διαφορά ανάμεσα σε εμάς και τους ρεφορμιστές δεν βρίσκεται στο ότι εμείς είμαστε κατά των μεταρρυθμίσεων ενώ αυτοί είναι υπέρ. Κάθε άλλο. Αυτοί περιορίζονται στις μεταρρυθμίσεις και κατρακυλούν στο ρόλο των απλών “νοσοκόμων του συστήματος”. Αντίθετα εμείς υποτάσσουμε τον αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις σαν ένα μέρος του όλου αγώνα για την ελευθερία και το σοσιαλισμό». Είναι αυτός ο λόγος που οι ρεφορμιστές (ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ) εμφανίζονται με έναν ατελείωτο κατάλογο βελτιωτικών προτάσεων, ενώ οι αριστεριστές (ΑΝΤΑΡΣΥΑ-αναρχία) με την αερογέφυρα που θα τους πάει στην Καθαρά Δευτέρα του κομμουνισμού.
Ο Ένγκελς έγραφε σχετικά: «Οι σοσιαλιστές παίρνουν συχνά ενεργό μέρος στις εξελικτικές φάσεις που περνάει ο αγώνας ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη δίχως ποτέ να ξεχνούν ότι αυτές οι φάσεις δεν αποτελούν παρά μέρη που οδηγούν στον πρώτο μεγάλο στόχο, την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο σαν μέσο για την κοινωνική αναδιοργάνωση. Οι σοσιαλιστές έχουν θέση ανάμεσα στους αγωνιστές που αγωνίζονται για να κερδηθεί κάθε άμεσο πλεονέκτημα προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και δέχονται αυτά τα πολιτικά και οικονομικά πλεονεκτήματα όμως μόνο σαν προκαταβολές. Αυτή η τακτική τους δεν χάνει ποτέ από τα μάτια της το μεγάλο στόχο, γλιτώνει τους σοσιαλιστές από ψευδαισθήσεις που δίχως άλλο έχουν άλλα κόμματα με λιγότερη διορατικότητα που αντιμετωπίζουν μια απλή φάση σαν τον τελικό στόχο της πορείας προς τα εμπρός».
Για αυτό το λόγο ο συνδυασμός οικονομικών-κοινωνικών διεκδικήσεων με την πολιτική δεν είναι άθροισμα ασύνδετων προτάσεων αλλά ζυμάρι καλοδουλεμένο. Είναι αυτός ο λόγος που οι βελτιωτικές οικονομικές προτάσεις στους ταξικούς αγώνες πρέπει να έχουν κατάληξη και δια ταύτα, αλλιώς θα πέφτουμε σε ρόλο «νοσοκόμων». Από αυτήν την άποψη, το τράβηγμα των συνθημάτων ή και των αγώνων μέχρι την αποκάλυψη των αρμών και θεμελίων του συστήματος είναι πράγμα δύσκολο αλλά αναγκαίο.