«Το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό και πιο μεγάλο είν’ ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει, είν’ ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε.»
Ναζίμ Χικμέτ
Η αντίθεση της αριστεράς και του λαού με την αφηνιασμένη κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αφορά τριτεύοντα θέματα. Η απαγόρευση των διαδηλώσεων ακουμπάει τον πυρήνα της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Μεθυσμένη από την εκλογική της διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ, που ντύθηκε τα αγωνιστικά κουρέλια του, η κυβέρνηση προχωράει στη θυσία των διαδηλώσεων επικαλούμενη όλα τα φασιστικά, γελοία και αντιδραστικά επιχειρήματα.
Ήδη από το 1615 στην Αγγλία και στο πρώτο σύνταγμα που ονομάστηκε Magna Carta, ο βασιλιάς Ιωάννης ο Α΄ ο Ακτήμων κάτω από την ογκούμενη λαϊκή αγανάκτηση έδωσε το δικαίωμα των πολιτών στη συνάθροιση και την ελευθερία της έκφρασης. Χρόνια μετά, ο επελαύνων νεοφιλελευθερισμός στην καρδιά της Ευρώπης αξιοποιεί τον αντικομμουνισμό, ρίχνει αντιφασιστικά αγάλματα, απαγορεύει το σφυροδρέπανο και την κόκκινη σημαία για να καταλήξει στην απαγόρευση των διαδηλώσεων, στον ορισμό ονόματος ενός (!) υπεύθυνου, στην παντοδυναμία της αστυνομίας που μπορεί να μετρά και να απαγορεύει. Γιατί όμως η αριστερά πρέπει να θεωρεί το «ομαδικό, αγωνιστικό βάδισμα» ύπατο λόγο ρήξης και σύγκρουσης με τους νεοφιλελεύθερους που δανείζονται από την άκρα δεξιά όλο το βορβορώδες οπλοστάσιο;
Η διαδήλωση είναι η έμπρακτη εφαρμογή της αντίθεσης της κοινωνίας, ή ενός τμήματος της, με την κυριαρχία των λίγων που κυβερνούν στο όνομα των πολλών. Το ξεχωριστό άτομο βγαίνει από το ατομικό η εγωιστικό καβούκι του και ενώνεται φανερά με το εμείς. Αυτός που διαδηλώνει κι αγωνίζεται κατά τεκμήριο μιλάει και για τους άλλους. Οι εκπαιδευτικοί, οι υγειονομικοί, οι ΟΤΑ, οι φοιτητές κλπ, δεν περιγράφουν τον στενόκαρδο κόσμο, τον καθένα, αλλά σκιαγραφούν έναν κόσμο που χωράει πολλούς κόσμους.
Αντίθετα, η κυβέρνηση, τα υποταγμένα ΜΜΕ και ο μικροαστός που έπεσε στην παγίδα λέει υποκριτικά για το δικαίωμα του κόσμου να διαδηλώνει και στη συνέχεια υψώνει ένα «αλλά» ίσο με τον Όλυμπο, γιατί πίσω του θέλει να κρύψει τον προσωπικό του κόσμο. Αυτόν που πέθανε μαζί με το θάνατο του εμποράκου, όχι γιατί του έσπασαν τη βιτρίνα οι ανόητοι μπαχαλάκηδες, αλλά γιατί ήρθε η οικονομική κρίση επί των κεφαλών δικαίων και αδίκων. Και ποιο αλήθεια είναι το αριθμητικό όριο που θα επιτρέπει στο «όργανο της τάξης» να οδηγεί την πορεία στο δρόμο ή το πεζοδρόμιο;
Έχουν ακούσει για τη σχετικότητα της ποσότητας; Διότι οι εκατόνταρχοι του συστήματος έχουν φράξει το δρόμο σε χιλιάδες διαδηλωτές όταν έτσι έκριναν τα ντόπια και ξένα αφεντικά τους. Το ζήτημα λοιπόν είναι αν ο λαός της αριστεράς, τα συνδικάτα, οι σύλλογοι κλπ, θα αποδεχτούν τις νέες χειροπέδες. Αν θα μείνουν άφωνοι και άπραγοι στην επέλαση των κυρίαρχων. Αν θα σκύψουν το κεφάλι λέγοντας «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω». Αν αυτό που καταχτήθηκε με αίμα και αγώνες θα γίνει, ως άλλη Ιφιγένεια, σφάγιο στο βωμό της νέας κανονικότητας, όπου ο λαός θα παράγει κέρδη για το κεφάλαιο και το κεφάλαιο θα παράγει φυλακές, νύχτα και πισωγύρισμα.
Εδώ και χρόνια το κόμμα μας έριξε το σύνθημα «όλοι στους δρόμους» αποτυπώνοντας τη μεγάλη ανάγκη ενάντια στην τότε κυβέρνηση Σημίτη. Ε, λοιπόν! Όσα είπαμε ισχύουν. Στους δρόμους θα κριθεί το δίκιο. Εκεί θα βρουν οι αγώνες δικαίωση.