Πολλές φορές σε δημόσιους, επιστημονικούς και απλούς διαλόγους έρχεται στην επιφάνεια ο ρόλος της προσωπικότητας και αυτός των μαζών. Η απλοϊκή εκδοχή είναι πως χρειάζεται ένας ηγέτης για να καθοδηγήσει τις μάζες, μία ομάδα, ένα λαό.
Ο Νίτσε στον υπεράνθρωπό του εξέφρασε κυνικά, όπως συνήθιζε, πως ο αριθμός ένα (1) μπροστά από τα μηδενικά είναι το παν, πίσω από αυτά είναι τίποτα. Αφήνουμε κατά μέρος τα μυστικοπαθή αποφθέγματα του αγαπημένου φιλοσόφου των φασιστών και ερχόμαστε στην «πεζή» πραγματικότητα.
Αναμφίβολα μία ισχυρή προσωπικότητα στο πεδίο της επιστήμης, της πολιτικής ή του πολέμου έχει έναν αποφασιστικό ρόλο. Κάθε άνθρωπος γεννιέται με ορισμένες προδιαγραφές. Τη σωματική δύναμη, την υγεία που γράφεται στα χρωμοσώματά του, την πρωταρχική ευφυΐα, τα πρωτογενή ένστικτα. Όμως η σύγχρονη παιδαγωγική και ψυχολογία, όταν δεν επιτελούν διατεταγμένη υπηρεσία σ’ όφελος των ισχυρών, αποφαίνονται πως η κληρονομικότητα διαδραματίζει το 30% των βιοχαρακτηριστικών του ανθρώπου, το υπόλοιπο 70% οφείλεται στις κοινωνικές του σχέσεις, στο περιβάλλον που μεγάλωσε, στην οικογένεια, στην παιδεία, την εκπαίδευση.
Η κοινωνία με τις δομές της, τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραγωγικές σχέσεις, τις οικονομικές δυνάμεις της, υπήρχε πριν από εμάς και θα υπάρχει και μετά από εμάς. Αυτές οι ισχυρές δυνάμεις καθορίζουν στο μεγαλύτερο βαθμό τι πιστεύουμε, πώς συμπεριφερόμαστε, τις συνήθειες και τα όνειρά μας. Ο τρόπος πχ που αντιμετωπίζουμε τη γυναίκα, τους έγχρωμους, τους μετανάστες, τα παιδιά κλπ δεν είναι θεόσταλτος, αλλά αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών και κανένα φεμινιστικό κίνημα δε θα μπορούσε να έχει αποτελέσματα σε κοινωνίες δουλοκτησίας. Υπάρχουν βέβαια και οι «εντιμότατοι αριστεριστές» που ανακαλύπτουν -κόντρα στον ιστορικό υλισμό- κάπου, κάποτε και μία ανθυποπερίπτωση για να ανατρέψουν τη βασική μαρξιστική αρχή πως οι υλικές συνθήκες δημιουργούν νέες ιδέες. Ακόμα και όταν ο μεγάλος τραγωδός Ευριπίδης αναφέρεται στο δίκιο των Τρώων, εξυμνεί τη γυναίκα και καυτηριάζει το αθηναϊκό πολεμικό θράσος, είναι γιατί στη δημοκρατική αλλά καταρρέουσα Αθήνα, μέσα στα «σοφά παιδιά» που γεννούσαν οι συνθήκες ελευθερίας, εμπορίου και δύναμης, αυτός είχε πιο οξύνοο βλέμμα, ήταν διορατικός και υψιπετής.
Όμως η προσωπικότητα δεν είναι μια παθητική αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών. Με τη σειρά της -όπως το εποικοδόμημα- έρχεται να δράσει και να επηρεάσει την ταξική πάλη. Όταν στην Ευρώπη του 18ου αιώνα ο ρομαντισμός στη λογοτεχνία (Γκαίτε) ήρθε να αντιπαρατεθεί στον αστικό ορθολογισμό και στη λατρεία της επιστήμης, γινόταν γιατί υπήρχαν ακόμα σπασμοί των παλιών επιβιώσεων, των παλιών ιδεών που δεν είχαν πεθάνει. Αντίθετα, ζούσαν στα μυαλά των ανθρώπων και τους τραβούσαν από το ποδάρι. Όταν πάλι στην Ευρώπη καθιερώνονταν οι μηχανές, η δύναμη του εμπορίου και του χρήματος και ο έφηβος καπιταλισμός σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του, βγήκαν στην επιφάνεια μεγάλες προσωπικότητες με πρώτες αυτές των Μαρξ-Ένγκελς, που ήταν ντυμένοι με την πανοπλία του προλεταριάτου. Το ίδιο συνέβη και στις αρχές του 20ου αιώνα με εμβληματική την παρουσία του ηγέτη της προλεταριακής Οκτωβριανής επανάστασης, του Β.Ι. Λένιν.
Ο σημερινός καπιταλισμός, παρωχημένος και παρακμιακός, γεννάει μικρομεσαία μεγέθη σαν τον Τραμπ, τον Μακρόν και τον Ζελένσκι! Δε βάζουμε φωτοστέφανα στους λαϊκούς ηγέτες, Κάτι τέτοιο θα ήταν αντιεπιστημονικό και ανόητο. Απλώς λέμε πως μέσα στις μεγάλες ιστορικές στροφές και τα κοινωνικά κύματα θα γεννηθούν αναμφίβολα εκείνα τα μυαλά που θα ’χουν την ευθύνη και το χρέος να οργανώσουν, να μπουν μπροστά, να ηγηθούν των αγώνων.
Σε κάθε περίπτωση υποστηρίζουμε την αρχή πως «οι μάζες κινούν την ιστορία» και σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να ανιχνεύουμε τη φυσική ηγεσία των μαζών. Ο Α. Βελουχιώτης αναντίρρητα ήταν ένα σπουδαιότατο στρατιωτικό μυαλό και -σ’ ό,τι αφορά τους Εγγλέζους- είχε μια οξυδερκή και βαθειά ματιά, λαϊκό ένστικτο. Θα μας έδινε όμως πολύ λίγα σε μία έδρα «πανεπιστημιακής διεθνολογίας».
Είναι σωστό -ολόσωστο- να διαδίδουμε πως μέσα στην ταξική πάλη και στο δρόμο θα γεννηθούν οι αξίες συνείδησης. Αυτό όμως δεν ισοπεδώνει το ρόλο της προσωπικότητας, τη στόφα του κομμουνιστή που μετέχει στα κοινά, μορφώνεται, διαβάζει, είναι ηθικός και αλληλέγγυος, με το παράδειγμά του φτιάχνει χαρακτήρες. Σαν τον Ν. Μπελογιάννη και τον Ν. Πλουμπίδη.
Μέσα στην ταξική πάλη μ’ όλες τις δυνάμεις μας, «τραγουδώντας, όχι για να ξεχωρίσουμε, αλλά να σμίξουμε τον κόσμο».
Καμία υποτίμηση στις μάζες.
Καμία υποτίμηση της λαϊκής προσωπικότητας.