Ήδη από τον Απρίλιο του 2012 η τότε Κυβέρνηση Παπαδήμου ψήφισε τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό (ΝΟΚ) ο οποίος συνοδεύτηκε μεταξύ άλλων από αύξηση των δομήσιμων επιφανειών, είτε με τη μορφή bonus σαν κίνητρα για υποτιθέμενες “πράσινες παρεμβάσεις”, είτε με την αλλαγή νομοθετικών ορισμών και εξαίρεσης συγκεκριμένων επιφανειών (πατάρια, κλιμακοστάσια, κλπ) από τον συντελεστή δόμησης. Το πρόσχημα ήταν η προσπάθεια τόνωσης κυρίως της πεσμένης κτηματαγοράς και του κατασκευαστικού κεφαλαίου και λιγότερο της μικρής ιδιοκτησίας, ενώ ήταν ήδη γνωστή η ύπαρξη χιλιάδων απούλητων νεόδμητων οικοδομών, λόγω της οικονομικής κρίσης.
Έτσι στα ήδη πυκνοδομημένα κέντρα των πόλεων, σε βάρος του δομημένου περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής, προέκυψαν αυξήσεις στη δόμηση της τάξης του 25%-35%, συχνά ψηλότερα κτίρια από τα ως τότε οικοδομούμενα, ακόμα και σε περιοχές που ίσχυαν ειδικοί περιορισμοί ύψους και αριθμού ορόφων. Οι αντιδράσεις τότε από τους αρμόδιους φορείς ήταν χλιαρές αφού το κύριο θέμα της εποχής ήταν η υποδούλωση της χώρας στους δανειστές με τα Μνημόνια και η αυξανόμενη ανεργία και ειδικότερα στον κλάδο των κατασκευών.
Δώδεκα χρόνια μετά και μετά από προσφυγές, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε σαν αντισυνταγματικές αυτές τις διατάξεις, παρά τις αντίθετες αποφάσεις των αρμόδιων Υπουργών που έδιναν εντολή στις Πολεοδομίες για συγκεκριμένη ερμηνεία της Νομοθεσίας. Να θυμίσουμε πως τα χρόνια αυτά οι Μνημονιακές κυβερνήσεις, στο όνομα της “πάταξης της γραφειοκρατίας” πέταξαν το μπαλάκι της έκδοσης των οικοδομικών αδειών από τις Πολεοδομίες σε ιδιώτες μηχανικούς! Όταν η ήδη υπάρχουσα πολυνομία στον οικοδομικό κλάδο έκανε συχνά αναγκαία την προσφυγή στην αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ για τελεσίδικες ερμηνευτικές εγκυκλίους, οι ιδιώτες μηχανικοί (ελεγκτές δόμησης) αντιμετώπιζαν έναν κυκεώνα αλληλοαναιρούμενων διατάξεων που αδυνατούσαν να ελέγξουν και σε πολλές περιπτώσεις εκδόθηκαν άδειες και χτίστηκαν κτίρια κατά παράβαση ακόμα και Προεδρικών Διαταγμάτων! Γνωστή είναι η περίπτωση των δύο επιπλέον ορόφων και του δώματος του ξενοδοχείου της Coco-Mat στην περιοχή Μακρυγιάννη που κρύβουν την Ακρόπολη, ενώ η μοίρα τους ακόμα …συζητιέται. Και όλα αυτά χωρίς κανένα πολεοδομικό σχεδιασμό για την παραπέρα επιβάρυνση των ήδη επιβαρυμένων πόλεων!
Κρίνοντας συνολικά τον ΝΟΚ, αυτός μεγιστοποιεί την εκμετάλλευση της γης και την κερδοφορία του κατασκευαστικού κεφαλαίου, χωρίς καμία μείωση των τιμών γης και της κατοικίας, χωρίς κανένα ουσιαστικό περιβαλλοντικό όφελος. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη απόφαση του Τμήματος Αττικής του Πανελλήνιου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων “Ο νόμος αυτός δεν παίρνει επιμέρους βελτιώσεις και απαιτείται η συνολική κατάργησή του και η αντικατάστασή του με πολεοδομικό σχεδιασμό επιστημονικό, με βάση τις συγκεκριμένες πραγματικές ανάγκες της κάθε περιοχής και όχι με οριζόντιες πολεοδομικές ρυθμίσεις. Οτιδήποτε άλλο επιτείνει μία κατάσταση που παρά τις υποκριτικές επικλήσεις περί «ασφάλειας δικαίου», συνεχίζει να μεταφέρει το πρόβλημα στους υπαλλήλους των ΥΔΟΜ, στους συναδέλφους μελετητές μηχανικούς και τελικά στους πολίτες. Ουσιαστική λύση βέβαια αποτελεί κατ’ αρχάς η αντιστροφή της πορείας ιδιωτικοποίησης του ελέγχου των οικοδομικών αδειών και η ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού.”
Μέχρι στιγμής περιοχές κατοικίας υψηλότερων εισοδημάτων στην Αττική (Δ. Παλαιού Ψυχικού – Φιλοθέης, Δ. Εκάλης) πέτυχαν την ειδική εξαίρεσή τους από αυτά τα μέτρα, ενώ άλλες όπως ο Δ. Αλίμου, ο Δ. Βούλας – Βάρης – Βουλιαγμένης, ο Δ. Παπάγου – Χολαργού και ο Δ. Κηφισιάς προσπαθούν να πετύχουν αντίστοιχες εξαιρέσεις.
Όμως και πολλές περιοχές του Δήμου Αθηναίων μέσω άκρατης τουριστικοποίησης και “πολεοδομικού εξευγενισμού” (sic), αλλά και πολλοί πυκνοδομημένοι Δήμοι με ικανό αριθμό παλαιών και χαμηλών κτηρίων (Αιγάλεω, Περιστέρι κλπ) γίνονται βορά στην άκρατη εκμετάλλευση. Τα περίφημα αυτά bonus του ΝΟΚ αποτελούν κίνδυνο για το ιστορικό κέντρο της πόλης και συνοικιών, αφού φαίνεται πως θα οδηγήσουν σε απώλεια αξιόλογου κτιριακού αποθέματος παλαιών αθηναϊκών κατοικιών και μοντερνιστικών κτιρίων, επειδή η κατεδάφιση και η ανοικοδόμησή τους θα καταστεί οικονομικά ελκυστική, ενώ θα πλημμυρίσουν με υψηλότερα κτίρια με ανεμπόδιστη θέα και μονοπωλιακές τιμές των επάνω ορόφων, σε βάρος της θέας, του φωτισμού και του ηλιασμού των υπόλοιπων. Ήδη η επέλαση του τουριστικού και κατασκευαστικού κεφαλαίου στο κέντρο της πόλης τείνει να το καταστήσει απρόσιτο στα φτωχά λαϊκά στρώματα του πληθυσμού που ήδη κατοικούν εκεί, με την προσέλκυση επισκεπτών και τουριστών υψηλότερων εισοδημάτων στο όνομα της ψευδεπίγραφης ανάπτυξης.