Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, το ΥΠΑΙΘ για μια ακόμα φορά αρνείται να πάρει στοιχειώδη μέτρα για την προφύλαξη της υγείας των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Όχι μόνο δεν αραιώνει τους μαθητές στα τμήματα, αντίθετα προχωρά σε συγχωνεύσεις αυξάνοντας τους μαθητές στους 27 στις σχολικές αίθουσες! Ούτε λόγος για επιπλέον προσλήψεις εκπαιδευτικών ώστε να καλύψουν τις πρόσθετες ανάγκες. Προκλητικά ο Βορίδης μέσα στο καλοκαίρι ανακοίνωνε περικοπές στις δαπάνες για προσωπικό στην καθαριότητα στα σχολεία και τις δημόσιες υπηρεσίες.
Όπως σε όλη την κοινωνία και στους χώρους εργασίας, έτσι και στα Δημόσια Σχολεία αρνείται να προχωρήσει στη διενέργεια μαζικών και επαναλαμβανόμενων τεστ με την ευθύνη του ΕΟΔΥ σε μαθητές και εκπαιδευτικούς. Αντί αυτών εφαρμόζει πιστά το δόγμα της ατομικής ευθύνης, καθιστώντας υπεύθυνους τους μαθητές οι οποίοι θα διενεργούν από μόνοι τους τα αμφιβόλου ποιότητας πλέον self-test.
Αντίστοιχα μέτρα «ατομικής ευθύνης» επιφυλάσσει και για τους εκπαιδευτικούς που δεν έχουν εμβολιαστεί, υποχρεώνοντάς τους να πληρώνουν από την τσέπη τους δύο τεστ την εβδομάδα κατ’ αποκλειστικότητα σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Όσο για τους εμβολιασμένους, αυτοί παραμένουν στο απόλυτο σκοτάδι σε ό,τι αφορά την κατάσταση της υγείας τους, αφού καμία πρόβλεψη δεν υπάρχει για τακτικούς ελέγχους.
Την ίδια στιγμή, με το νέο σχολικό έτος οι εκπαιδευτικοί και των δύο βαθμίδων θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των αντιδραστικών μέτρων που ψήφισε η κυβέρνηση τον περασμένο Ιούλη. Πρόκειται για ένα μπαράζ αντιεκπαιδευτικών μέτρων κομμένων και ραμμένων σύμφωνα με τις πάγιες επιταγές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Η «αυτονομία» της σχολικής μονάδας μαζί με την αυτοαξιολόγηση θα αποτελέσουν τα βασικά εργαλεία της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής για την κατηγοριοποίηση των σχολείων με ταξικά κριτήρια, για την επιβολή λουκέτων, για να απαλλαγεί η κυβέρνηση από την υποχρέωσή της να παρέχει αυτή την απαραίτητη χρηματοδότηση στο δημόσιο σχολείο, μεταθέτοντας την ευθύνη της στην ίδια τη σχολική μονάδα και τους εκπαιδευτικούς. Ταυτόχρονα, μέσω τις προωθούμενης ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών η κυβέρνηση επιχειρεί να επιφέρει καίριο χτύπημα στις εργασιακές τους σχέσεις, να ανοίξει το δρόμο για τη μισθολογική τους καθήλωση και -στον κατάλληλο χρόνο- να επιβάλει ακόμα και απολύσεις.
Τέλος διαμορφώνεται ένα νέο αυταρχικό καθεστώς στη λειτουργία των σχολείων που αφυδατώνει από τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά τους Συλλόγους Διδασκόντων. Παραγκωνίζεται η δημοκρατική λειτουργία των Συλλόγων Διδασκόντων ενώ οι διευθυντές των σχολείων αποκτούν πλέον και τους ρόλους του αξιολογητή-επιθεωρητή της σχολικής ζωής αλλά και του απόλυτου άρχοντα.
Με τους ίδιους όρους που ανοίγει τα σχολεία, προχωρά το υπουργείο και η κυβέρνηση και στο άνοιγμα των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. Όπως και για την υπόλοιπη κοινωνία, έτσι και για τους φοιτητές η κυβέρνηση προχωρά στον ανορθολογικό διαχωρισμό τους σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, μόνο που οι δεύτεροι υποχρεούνται να κάνουν τεστ που θα πληρώνουν οι ίδιοι. Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση, αρνούμενη πεισματικά να πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη διεξαγωγή του νέου ακαδημαϊκού έτους, επιδιώκει να μετακυλήσει τις δικές τις βαρύτατες ευθύνες για τον τρόπο ανοίγματος των πανεπιστημίων στους φοιτητές που δεν έχουν εμβολιαστεί.
Στο φόντο όλων αυτών των εξελίξεων, έρχεται να προστεθεί και η εφαρμογή του μέτρου της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ). Η εφαρμογή της ΕΒΕ, για την οποία η υπουργός Ν. Κεραμέως και η κυβέρνηση πανηγυρίζουν ότι δήθεν αποτελεί αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, στέρησε από το 45% -σχεδόν τους μισούς- των υποψηφίων μια θέση στα δημόσια πανεπιστήμια. Το νέο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ακόμα πιο ταξικό από το προηγούμενο και δείχνει ήδη από την πρώτη κιόλας στιγμή της εφαρμογής του ότι στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι να πεταχτούν από το ελληνικό πανεπιστήμιο τα παιδιά των πιο φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ενώ οι ανώτερες σπουδές γίνονται όλο και περισσότερο προνόμιο των λίγων και εκλεκτών.
Απέναντι στον ορυμαγδό των αντιεκπαιδευτικών μέτρων, πρέπει να συγκροτηθεί ένα πλατύ πανεκπαιδευτικό μέτωπο αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική που έρχεται να αλλάξει το DNA του δημόσιου σχολείου, να υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο την τριτοβάθμια εκπαίδευση, να χτυπήσει τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών και να σαρώσει τα μορφωτικά δικαιώματα μαθητών και φοιτητών.
Η πρόσφατη απόφαση της ΟΛΜΕ να συγκαλέσει πανελλαδικά Γενικές Συνελεύσεις των ΕΛΜΕ αποτελεί μια πολύ σημαντική εξέλιξη που βγάζει από την παρατεταμένη αδράνεια τα σωματεία. Θα αποτελέσει μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να συσπειρωθούν οι εκπαιδευτικοί στα σωματεία τους και στις ζωντανές συλλογικές τους διαδικασίες. Να χαράξουν έναν αγωνιστικό προσανατολισμό που θα βάλει φραγμό στα αντιεκπαιδευτικά μέτρα που τώρα μπαίνουν σε εφαρμογή, με αιχμή την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Η απεργία-αποχή από την αξιολόγηση, που κήρυξαν την περασμένη χρονιά τα εκπαιδευτικά σωματεία και συσπείρωσαν σχεδόν το σύνολο του κλάδου, πρέπει να πάρει ακόμα πιο μαζικά και αποφασιστικά χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα πρέπει να επαναφέρουν στο προσκήνιο όλες τις διεκδικήσεις του εκπαιδευτικού κινήματος για να παρθούν μέτρα σε όλα τα σχολεία για την αντιμετώπιση της πανδημίας.