Η επιβολή ενός δεύτερου lockdown, μετά από αλλεπάλληλες δέσμες απαγορευτικών μέτρων και ουσιαστικά πριν την έναρξη του χειμώνα στη χώρα μας, συνιστά τη μεγαλύτερη απόδειξη της αδιέξοδης και εγκληματικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση της ΝΔ εν μέσω πανδημίας.
Όπως αποδείχθηκε, η κυβέρνηση αξιοποίησε και αξιοποιεί στο έπακρο την πανδημία για τη λήψη αντιδημοκρατικών και αντιλαϊκών μέτρων, με στόχο την επιβολή του συνόλου των πιο αντιδραστικών σχεδιασμών. Οι σαρωτικές αλλαγές στην εκπαίδευση, στην εργασία, στο ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, στο χτύπημα των σωματείων και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων αποδεικνύουν ακριβώς αυτό.
Η συνέχιση αυτής της πολιτικής για τον ελληνικό λαό επιφυλάσσει μόνο lockdown, εκατόμβες, αντιδημοκρατικές απαγορεύσεις και οικονομική καταστροφή. Γι’ αυτό επιμένουμε να λέμε ότι ο αγώνας για την ανατροπή της δεν είναι υπόθεση του μέλλοντος, αλλά επιτακτική ανάγκη του παρόντος.
Να ανοίξουν τα σχολεία τώρα!
Μέχρι πριν λίγες ημέρες, τα κυβερνητικά στελέχη βεβαίωναν ότι δεν θα γίνει γενικό lockdown και ότι σε κάθε περίπτωση τα σχολεία θα κλείσουν τελευταία. Από το καλοκαίρι η Κεραμέως, αγνοώντας τις δίκαιες αγωνίες και τις προτάσεις του εκπαιδευτικού κόσμου, περιφέρεται στα κανάλια και διαφημίζει την ετοιμότητα και την ασφάλεια των σχολείων, όταν δεν κατάφερε να προμηθεύσει μαθητές και εκπαιδευτικούς ούτε καν με μάσκες. Ακυρώνοντας κάθε επιστημονική θεώρηση και χλευάζοντας τα δίκαια αιτήματα εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών, άνοιξε τα σχολεία χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο πρόληψης και με τη διαβεβαίωση ότι «οι πολυπληθείς τάξεις είναι οι πιο ασφαλείς επιδημιολογικά χώροι». Τώρα πνιγμένη στις αντιφάσεις των μέτρων και των ανακοινώσεών της, η κυβέρνηση -χωρίς να λειτουργήσει ποτέ τα ΑΕΙ- σπεύδει να βάλει λουκέτο και στα σχολεία της δευτεροβάθμιας.
Οι επιπτώσεις της ανάλγητης πολιτικής τους στη μαθητική νεολαία είναι τεράστιες. Βυθίζουν τη νέα γενιά σε μορφωτικά, παιδαγωγικά και ψυχολογικά αδιέξοδα. Και πρέπει να λογοδοτήσουν για αυτό το έγκλημα. Μόνη λύση είναι η άμεση ικανοποίηση των αιτημάτων του εκπαιδευτικού κινήματος, για 15 μαθητές ανά τμήμα, προσλήψεις εκπαιδευτικών και καθαριστών/καθαριστριών, συνεχείς ελέγχους με δωρεάν τεστ στα σχολεία, ασφαλείς μετακινήσεις, αύξηση των κονδυλίων προς τις σχολικές επιτροπές.
Όποιο και αν είναι το κόστος, αφού μόνο έτσι εξασφαλίζεται η ασφαλής λειτουργία των σχολείων. Όλα τα άλλα κυβερνητικά «μέτρα» είναι και κρίθηκαν μυθεύματα. Κάθε μέρα που περνάει τα σχολεία μένουν κλειστά με αποκλειστικά δική τους ευθύνη.
Η «τηλεκπαίδευση» δεν είναι εκπαίδευση
Όσο και αν η Κεραμέως επιχειρεί από την έναρξη της πανδημίας να εμπεδώσει αυτό το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα, για παιδιά και εφήβους εκπαίδευση «εξ αποστάσεως» δεν υφίσταται. Όσο «διαλλακτικά» και αν ξεκίνησε, επιχειρεί τώρα να επιβάλει τη συνέχισή της υποχρεωτικά. Το υπουργείο, πίσω από τα δάκρυά του για τους μαθητές (τους οποίους πριν λίγο καιρό αντιμετώπισε με ΜΑΤ, χημικά, εισαγγελείς και «αγανακτισμένους»), επιχειρεί να κρύψει τους ομολογημένους (καταστολή καταλήψεων) και ανομολόγητους στόχους της «τηλεκπαίδευσης». Οι μαθητές όμως δεν είναι στελέχη πολυεθνικών και ο ρόλος του δημόσιου σχολείου δεν χωράει στο φροντιστηριακό τεχνοκρατισμό της «τηλεκπαίδευσης». Η «τηλεκπαίδευση» απορρίπτει τους μεγάλους διδακτικούς σκοπούς και τους παιδαγωγικούς στόχους της α/βάθμιας και β/βάθμιας εκπαίδευσης, δημιουργεί τεράστια μαθησιακά κενά στα παιδιά από τα λαϊκά στρώματα, εντείνει τις ανισότητες και τελικά μετατρέπεται σε ένα ακόμα πιο ισχυρό ταξικό φίλτρο. Επιπρόσθετα -όσο και αν η Κεραμέως υποκρίνεται ότι το αγνοεί- σε καμία περίπτωση η πρόσβαση στο διαδίκτυο, οι υλικές και τεχνικές προϋποθέσεις για μαθητές και εκπαιδευτικούς δεν είναι δεδομένες. Γι’ αυτό και πρέπει να αποκλειστεί κάθε υποχρεωτικός χαρακτήρας ενός τέτοιου μέτρου. Η με βίαιο τρόπο μεταφορά ενός τέτοιου κόστους σε γονείς και εκπαιδευτικούς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί έχουν χρέος να αρνηθούν την υποχρεωτικότητα των διατάξεων της τηλεκπαίδευσης και είναι υπόθεση των συλλόγων και των εκπαιδευτικών να κρίνουν και να αποφασίσουν τα μέσα και τις διαδικασίες με τις οποίες θα διατηρήσουν την επικοινωνία για την εκπαιδευτική, παιδαγωγική και ανθρώπινη επαφή με τους μαθητές τους, που βεβαίως είναι απαραίτητη.
Ο ρεφορμισμός στην υπηρεσία του κυβερνητικού συνδικαλισμού!
Μπροστά στο 2ο κλείσιμο των σχολείων και τη βαρυχειμωνιά που πέφτει πάνω από τη Δημόσια Εκπαίδευση, οι δυνάμεις των ΔΑΚΕ – ΣΥΝΕΚ – ΠΕΚ και ΠΑΜΕ επέστρεψαν στη θαλπωρή της “ομοψυχίας” απέναντι στην πανδημία. Πολύ γρήγορα ξέχασαν το κεντρικό αίτημα του εκπαιδευτικού κινήματος για ανοιχτά και ασφαλή σχολεία, όσο κι αν διακηρυκτικά εξακολουθούν να το λένε. Αξιοποιώντας την κατάρρευση των συστημάτων και το φιάσκο της “τηλεκπαίδευσης” των πρώτων ημερών, προστρέχουν ξανά στη γραμμή του περασμένου Μάρτη κάνοντας “εποικοδομητικές” προτάσεις για να λειάνουν τις οξείες πλευρές της. Το δίδυμο μάλιστα ΣΥΝΕΚ – ΔΑΚΕ, αξιοποιεί το ΠΑΜΕ ως χρήσιμη εφεδρεία και αντλεί προτάσεις και αιτηματολογία από τα κατεβατά των ανακοινώσεών του. Στην πραγματικότητα υποτάσσονται στο νέο κυβερνητικό lockdown και επιχειρούν να σύρουν τον κλάδο των εκπαιδευτικών στα απόνερα της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής.
Το επόμενο διάστημα είναι κρίσιμο. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει άμεσα να απαιτήσουν την επαναλειτουργία των σχολείων με όρους υγειονομικά ασφαλείς. Να καλέσουν επιτακτικά την ΟΛΜΕ και τις ΕΛΜΕ να πουν ένα καθαρό όχι στην «τηλεκπαίδευση» του υπουργείου και να πάρουν μέτρα άρσης της υποχρεωτικότητάς της.
Να διεκδικήσουν αγωνιστικά:
Κατάργηση της ΠΝΠ για την «τηλεκπαίδευση»
Να κηρυχτεί από ΟΛΜΕ και ΑΔΕΔΥ απεργία-αποχή
Καμία καταχώρηση απουσιών – καμία δέσμευση για την ύλη με κλειστά σχολεία. Κατάργηση της τράπεζας θεμάτων και μείωση της ύλης, ειδικά στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα
Να ληφθούν αμέσως όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να ανοίξουν με ασφάλεια τα σχολεία!