Το Κυβερνητικό Νομοσχέδιο και η Αξιολόγηση
Από τον προσεχή Σεπτέμβριο θα ξεκινήσει η αξιολόγηση σχολικών μονάδων, όπως δήλωσε η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, στην «Καθημερινή» της Κυριακής. Παράλληλα η Υπουργός ανάλυσε τους τρεις πυλώνες της αξιολόγησης:
Ετήσιος προγραμματισμός εκπαιδευτικού έργου και σχεδιασμού δράσεων και ερευνητικών διαδικασιών
Εσωτερική αξιολόγηση, δηλαδή αυτοαξιολόγηση του σχολείου από το σύλλογο διδασκόντων
Εξωτερική αξιολόγηση
Τα παραπάνω περιλαμβάνονται και στο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, με τίτλο «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις». Συγκεκριμένα με το άρθρο 34 προστίθεται άρθρο 47Α στον ν. 4547/2018, με το οποίο ρυθμίζονται τα σχετικά με την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων αναφορικά με το εκπαιδευτικό έργο τους, δηλαδή τη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης κάθε σχολικής μονάδας, ως διοικητικής και ως εκπαιδευτικής δομής.
Με το άρθρο 35 του Νομοσχεδίου προστίθεται άρθρο 47Β στο ν. 4547/2018, με το οποίο ρυθμίζεται ο θεσμός της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό έργο τους, ο οποίος και επεκτείνεται με τη συμμετοχή σε αυτήν, αμέσως ή εμμέσως, των ΠΕ.Κ.Ε.Σ. και του Ι.Ε.Π. και της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.
Με το άρθρο 37 προβλέπεται ότι κάθε σχολική μονάδα οφείλει, ήδη από το σχολικό έτος 2020-2021, να έχει εγκεκριμένο εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, στον οποίο αναφέρονται τα θέματα σχετικά με την λειτουργία της.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να κάνουμε τρεις βασικές επισημάνσεις:
Α. Η προώθηση της αξιολόγησης εκπαιδευτικών και της αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων είναι μια από τις βασικές προτεραιότητες της τελευταίας έκθεσης του ΟΟΣΑ καθώς εκτιμάται ως αναντικατάστατο εργαλείο για την αυτονομία της σχολικής μονάδας και τη λειτουργία της με όρους επιχείρησης. Παράλληλα, οι προσπάθειες για τη «νέα αξιολόγηση», την «αυτοαξιολόγηση», αποτελούν τον πυρήνα χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία φαίνεται να δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον νέο τρόπο αξιολόγησης που σε σχέση με τον παραδοσιακό έχει ένα σημαντικό πολιτικό όφελος: καθώς παρουσιάζεται με προκάλυψη μοντέρνα και αθώα, αφοπλίζει την κριτική των εκπαιδευτικών στην παραδοσιακή αξιολόγηση, ενώ την ίδια ώρα ανοίγει το δρόμο για τη σταδιακή εφαρμογή του νεοεπιθεωρητισμού.
Β. Οι παραπάνω διατάξεις του νομοσχεδίου εμπεδώνουν ακόμη περισσότερο την ιεραρχία, τον διοικητισμό και τον τεχνοκρατισμό που ήδη περιέχονταν στο ν. 4547/2018, με μια σειρά από ιεραρχικά διαμορφωμένα διοικητικά όργανα με στόχο την επιτήρηση και τον πειθαρχικό έλεγχο των συλλόγων διδασκόντων και κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού. Ενα πανοπτικό μοντέλο που όλοι ελέγχουν όλους μέσα από άκρως ιεραρχικές και εξουσιαστικές σχέσεις.
Γ. Παρά τους ευφημισμούς και τις αγιογραφικές διακηρύξεις του Υπουργείου Παιδείας για την αυτοαξιολόγηση, η τελευταία όχι μόνο δεν είναι “αθώα”, αλλά συνδέεται άρρηκτα με την αξιολόγηση. Όπου και αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δυο “αθώες” έννοιες, συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα αξιολόγησης που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής-μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων. Να θυμίσουμε, στο σημείο αυτό, ότι ο διορισμένος πρόεδρος του ΙΕΠ (που δεν κρύβει λόγια) πριν από λίγο καιρό εισηγήθηκε: α. Θέσπιση της αυτοαξιολόγησης και εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, β. Ατομική τιμωρητική αξιολόγηση με ποσοστώσεις για τους εκπαιδευτικούς, γ. Νέο νόμο για την επιλογή των στελεχών της εκπαίδευσης με αποκλεισμό των συνδικαλιστών από τη διαδικασία επιλογής και δ. Επαναφορά του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων, με αυξημένη εποπτική και αξιολογική δικαιοδοσία.
Επιχειρείται, λοιπόν, για μια ακόμη φορά, η έναρξη της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας μέσα από το λεγόμενο «προγραμματισμό και την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου». Η διαδικασία αυτή προβλέπεται από το νόμο 4547/18 (άρθρα 47, 48) ότι θα γίνεται στη βάση θεματικών αξόνων, με ειδική φόρμα και δείκτες.
Να το πούμε καθαρά: η λεγόμενη αυτοαξιολόγηση θα αρχίσει με απογείωση της γραφειοκρατικής δουλειάς του εκπαιδευτικού (συμπλήρωση εντύπων, φορμών με δείκτες, τυποποιημένες απανωτές συνεδριάσεις συλλόγων κλπ) και θα καταλήξει στη χειραγώγηση, στον επιθεωρητισμό και στην απόλυση. Και αυτά δεν αποτελούν «μελλοντολογία» αλλά διαπιστώσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας σε χώρες όπου υπάρχει η αυτοαξιολόγηση, καθώς είναι γνωστό ότι η αυτοαξιολόγηση είναι ο «πρόλογος» του επιθεωρητισμού.
Στο νέο πλαίσιο, Σχολικό Συμβούλιο, Σύλλογος γονέων, εκπρόσωποι των Δήμων, ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης, ΙΕΠ, Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε., Υπουργείο επιτηρούν και ελέγχουν το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί λογοδοτούν για το επίπεδο συμμόρφωσής τους στην αντιδραστική αλλαγή της εκπαίδευσης. Καταρρίπτεται κάθε ψευδαίσθηση ότι ο προγραμματισμός κάθε σχολικής μονάδας και η τελική έκθεση ανατροφοδοτικής αποτίμησης είναι υπόθεση του συλλόγου διδασκόντων, αφού θα καθορίζονται κεντρικά. Στην κατάρτιση του εκπαιδευτικού σχεδίου/προγραμματισμού κάθε σχολείου και τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αυτοαξιολόγησης εμπλέκεται και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ενώ κάθε Περιφερειακό Κέντρο Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ) θα είναι υπεύθυνο για τη σύνταξη συνολικής έκθεσης της περιφέρειας ευθύνης. Έτσι παίρνει σάρκα και οστά ο ν.3848 της Α. Διαμαντοπούλου σε ένα μοντέλο περιφερειακής και ταξικής κατηγοριοποίησης των σχολείων.
Όλα τα παραπάνω συγκροτούν τους όρους μιας διαδικασίας που καμία σχέση δεν έχει με εσωτερικές και ανατροφοδοτικές συλλογικές παιδαγωγικές λειτουργίες. Αντίθετα, αυτή διαμορφώνει μια δυναμική κωδικοποίησης, συγκρισιμότητας, διαφοροποίησης, κατάταξης και ανταγωνισμού των σχολικών μονάδων, που θα πάρει σαφέστερα χαρακτηριστικά με την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων που θα ορίσουν φόρμες και δείκτες αξιολόγησης. Αυτή η διαδικασία θα οδηγήσει και στην αξιολόγηση-κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών.
Ο προγραμματισμός των σχολείων θα καθορίζεται όχι με βάση την εκτίμηση του συλλόγου διδασκόντων για τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών, αλλά λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη τις αρχές της επιχειρησιακής διοίκησης, την προκαθορισμένη στοχοθεσία και τη διαρκή παρακολούθηση και επίτευξη του αρχικού σχεδίου δράσης από τα ΠΕΚΕΣ.