Η υπονόμευση του αγώνα των εκπαιδευτικών και το κλείσιμο της απεργίας – αποχής που επιβλήθηκε «άνωθεν», από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ(ΣΥΝΕΚ), της ΝΔ(ΔΑΚΕ) και του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ(ΠΕΚ-ΔΗΣΥ), άνοιξε το δρόμο στην ηγεσία του ΥΠΑΙΘ να επιδοθεί σε ένα νέο κρεσέντο αφόρητων πιέσεων στους εκπαιδευτικούς. Εδώ και τρεις εβδομάδες η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ στέλνει απανωτά φιρμάνια στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς απαιτώντας να υλοποιήσουν μέχρι κεραίας όσα προβλέπει η αξιολόγηση. Κουνούν το δάχτυλο στον κλάδο απαιτώντας την πλήρη υποταγή του στις νόρμες της αξιολόγησης και της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής. Κραδαίνουν παράλληλα τις απειλές για πειθαρχικές κυρώσεις, συντηρώντας έτσι το κλίμα του φόβου στα σχολεία.
Παρά τις εντεινόμενες κυβερνητικές πιέσεις, η οργή και η αγανάκτηση των εκπαιδευτικών ξεχειλίζει. Στη μεγάλη πλειονότητα των σχολείων και των συλλόγων διδασκόντων εξακολουθεί να εκφράζεται η έντονη δυσαρέσκεια των εκπαιδευτικών απέναντι στην αξιολόγηση. Αυτή η δυσαρέσκεια και η διάθεση αντίστασης στην εφαρμογή της αξιολόγησης πρέπει να βρει αγωνιστική διέξοδο, κόντρα στην αδράνεια και την υποταγή που επέβαλαν οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις στην ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ.
Θυμίζουμε ότι οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ – ΚΙΝΑΛ στάθηκαν εχθρικά και υπονόμευσαν την συνέχιση της απεργίας – αποχής αξιοποιώντας μάλιστα την απόφαση του δικαστηρίου που την έκρινε παράνομη. Με τη στάση τους απέδειξαν έμπρακτα ότι ούτε μπορούν αλλά ούτε και θέλουν να αντιπαρατεθούν αγωνιστικά απέναντι στην αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης. Επιβεβαίωσαν επίσης για μια ακόμα φορά ότι στηρίζουν την κυβερνητική πολιτική, αφού άλλωστε οι θέσεις τους για την αξιολόγηση συγκλίνουν με τα εφαρμοζόμενα μέτρα, με μικρές παραλλαγές. Είναι φανερό πως οι φιλοκυβερνητικές συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΝΔ αλλά και του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δεν θέλουν να βαθύνει η αντιπαράθεση των εκπαιδευτικών με την κυβέρνηση και την πολιτική της. Από την άλλη μεριά οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ κουβαλούν στις χειραποσκευές τους την «άλλη αξιολόγηση» την οποία επιχειρούν να νομιμοποιήσουν στη συνείδηση του κλάδου. Γνωρίζουν πολύ καλά πως η συνέχιση της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση στο πεδίο της αξιολόγησης καθιστά πιο δύσκολο το έργο του ΣΥΡΙΖΑ να αποσπάσει τη συναίνεση του κλάδου.
Γι’ αυτό και μετατρέπονται τώρα σε θιασώτες μιας νέας φάρσας στις πλάτες των εκπαιδευτικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Γίνονται κήρυκες των «ενιαίων κειμένων» και της «φασόν» αξιολόγησης, με το επιχείρημα πως με αυτό τον «ανώδυνο» τρόπο θα σαμποτάρει ο κλάδος την αξιολόγηση της Κεραμέως. Όμως αυτή η πρόταση κρύβει την ευθυγράμμιση των εκπαιδευτικών -μάλιστα με τη συναίνεσή τους- στις νόρμες και στις φόρμες της αξιολόγησης. Πρόκειται για μια νέα αυταπάτη που σκορπά τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προσπαθεί να εμφανιστεί ως ο εγγυητής της «αγωνιστικής ενότητας» του κλάδου! Η δύναμη δηλαδή που πρωταγωνίστησε στο ξεπούλημα της απεργίας – αποχής και μετατράπηκε ανοιχτά σε κυβερνητικό φερέφωνο αναπαράγοντας όλη την τρομοκρατική επιχειρηματολογία περί κυρώσεων, έχει το θράσος τώρα να εμφανίζεται ως εγγυήτρια των αγώνων και της ενότητας.
Διγλωσσία και καιροσκοπισμός χαρακτηρίζουν και τη στάση του ΠΑΜΕ. Από τη μια μεριά στη μεν α/βάθμια εκπαίδευση, που ως χθες τηρούσαν τάχα ανυποχώρητη στάση συνέχισης της απεργίας – αποχής, τώρα στα πρωτοβάθμια σωματεία (ΣΕΠΕ) αλλάζουν όπως – όπως τη θέση τους και τάσσονται υπέρ των περίφημων «ενιαίων κειμένων». Στη δε β/βάθμια εκπαίδευση έχουν στην πραγματικότητα εγκλωβιστεί στη γραμμή τής απεργίας – αποχής κάτω από την πίεση που ασκεί η ανυποχώρητη στάση του ταξικού ρεύματος των Παρεμβάσεων, το οποίο παρά το ξεπούλημα του αγώνα και την αδράνεια της ΟΛΜΕ, επιμένει στη συνέχιση της απεργίας – αποχής. Για μια ακόμα φορά οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ σέρνονται πίσω από τις εξελίξεις και τις διαθέσεις του κλάδου θυμίζοντας με τη στάση τους πως «θέλει το δένδρο να ησυχάσει μα ο άνεμος δεν το αφήνει».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι σε εξέλιξη μια σημαντική αγωνιστική πρωτοβουλία. Πολλές ΕΛΜΕ και ΣΕΠΕ προχωρούν σε συντονισμό της δράσης τους σε αγωνιστική κατεύθυνση, σπάζοντας το κλίμα της αφωνίας, της αδράνειας και της υποταγής που επέβαλαν οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις στις ηγεσίες των ΟΛΜΕ – ΔΟΕ. Μέσα από τις συλλογικές τους διαδικασίες διατράνωσαν τη θέλησή τους να συνεχιστεί ο αγώνας και η απεργία – αποχή ενάντια στην αξιολόγηση.
Κομβικό ρόλο σε αυτή την αγωνιστική πρωτοβουλία που αναπτύσσεται, έπαιξε και η συγκέντρωση δεκάδων υπογραφών από ΕΛΜΕ (36 σε σύνολο 86) οι οποίες επικαλούμενες το καταστατικό της ΟΛΜΕ, απαιτούν την πραγματοποίηση έκτακτων Γενικών Συνελεύσεων και Ολομέλειας των προέδρων για τη συνέχιση του αγώνα. Η πίεση αυτή οδήγησε τελικά την ΟΛΜΕ στην απόφαση να προχωρήσει σε νέες Γενικές Συνελεύσεις και Ολομέλεια στις 27/11, παρά την πεισματική άρνηση της πλειοψηφίας των συνδικαλιστικών δυνάμεων ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.
Παράλληλα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό πως μια σημαντική μερίδα πρωτοβάθμιων εκπαιδευτικών σωματείων (ΕΛΜΕ και ΣΕΠΕ), έπειτα από μια μακρά περίοδο συνδικαλιστικής αδράνειας, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην πραγματοποίηση αρχαιρεσιών. Σπάζουν έτσι στην πράξη το συνδικαλιστικό lockdown που επέβαλε τόσο η κυβέρνηση με τις απανωτές παρατάσεις στη θητεία των ΔΣ, όσο και η πλειονότητα των συνδικαλιστικών παρατάξεων.
Στο διάστημα που ξανοίγεται και μπροστά στις νέες Γενικές Συνελεύσεις είναι επιτακτικά αναγκαίο να υπάρχει μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών και να εκφραστεί δυναμικά η διάθεση και η θέληση να πάρει σάρκα και οστά η απεργία – αποχή, να συνεχιστεί ο αγώνας τόσο ενάντια στην αξιολόγηση όσο και στο σύνολο της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης. Η Ολομέλεια των Προέδρων της ΟΛΜΕ μπορεί και πρέπει να αποτελέσει αφετηρία νέων αγωνιστικών κινητοποιήσεων και να συμβάλει στη διαμόρφωση ξανά ενός ενιαίου πανεκπαιδευτικού μετώπου μαζί με την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κόντρα στη γραμμή της συνθηκολόγησης και της υποταγής.