Η εξάπλωση του κορονοϊού, οι κίνδυνοι που εγκυμονούνται από το φαινόμενο αυτό αλλά και τα καταιγιστικά μέτρα που λαμβάνει μέρα με τη μέρα η κυβέρνηση επιδεινώνουν καθημερινά το κοινωνικό κλίμα. Όλα τα μέτρα πρόληψης που λαμβάνει η κυβέρνηση έχουν ως κοινό υπόβαθρό τους την πολιτική των απαγορεύσεων και επενδύονται ιδεολογικά αλλά και προπαγανδιστικά με το δόγμα του καθεστώτος της “έκτακτης ανάγκης”. Από τα πρώτα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση ήταν το καθολικό λουκέτο σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των μορφών και όλων των βαθμίδων. Και επειδή οι λέξεις έχουν τη σημασία τους, πρέπει να τονίσουμε πως η επιλογή του όρου “απαγόρευση”, που προσδιορίζει την αναστολή της λειτουργίας των σχολείων, πανεπιστημίων, φροντιστηρίων, κλπ, σε αντιδιαστολή μάλιστα με αυτό που ισχύει για τις εκκλησίες, δηλώνει με σαφήνεια το κατασταλτικό περιεχόμενο των μέτρων και μάλιστα στο όνομα της πρόληψης.
Λίγες ημέρες αργότερα η κυβέρνηση, και πιο συγκεκριμένα η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, επανέρχεται και με περίσσια υποκρισία ανακοινώνει πως ξεκινούν τα εξ αποστάσεως μαθήματα στους μαθητές όλης της χώρας. Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, τα μαθήματα αυτά δεν έχουν σκοπό να αναπληρώσουν τη διδακτέα ύλη και πως στόχος του υπουργείου είναι οι μαθητές να διατηρήσουν την επαφή με την εκπαιδευτική διαδικασία και μάλιστα σε εθελοντική βάση, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν. Μάλιστα, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έσπευσε να κλείσει συμφωνία με γνωστό πολυεθνικό κολοσσό στον τομέα της πληροφορικής για την αγορά της ηλεκτρονικής πλατφόρμας με το… αζημίωτο πάντα.
Η ανακοίνωση αυτή έρχεται μόλις λίγες ημέρες έπειτα από το καθολικό κλείσιμο των σχολείων και ενώ έχει προηγηθεί η ντιρεκτίβα προς τους διευθυντές και υποδιευθυντές όλων των σχολείων πως πρέπει καθημερινά να παραβρίσκονται στις θέσεις τους! Την επομένη της εξαγγελίας ακολούθησαν σειρά από υπουργικές οδηγίες για τον τρόπο εφαρμογής και υλοποίησης αυτού του – κατά τα άλλα – φιλόδοξου κυβερνητικού σχεδίου που είναι μνημείο σολομωνικής και προχειρότητας. Ανάμεσα στις προχειρογραμμένες οδηγίες, για τις οποίες είναι εξόφθαλμη η πίεση που ασκήθηκε από ανώτερα στελέχη του υπουργείου Παιδείας ώστε να γραφούν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, οι διευθυντές και οι εκπαιδευτικοί της πληροφορικής καλούνται να δημιουργήσουν ομάδες τεχνικής υποστήριξης για εκπαιδευτικούς και μαθητές, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ούτε στο ελάχιστο η ιδιαιτερότητα και επικινδυνότητα της κατάστασης. Μέσα στο πρωτόγνωρο καθεστώς και το δυσμενές κοινωνικό κλίμα που δημιουργούν οι απαγορεύσεις της κυβέρνησης, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας εντείνει τις πιέσεις και τους εκβιασμούς προς τους εκπαιδευτικούς να παραβρίσκονται στα σχολεία ώστε να υλοποιήσουν άμεσα τη λεγόμενη εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Οι πιέσεις αυτές και οι έμμεσοι εκβιασμοί απειλούν και θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των εκπαιδευτικών, την ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση καλεί όλους να … “μείνουν σπίτι”.
Οι φανερές πτυχές του κυβερνητικού εμπαιγμού
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιδίδεται σε έναν αγώνα δρόμου για να πείσει την εκπαιδευτική κοινότητα και τους γονείς, πως αγωνιά τάχα για τις χαμένες διδακτικές ώρες λόγω κορονοϊού. Γιατί άραγε δεν επέδειξε την ίδια αγωνία για τις χιλιάδες χαμένες διδακτικές ώρες που υπάρχουν κάθε χρόνο σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, εξαιτίας των τεράστιων κενών σε εκπαιδευτικούς λόγω της γενικευμένης και παρατεταμένης αδιοριστίας; Αν τα κενά και οι ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό κάνουν σήμερα φανερή με τον πιο τραγικό τρόπο την κατάσταση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, άλλο τόσο έκδηλη είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζει η Δημόσια Εκπαίδευση εξαιτίας ακριβώς της ίδιας πολιτικής που καταδικάζει στη διάλυση τους πυλώνες του κοινωνικού κράτους (Υγεία – Παιδεία – Πρόνοια).
Τα επίσημα στοιχεία, όπως δημοσιεύονται από την ΕΛΣΤΑΤ, είναι ενδεικτικά. Στην ελληνική πραγματικότητα του 21ου αιώνα, το 22% των νοικοκυριών στερείται της πρόσβασης στο διαδίκτυο και στις νέες τεχνολογίες. Το ποσοστό αυτό μάλιστα ανεβαίνει ακόμα περισσότερο στις νησιωτικές περιοχές φτάνοντας στο 31%. Ένας από τους κύριους λόγους για την απουσία πρόσβασης, σύμφωνα πάντα με την ΕΛΣΤΑΤ, είναι το οικονομικό κόστος. Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας προσπερνά πολύ εύκολα αυτή την πραγματικότητα και εξαγγέλλει μαθήματα από απόσταση για όσους έχουν τη δυνατότητα. Αδιαφορεί πλήρως για τον ντε φάκτο αποκλεισμό μιας – διόλου αμελητέας – μερίδας των μαθητών από αυτή τη διαδικασία, εντείνοντας ακόμα περισσότερο τους ταξικούς φραγμούς στην εκπαίδευση.
Αν λοιπόν η πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες, ή καλύτερα η απουσία της, αποτελεί εμπόδιο για ένα σημαντικό τμήμα της νέας γενιάς, άλλο τόσο αυτό ισχύει και για μερίδα των εκπαιδευτικών. Εκεί τα εμπόδια και οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται, αν σε αυτά συνυπολογιστεί η απουσία έστω και στοιχειώδους κατάρτισης και εξοικείωσης των εκπαιδευτικών με αυτές τις μεθόδους και τις τεχνολογίες, ώστε να ανταποκριθούν με επάρκεια στο καθήκον που επιβάλλει μια τέτοια διαδικασία.
Αντί της πραγματικής και ουσιαστικής στήριξης εκπαιδευτικών και μαθητών, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιλέγει να εξειδικεύσει και να εφαρμόσει το κυβερνητικό δόγμα της “ατομικής ευθύνης”. Αποφασίζει να ρίξει το μπαλάκι των ευθυνών για την υλοποίηση του σχεδίου στους εκπαιδευτικούς για να τους χρεώσει την επομένη την όποια αποτυχία. Ταυτόχρονα βαφτίζει ως εθελοντική τη συμμετοχή μαθητών σε αυτή τη διαδικασία για να εξωραΐσει τους ταξικούς φραγμούς, που ενισχύονται από την αδυναμία πρόσβασης χιλιάδων νέων παιδιών στις νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο, την οποία ομολογούν και οι ίδιοι.
Και οι αθέατες πλευρές της πολιτικής αυτής
Στο έδαφος της εξελισσόμενης επιδημίας του ιού, η κυβερνητική πολιτική και τα μέτρα που τη συνοδεύουν έχουν αντιδραστικό περιεχόμενο, απειλούν τους εργαζόμενους, τα λαϊκά στρώματα και τα κεκτημένα τους, συγκαλύπτουν τους πραγματικούς υπαίτιους της κατάστασης που διαμορφώνεται. Είναι βέβαιο, πως τόσο τα κυβερνητικά επιτελεία όσο και οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου και της εργοδοσίας θα επιδιώξουν να αξιοποιήσουν τα μέτρα αυτά για να τα παγιώσουν την επόμενη μέρα στο έδαφος της οικονομικής κρίσης, που όλα δείχνουν πως θα ξεσπάσει.
Ο Γαβρόγλου, ως υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σε ανύποπτο χρόνο είχε τοποθετηθεί δημόσια για το ζήτημα των κενών στα σχολεία ιδιαίτερα των δυσπρόσιτων περιοχών, ανοίγοντας το δημόσιο διάλογο για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση ώστε να μην χάνονται διδακτικές ώρες. Πίσω από τις “αθώες” δηλώσεις κρύβονταν επιμελώς το απαράδεκτο καθεστώς της αδιοριστίας που κρατά πάνω από 10 ολόκληρα χρόνια και το οποίο δημιουργεί πιο δυσμενείς όρους στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών. Όσο ακραίο κι αν ακούγεται ένα τέτοιο σενάριο στις τωρινές συνθήκες, δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη για τις προθέσεις της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας. Στο όνομα του καθεστώτος της έκτακτης ανάγκης και των “εξαιρετικών συνθηκών” θα επιδιώξει να κάνει πράξη τις παλιότερες διακηρυγμένες θέσεις του Γαβρόγλου και του ΣΥΡΙΖΑ, για να ελαχιστοποιήσουν το κόστος από τους όποιους διορισμούς ή προσλήψεις εκπαιδευτικών.
Οι εξαγγελίες της Κεραμέως για τη λεγόμενη εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία και τη δια ζώσης διδασκαλία. Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων γνωρίζουν πολύ καλά το σύνθετο έργο που καλούνται να υλοποιήσουν μέσα στην τάξη απέναντι στους μαθητές. Μια πλευρά του έργου τους αναμφίβολα αποτελεί η διδασκαλία της ύλης του μαθήματος και όσα σχετίζονται με αυτή τη διαδικασία (παράδοση, εξέταση και αξιολόγηση μαθητών κλπ). Ταυτόχρονα όμως, οι εκπαιδευτικοί μέσα από τη διδασκαλία τους καλούνται να παίξουν ένα σημαντικό κοινωνικοποιητικό και ψυχοσυναισθηματικό ρόλο για τη νέα γενιά. Πλήθος επιστημονικών και γνωστικών αντικειμένων, από την διδακτική ως την ψυχολογία, συνθέτουν το περίπλοκο έργο της διδασκαλίας.
Το υπουργείο Παιδείας παραβλέπει όμως όλους αυτούς τους παράγοντες και τις παραμέτρους και ασχολείται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα με την ύλη των μαθημάτων. Οι πρωτόγνωρα δυσμενείς συνθήκες που διαμορφώνονται λόγω του κορονοϊού λειτουργούν προσθετικά στις – έτσι κι αλλιώς – κοινωνικές ανισότητες, που γεννούν η φτώχεια και η ανεργία και αναμφίβολα θα επηρεάσουν ακόμα πιο βαθιά τη νέα γενιά, η οποία υποχρεώνεται να ζει σε συνθήκες πρωτοφανούς περιορισμού και εγκλεισμού στερούμενη στοιχειωδών και βασικών αναγκών της. Επομένως, αν η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ενδιαφέρεται, όπως δημαγωγικά λέει, για τους μαθητές, θα όφειλε πρώτιστα να διαμορφώσει όρους και προϋποθέσεις για την ουσιαστική, ολόπλευρη και καθολική στήριξη των μαθητών. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι εκκωφαντική η σιωπή των λεγόμενων στελεχών της εκπαίδευσης και η ευθυγράμμισή τους με την κυβερνητική πολιτική. Συντονιστές εκπαιδευτικού έργου, στελέχη της εκπαίδευσης με διδακτορικούς τίτλους και περγαμηνές, τα περίφημα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ), το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ένα ολόκληρο πολυπλόκαμο δίκτυο δομών και “άριστων” γύρω από το υπουργείο Παιδείας, σιωπούν γύρω από τις ουσιαστικές ανάγκες των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Αντ’ αυτού και ως άλλοι “υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες”, επιλέγουν το δρόμο της πειθήνιας αναπαραγωγής και διεκπεραίωσης του κυβερνητικού έργου.
Και με τις πανελλαδικές τι θα γίνει;
Τα επιτελεία του υπουργείου Παιδείας σίγουρα έχουν στα συρτάρια τους εναλλακτικά σχέδια για τη διεξαγωγή των πανελλαδικών εξετάσεων. Άλλωστε, αποτελούν και τις “ιερές αγελάδες” της εκπαίδευσης και είναι βέβαιο πως το υπουργείο Παιδείας θα κάνει ό,τι μπορεί για να διασφαλίσει τη διεξαγωγή τους. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως από την επομένη κιόλας του λουκέτου στα σχολεία, οι σχολάρχες και οι φροντιστηριάρχες έσπευσαν όπως – όπως να ξεκινήσουν τα μαθήματα από απόσταση χωρίς να περιμένουν τις εξαγγελίες της Κεραμέως.
Ανεξάρτητα από την επιλογή του χρόνου διεξαγωγής των εξετάσεων, το υπουργείο Παιδείας οφείλει να προχωρήσει άμεσα σε δραστική μείωση του όγκου της ύλης των εξετάσεων, απαλλάσσοντας έτσι τους μαθητές από τον φόρτο αυτό και με δεδομένη την αβεβαιότητα για τη συνέχιση της σχολικής χρονιάς.
Εν κατακλείδι
Τα μέτρα που εξαγγέλλουν το υπουργείο και η κυβέρνηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επικοινωνιακή φούσκα, ένα ακόμα πυροτέχνημα για να συγκαλυφθούν τα τραγικά αδιέξοδα μιας καταστροφικής πολιτικής που αφήνει πίσω της τα αποκαΐδια στην Υγεία, την Παιδεία και την Πρόνοια. Την ώρα που επιβεβαιωμένα χιλιάδες μαθητές από φτωχές λαϊκές οικογένειες δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο και στις νέες τεχνολογίες, αποτελεί προκλητικό εμπαιγμό η εξαγγελία για εξ αποστάσεως διδασκαλία. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας οφείλει να πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ολόπλευρη ουσιαστική στήριξη των μαθητών και των οικογενειών τους και ιδιαίτερα των πιο φτωχών στρωμάτων. Να πάρει όλα τα αναγκαία έκτακτα μέτρα στήριξης του Δημόσιου Σχολείου για την ομαλή επαναλειτουργία του μετά το τέλος της επιδημίας, διασφαλίζοντας πως όλοι οι εκπαιδευτικοί, μόνιμοι και αναπληρωτές, θα βρίσκονται στις θέσεις τους. Να σταματήσουν οι διαρκείς πιέσεις προς τους εκπαιδευτικούς και τους διευθυντές να παραβρίσκονται στα σχολεία, θέτοντας σε απειλή την υγεία τους.