Τέλος στο παρατεταμένο συνδικαλιστικό lockdown έβαλαν τα πρώτα πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά σωματεία (ΕΛΜΕ–ΣΕΠΕ) πραγματοποιώντας τις τακτικές απολογιστικές συνελεύσεις και τις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των νέων ΔΣ. Τελευταία φορά που πραγματοποιήθηκαν εκλογές στα εκπαιδευτικά σωματεία ήταν τον Οκτώβρη – Δεκέμβρη το 2019, πριν δηλαδή από δύο ολόκληρα χρόνια. Τα γενικότερα περιοριστικά μέτρα, οι απαγορεύσεις καθώς και οι απανωτές παρατάσεις στη θητεία των ΔΣ που επέβαλε η κυβέρνηση της ΝΔ με επιχείρημα την πανδημία πάγωσε πρακτικά τις συλλογικές διαδικασίες, όχι μόνο στα εκπαιδευτικά σωματεία αλλά στο σύνολο των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Σε αυτό το πάγωμα και την αδράνεια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο κύρια οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΝΔ (ΔΑΚΕ), του ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΝΕΚ–ΕΡΑ) καθώς και του ΚΚΕ (ΠΑΜΕ) και του ΚΙΝΑΛ (ΠΕΚ–ΔΗΣΥ), οι οποίες με τη στάση τους επέτειναν το καθεστώς της αδράνειας. Για πολλούς μήνες οι δυνάμεις αυτές, είτε ανοιχτά ή πιο συγκαλυμμένα, επικαλούμενες τόσο τα περιοριστικά μέτρα της κυβέρνησης όσο και τάχα τον κίνδυνο διασποράς του κορονοϊού, έβαλαν κάθε είδους εμπόδια στην πραγματοποίηση των γενικών συνελεύσεων και των αρχαιρεσιών.
Ενδεικτικό αυτής της στάσης τους είναι το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα αρνούνται να πραγματοποιήσουν τα συνδικαλιστικά συνέδρια των δύο εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών (ΔΟΕ–ΟΛΜΕ) ως όφειλαν, μιας και οι θητείες των αντίστοιχων ΔΣ έχουν λήξει από τον Ιούλιο του 2021 και παίρνουν παρατάσεις ζωής πότε από το Χατζηδάκη και πότε από το Βορίδη. Αντί λοιπόν να πραγματοποιήσουν τα συνέδρια, επιλέγουν την αντιδημοκρατική οδό των Πρωτοδικείων και του διορισμού τους ως δοτές διοικήσεις ως το καλοκαίρι του 2022!
Παρά τη στάση, λοιπόν, των δυνάμεων αυτών, η αποφασιστική στάση του ρεύματος των Παρεμβάσεων, η επιμονή στη θέση πως πρέπει τα σωματεία να βγουν από το τέλμα, την αδράνεια, να συσπειρώσουν τους εκπαιδευτικούς και να ανασυγκροτηθούν άμεσα, ιδιαίτερα μπροστά στην αντισυνδικαλιστική επίθεση του ν. «Χατζηδάκη», έφερε θετικά αποτελέσματα. Ήδη σε αρκετές δεκάδες ΕΛΜΕ και ΣΕΠΕ τόσο του λεκανοπεδίου όσο και στην υπόλοιπη χώρα, πραγματοποιήθηκαν Γενικές Συνελεύσεις και εκλογές για την ανάδειξη των νέων Διοικητικών Συμβουλίων. Η κυβέρνηση έδειξε για μια ακόμα φορά τις εχθρικές της διαθέσεις απέναντι στα σωματεία, αφού για πρώτη φορά περιέκοψε τη συνδικαλιστική άδεια που ήταν κατακτημένο συνδικαλιστικό δικαίωμα εδώ και πολλές δεκαετίες.
Σε πείσμα, όμως, των καιρών οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν σε αρκετά πρωτοβάθμια σωματεία, ενώ τις επόμενες δύο εβδομάδες αλλά και με την έναρξη του νέου χρόνου αναμένεται να πραγματοποιηθούν σε ακόμα περισσότερα. Ακόμα και τώρα όμως, την ώρα που διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση και τα σωματεία επανεκκινούν το ένα μετά το άλλο, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, στα σωματεία που έχουν ευνοϊκούς -γι’ αυτούς- συσχετισμούς δυνάμεων, αρνούνται πεισματικά να προχωρήσουν σε αρχαιρεσίες, πράγμα που αντικειμενικά θα καταστήσει τα ΔΣ ως έκπτωτα μετά τις 31/12, οπότε και λήγει η τελευταία κυβερνητική παράταση. Αυτή η εξέλιξη οδηγεί σε αδιέξοδο και σε διάλυση τα σωματεία αυτά ή στην ακόμα χειρότερη και πιο επικίνδυνη οδό των Πρωτοδικείων, ακολουθώντας το απαράδεκτο παράδειγμα των ΔΣ των ΟΛΜΕ–ΔΟΕ. Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη όλες οι ΕΛΜΕ και οι ΣΕΠΕ να προχωρήσουν άμεσα στις αρχαιρεσίες τους, να ανασυγκροτηθούν βάζοντας τέλος στο παρατεταμένο συνδικαλιστικό λουκέτο.
Από τα αποτελέσματα των εκλογών που έχουν πραγματοποιηθεί καταγράφεται μείωση στη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις εκλογές, η οποία ως τώρα φτάνει περίπου το 20%. Η μείωση αυτή στη συμμετοχή οφείλεται στο γεγονός ότι εδώ και δύο χρόνια έχουν συνταξιοδοτηθεί αρκετές χιλιάδες εκπαιδευτικοί των δύο βαθμίδων, ενώ την ίδια ώρα τόσο οι αναπληρωτές που ήδη εργάζονται στα σχολεία όσο και οι νεοδιόριστοι της φετινής χρονιάς, έχουν χαμηλή σύνδεση και συμμετοχή στα σωματεία. Αυτό επισημαίνεται άλλωστε εδώ και καιρό, όπως και η αναγκαιότητα να έρθουν σε επαφή τα σωματεία με τους εκπαιδευτικούς αυτούς και να συνδεθούν στενά μαζί τους, να τους συσπειρώσουν στις τάξεις τους. Οι τελευταίες αρνητικές εξελίξεις και η υπονόμευση του αγώνα των εκπαιδευτικών ενάντια στην αξιολόγηση αναμφίβολα καλλιέργησε απογοήτευση σε ένα σημαντικό δυναμικό οδηγώντας το στην αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες. Τέλος η περικοπή της κατοχυρωμένης συνδικαλιστικής άδειας έβαλε επιπλέον εμπόδια στη συμμετοχή των εκπαιδευτικών ιδιαίτερα σε σωματεία της επαρχίας που πραγματοποιούν την τακτική Γενική Συνέλευση και τις εκλογές την ίδια μέρα.
Οι εκλογές ως τώρα καταγράφουν τον καταποντισμό των δυνάμεων της φιλοκυβερνητικής ΔΑΚΕ η οποία χρεώνεται το σύνολο της αντιεκπαιδευτικής -και όχι μόνο- πολιτικής της κυβέρνησης. Από την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας, τα απανωτά αντιλαϊκά μέτρα ως την αντιεκπαιδευτική πολιτική και την καταστολή με την οποία αντιμετώπισε η κυβέρνηση το εκπαιδευτικό κίνημα, η ΔΑΚΕ φέρει βαριά την ευθύνη γιατί αποτέλεσε το βασικό στήριγμα της κυβέρνησης.
Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ καταγράφουν ποσοστιαία άνοδο χωρίς όμως να ανατρέπουν τους συσχετισμούς στα νέα ΔΣ.
Στον αντίποδα, το ρεύμα των ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ, στο οποίο συμμετέχει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, καταγράφει σημαντική διεύρυνση των δυνάμεών του, αύξηση των ποσοστών. Σε ορισμένα μάλιστα σωματεία τα τοπικά σχήματα των Παρεμβάσεων κατορθώνουν να κατακτήσουν την πρωτιά. Πιστώνεται στο ταξικό ρεύμα των Παρεμβάσεων η αγωνιστική στάση απέναντι στην κυβερνητική πολιτική όλο αυτό το διάστημα της διετίας.
Το διάστημα που απομένει πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες να ενεργοποιηθούν όλα τα πρωτοβάθμια σωματεία, να πραγματοποιήσουν ζωντανά τις απολογιστικές τους Γενικές Συνελεύσεις και τις αρχαιρεσίες τους. Πρέπει να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η ταξική πτέρυγα και το ρεύμα των Παρεμβάσεων, να δυναμώσουν οι αγώνες ενάντια στην αντιεκπαιδευτική – αντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης και παράλληλα να περιφρουρηθούν τα σωματεία και τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα των εκπαιδευτικών.