Από τις αρχές Δεκεμβρίου έχει αναλάβει η νέα κυβέρνηση στο Μεξικό, με πρόεδρο τον Αντρές Μανουέλ Λόπεζ Ομπραντόρ, ο οποίος συνηθίζεται να αναφέρεται και ως ΑΜΛΟ. Πρόκειται για κυβέρνηση συνασπισμού δύο κομμάτων, του Κινήματος Εθνικής Αναγέννησης και του Εργατικού Κόμματος. Ο νέος πρόεδρος έχει αριστερό παρελθόν και παρουσιάζεται από τα κυρίαρχα μέσα ως αριστερός ριζοσπαστικός μεταρρυθμιστής.
Η αλήθεια είναι ότι, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την ενίσχυση ενός δεξιού – ακροδεξιού ρεύματος στη Λατινική Αμερική, η εκλογή Ομπραντόρ στο Μεξικό, αν και πρόκειται στην πραγματικότητα εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, συνιστά μια παραφωνία στο όλο σκηνικό. Στις πρώτες του ανακοινώσεις, ο νέος πρόεδρος εμφανίστηκε καθησυχαστικός προς όλες τις πλευρές, ειδικά προς εκείνες που φοβούνται ότι πρόκειται περί επαναστάτη, αλλά καλλιέργησε και μεγάλες προσδοκίες περί «τέταρτης μεταμόρφωσης» του Μεξικού. Οι προηγούμενες μεταμορφώσεις είναι η ανεξαρτητοποίηση του 1810, οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του Μπενίτο Χουάρεθ κατά το διάστημα 1854 – 1857 και η επανάσταση της περιόδου 1910 – 1920. «Θα διεξάγουμε μια ειρηνική μεταμόρφωση, συντεταγμένη, πρωτόγνωρη εώς και ριζοσπαστική» και «Οι αλλαγές θα είναι πρωτόγνωρες, αλλά θα εφαρμοστούν με αυστηρό σεβασμό στο υπάρχον νομικό πλαίσιο» δήλωσε ο Ομπραντόρ. Θύμησε έτσι σε κάποιο βαθμό πολιτικές δυνάμεις με ανάλογο ύφος στη Λατινική Αμερική, που κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και ανατράπηκαν, όπως το Κόμμα των Εργατών του φυλακισμένου Λούλα.
Ο Ομπραντόρ κατάφερε να αναδειχθεί πρόεδρος του Μεξικού στην τρίτη του απόπειρα, λόγω της γενικευμένης λαϊκής απέχθειας προς τις διεφθαρμένες δεξιές κυβερνήσεις, που κυβερνούσαν εδώ και σαράντα χρόνια περίπου. Αυτές όχι μόνο γενίκευσαν τη φτώχεια και την ανεργία, κάνοντας το Μεξικό χώρα εξαγωγής μεταναστών προς τις ΗΠΑ, αλλά αποδείχθηκαν και ανίκανες (και απρόθυμες) να αντιμετωπίσουν προβλήματα όπως η εξαπλωμένη βία των καρτέλ των ναρκωτικών, που ελέγχουν μεγάλες περιοχές και έχουν δημιουργήσει κατάσταση πρωτοφανούς ανασφάλειας. Αυτό έδειξε και η απαγωγή δεκάδων φοιτητών πριν μερικά χρόνια, οι οποίοι ακόμη αγνοούνται. Το Μεξικό είχε γίνει στόχος υποτιμητικών σχολίων από τις ΗΠΑ, που το χαρακτήριζαν «αποτυχημένο κράτος».
Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, είχε καταγγείλει την παρουσία του στρατού στις πόλεις, με αφορμή τον πόλεμο ενάντια στα καρτέλ. Μετά την εκλογή του όμως, και διαπιστώνοντας ότι δε μπορεί να βασιστεί στην αστυνομία, που είναι ανεκπαίδευτη και διεφθαρμένη, αποφασίστηκε η συνέχιση της χρήσης του στρατού. «Αναλύσαμε το πρόβλημα και διαπιστώσαμε ότι, έχουμε μόνο 40.000 ομοσπονδιακούς αστυνομικούς» και «Από την άλλη, είχαμε την επιλογή να αναζητήσουμε την υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων. Είχαμε αυτές τις δύο επιλογές και στην πολιτική έχεις πάντα να διαλέξεις μεταξύ άβολων επιλογών, οπότε αποφασίσαμε να βασιστούμε στις ένοπλες δυνάμεις». Ταυτόχρονα υποσχέθηκε ότι μέσω κοινωνικών προγραμμάτων, όπως εκπαιδευτικές υποτροφίες για τους νέους, θα καταπολεμήσει το πρόβλημα στη ρίζα του.
Υπακούοντας σε σχετικό δημοψήφισμα, πριν ακόμα αναλάβει, ανακοίνωσε τη ματαίωση της κατασκευής του νέου αεροδρομίου στην πρωτεύουσα, προκαλώντας φυσικά ανησυχίες σε αγορές και επενδυτές. Δήλωσε μάλιστα ότι η κυβέρνησή του συχνά θα συμβουλεύεται το λαό μέσω δημοψηφισμάτων. Οι ανησυχίες συνεχίστηκαν όταν γνωστοποιήθηκαν διάφορες νομοθετικές πρωτοβουλίες περιορισμού της κερδοσκοπίας των τραπεζών και της ιδιωτικής ασφάλισης. Η κυβέρνηση Ομπραντόρ προτίθεται να ελέγχει τις πετρελαϊκές συμβάσεις για διαφθορά, διαβεβαιώνει όμως ταυτόχρονα τους σχετικούς επενδυτές ότι δε θα υπάρξουν «απαλλοτριώσεις». «Η αυτονομία της Κεντρικής Τράπεζας του Μεξικού θα γίνει σεβαστή. Δεν θα ξοδεύουμε περισσότερα από ό,τι η κυβέρνηση εισπράττει σε φόρους και θα παράσχουμε ισχυρές διαβεβαιώσεις στους επενδυτές».
Η νέα κυβέρνηση βρίσκεται και αντιμέτωπη με το δράμα των μεταναστευτικών καραβανιών. Δέχεται πιέσεις από τη διοίκηση Τραμπ, προκειμένου να φιλοξενεί το Μεξικό τους αιτούντες άσυλο στις ΗΠΑ, αν και σχετική συμφωνία δεν έχει υπάρξει ακόμη. Προκειμένου να μειωθούν οι μεταναστευτικές ροές από την Κεντρική Αμερική, ο Ομπραντόρ φέρεται να έχει προτείνει κοινό επενδυτικό πλάνο ΗΠΑ, Μεξικού και Καναδά στις χώρες αυτές. Πρόκειται ασφαλώς για εύκολα λόγια με μόνη ουσία τον εξωραϊσμό του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Η νέα κυβέρνηση μιλάει για επιστροφή στην εξωτερική πολιτική της «μη επέμβασης», γνωστής και ως δόγμα Εστράντα, κατά το οποίο το Μεξικό δε θα παίρνει θέση αν μια κυβέρνηση άλλης χώρας της Λατινικής Αμερικής είναι νόμιμη ή όχι και δεν θα προβαίνει και σε σχετικές ενέργειες. Αυτό φυσικά δεν άρεσε ούτε στις ΗΠΑ ούτε στη δεξιά αντιπολίτευση πλέον, η οποία ήταν ταυτισμένη με την αμερικάνικη πολιτική για μια σειρά χώρες όπως οι Βενεζουέλα, Νικαράγουα και Κούβα.
Άλλωστε ο Ομπραντόρ δέχθηκε σφοδρή κριτική από τα δεξιά του, επειδή στην ορκομωσία του είχε, ανάμεσα σε άλλους, προσκεκλημένους τόσο τον Νίκολας Μαδούρο, όσο και τον Ντανιέλ Ορτέγκα, που θεωρούνται δικτάτορες από τους δεξιούς. Και εδώ ήταν καθησυχαστικός, απαντώντας ότι, στην τελετή ήταν προσκεκλημένοι όλοι οι αρχηγοί κρατών, ασχέτως ιδεολογίας, αναφερόμενος και πάλι στην πολιτική «μη επέμβασης».
Φαίνεται η νέα κυβέρνηση του Λόπεζ Ομπραντόρ να ισχυρίζεται ότι θα ασκήσει προοδευτική και φιλολαϊκή πολιτική σε όλα τα επίπεδα, αποφεύγοντας τις συγκρούσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, τηρώντας στάση ουδετερότητας και κατευνασμού και ελπίζοντας να την αφήσουν, ειδικά οι ΗΠΑ του Τραμπ, «στην ησυχία της». Τέτοιες επιδιώξεις και υποσχέσεις έχουν διαψευσθεί ξανά και ξανά με τραγικό τρόπο και η ιστορία της Λατινικής Αμερικής έχει πολλά τέτοια παραδείγματα, με το πιο πρόσφατο αυτό της Βραζιλίας όπου αποδείχθηκε πάλι ότι οι λαοί δεν έχουν άλλο δρόμο που να οδηγεί στην εκπλήρωση των μικρών ή μεγάλων στόχων, από τον μαζικό εξωκοινοβουλευτικό και αντιιμπεριαλιστικό αγώνα.