Προεκλογικά ο Τραμπ είχε πει, με μια ισχυρή δόση ψηφοθηρικής αμετροέπειας, πως θα τελειώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε «24 ώρες» ενώ μετεκλογικά, το επιτελείο του ανέβασε το χρονικό αυτό διάστημα σε «100 ημέρες». Δεδομένος είναι όμως ο διακηρυγμένος στόχος για «κλείσιμο», με κάποιο τρόπο, του ουκρανικού μετώπου καθώς ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός πλέει προς τον Ειρηνικό και την Κίνα.
Εδώ αρχίζουν και τα δύσκολα καθώς ο ρωσικός ιμπεριαλισμός βγαίνει νικητής από τον πόλεμο αυτό, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, με τη Δύση, που πυροδότησε και στήριξε τον ουκρανικό φασισμό, να μετράει τις πληγές της. Η Ουκρανία χάνει το 20% των εδαφών της και ρημάζεται από τον πόλεμο, ενώ χιλιάδες είναι οι ανθρώπινες απώλειες.

Τώρα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι το νέο προτεινόμενο αμερικανικό ειρηνευτικό σχέδιο έχει ορίζοντα το τέλος του 2025 και περιλαμβάνει τρία στάδια ακόμη και πιθανή αλλαγή ηγεσίας στην Ουκρανία…μέσω εκλογών. Συγκεκριμένα πληροφορίες του Reuters κάνουν λόγο για ένα σχέδιο που θα περιλαμβάνει αρχικά μια κατάπαυση του πυρός η οποία θα επιτρέψει τη διεξαγωγή εκλογών στην Ουκρανία ώστε ο νέος πρόεδρος να υπογράψει, στη συνέχεια, την τελική ειρηνευτική συμφωνία. Προϋπόθεση είναι να καταργηθεί το διάταγμα του Ζελένσκι, που υπέγραψε τον Οκτώβριο του 2022 και απαγορεύει κάθε διαπραγμάτευση με τη Μόσχα, όσο ο Πούτιν είναι στην εξουσία. Αν μάλιστα συγκριθεί με τη δήλωση του ειδικού απεσταλμένου του Τραμπ για την Ουκρανία στρατηγού ε.α. Κιθ Κέλογκ περί «100 ημέρών» μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Αμερικάνοι θέλουν να σταματήσουν την καυτή φάση του πολέμου ήδη από την άνοιξη και στη συνέχεια να πάνε σε διαπραγματεύσεις για τα βασικά ζητήματα.

Την εκλογική «νομιμοποίηση» του Ζελένσκι, του οποίου η θητεία έχει λήξει από τις 21 Μαΐου 2024, έχει θέσει ως προϋπόθεση και η Μόσχα με δηλώσεις του Ρώσου προέδρου. Αυτή είναι μια πρόφαση της Μόσχας η οποία θέλει να βγάλει απ’ τη μέση τo Κίεβο και να συζητήσει απευθείας με την Ουάσιγκτον τα βασικά ζητήματα που θέτει στο τραπέζι και υπερβαίνουν την Ουκρανία. Ζητήματα που αφορούν τη λεγόμενη ευρωπαϊκή ή ευρασιατική πολιτική ασφάλειας, ευρύτερα τις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις και τις σχέσεις με τη Δύση, την παρουσία του ΝΑΤΟ στα σύνορά της κλπ. Δηλαδή την αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας στο πλαίσιο του λεγόμενου «πολυπολικού» κόσμου.

Ο Τραμπ δηλώνει πως επιθυμεί να συνομιλήσει με τον Πούτιν, χωρίς να αποκαλύπτει τις ακριβείς προθέσεις και προτάσεις του. Σε ό,τι αφορά τους λακέδες του Κιέβου φαίνεται πως σκοπεύει να τους χρησιμοποιήσει μόνο ως μοχλό πίεσης, κατά το δοκούν, στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις με τον Ρώσο ομόλογό του και να τους καλέσει απλά να επικυρώσουν την όποια συμφωνία. Με τις κατά καιρούς δηλώσεις του ακολουθεί την τακτική της δημιουργικής «ασάφειας», καθώς πότε εμφανίζει το ζήτημα ως αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας, δηλαδή αυτό που πραγματικά είναι και πότε το υποβιβάζει ως ζήτημα που πρέπει να λυθεί μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται ως επιδιαιτητής σε μια σύγκρουση «τρίτων», θέλοντας να «κοντύνει» τις απαιτήσεις του Κρεμλίνου.

Σε αυτό το πνεύμα ο Κέλογκ κάλεσε Μόσχα και Κίεβο να ετοιμαστούν για «αμοιβαίους συμβιβασμούς», όταν την ίδια ώρα ο Τραμπ δήλωνε πως αναμένει να συνομιλήσει με τον Πούτιν και αναγνώριζε ότι «θα μπορούσε να καταλάβει» την αντίθεση της Μόσχας στο να έχει ένα κράτος μέλος του ΝΑΤΟ «ακριβώς στο κατώφλι της». Μια δήλωση που χαιρέτισε ο Ρώσος ΥΠΕΞ, Σ. Λαβρόφ, καθώς «για πρώτη φορά, όχι μόνο ένας δυτικός ηγέτης, αλλά ένας ηγέτης των ΗΠΑ – επομένως ο ηγέτης της ευρύτερης Δύσης – έκανε αυτή τη δήλωση (…) καθώς αναγνώρισε το πρόβλημα του ΝΑΤΟ ως κάτι που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι έτοιμες να συζητήσουν σοβαρά».

Έξω από το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης φαίνεται πως βρίσκονται και οι Ευρωπαίοι, σε επίπεδο ΕΕ, αν και θα πρέπει να υπάρχουν δίαυλοι με τις χώρες που έχουν διαφοροποιήσει τη στάση τους σχετικά με τις κυρώσεις στη Ρωσία. Όπως η Ουγγαρία του Όρμπαν, προνομιακός συνομιλητής του Τραμπ και του Πούτιν, η Σλοβακία του Φίτσο ή και η Ιταλίδα ακροδεξιά Μελόνι που ήταν καλεσμένη στην ορκωμοσία Τραμπ.
Η ΕΕ και ιδιαίτερα ο γερμανογαλλικός άξονας, αφού σύρθηκαν στον πόλεμο από την προηγούμενη κυβέρνηση Μπάιντεν και δέχθηκαν τις χειρότερες επιπτώσεις από τις κυρώσεις στην Ρωσία, βουλιάζουν τώρα στην πολιτική κρίση και βλέπουν την ακροδεξιά να φουντώνει. Ενώ έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να στηρίξουν την Ουκρανία, καλλιέργησαν ένα έντονα αντιρωσικό κλίμα στις κοινωνίες τους, προώθησαν την οικονομία πολέμου, τώρα βρίσκονται μπροστά στο ενδεχόμενο να τους αδειάσει ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου, σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα στην Ουκρανία. Σαν να μην έφτανε αυτό τους χρεώνει ότι είναι αυτοί που θέλουν τη συνέχιση του πολέμου, λειτουργώντας ως συνεχιστές της πολιτικής Μπάιντεν, ότι θα πρέπει να βάλουν ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη και να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ ακόμη και να στείλουν στρατό στην Ουκρανία για να επιτηρούν μια κατάπαυση του πυρός.
Οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται ότι ο Τραμπ, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, δεν έχει καμία διάθεση να αντιμετωπίσει την ΕΕ ως ισότιμο συνομιλητή, ενώ απεναντίας την αντιμετωπίζει ως πρόσκομμα σε οποιαδήποτε ειρηνευτική διαδικασία. Αυτό ξεκαθάρισε ο Τραμπ όταν δήλωσε επίσημα, το προηγούμενο σαββατοκύριακο, πως η κυβέρνησή του διεξάγει συνομιλίες με τη Ρωσία και την Ουκρανία και πως οι συνομιλίες αυτές «πάνε καλά».

Μια δήλωση που, αν και δεν την επιβεβαίωσε το Κρεμλίνο, προκάλεσε ηλεκτροσόκ στις Βρυξέλες και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αφού αντιλαμβάνονται όλοι ότι εξωθούνται από τη ρύθμιση του μεταπολεμικού σκηνικού. Αυτό επιβεβαίωσε εμμέσως και ο Κέλογκ σε συνέντευξή του όταν δήλωσε πως «ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο ο Πούτιν είναι διατεθειμένος να συζητήσει, αφού περιφρόνησε άλλους ηγέτες, είναι ο πρόεδρος Τραμπ».

Οι ΗΠΑ θέλουν να αρπάξουν τους ορυκτούς πόρους της Ουκρανίας

Ο Τραμπ παρά τις προεκλογικές του δηλώσεις δεν έχει σταματήσει την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο, αν και τη διέκοψε για λίγες μέρες, για να την επαναλάβει στη συνέχεια. Επιπλέον απαίτησε προνομιακή πρόσβαση σε πολύτιμες πρώτες ύλες και ιδίως σπάνιες γαίες της Ουκρανίας για τα αμερικανικά μονοπώλια. Μια κίνηση που ερμηνεύτηκε από τη Μόσχα πως ο Τραμπ δεν έχει σκοπό να παύσει τη στρατιωτική στήριξη στο Κίεβο απλά ζητά επιπλέον ανταλλάγματα γι’ αυτό. Μάλιστα η συγκεκριμένη απαίτηση είχε τεθεί ήδη από την προηγούμενη κυβέρνηση Μπάιντεν. Ο Ζελένσκι εμφανίστηκε θετικός με αντάλλαγμα «εγγυήσεις ασφαλείας» που περιλαμβάνουν μέχρι και πυρηνικά όπλα.
Ο έλεγχος των ορυκτών και άλλων πόρων της Ουκρανίας είναι κεντρικό σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των ιμπεριαλιστών. Η Washington Post, τον Αύγουστο του 2022, εκτιμούσε τα αποθέματα ορυκτών της Ουκρανίας σε 26 τρισ. δολάρια, από τα οποία σχεδόν τα μισά βρίσκονταν στις ως τότε υπό ρωσική κατοχή περιοχές της Ουκρανίας.
Η πρόταση αυτή του Τραμπ όξυνε ακόμη περισσότερο τις ήδη οξυμένες αμερικανο-ευρωπαϊκές σχέσεις, καθώς το Βερολίνο που διεκδικούσε και για τον εαυτό του τους ουκρανικούς ορυκτούς πόρους αντέδρασε έντονα. Ο απερχόμενος καγκελάριος Όλαφ Σολτς χαρακτήρισε ως «εγωιστική» και «εγωκεντρική» την αμερικανική απαίτηση.