Νέες απειλές Πομπέο κατά της Συρίας
Πριν περάσουν λίγες μέρες από την ανακοίνωση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Γκουτέρες, για τη συγκρότηση της 150μελούς Συριακής Συνταγματικής Επιτροπής, μια εξέλιξη που εντάσσεται στη λεγόμενη «πολιτική λύση» που θα τερματίσει τον πολυετή πόλεμο στη Συρία, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Πομπέο «ξέθαψε» μία «επίθεση με χημικά» στο χωριό Κάμπανα έξω από τη Λαττάκεια στις 19 του περασμένου Μάη, αποδίδοντάς την, όπως αναμενόταν, στο «συριακό καθεστώς του Προέδρου Ασαντ». Δεν παρέθεσε καμία απόδειξη, όπως άλλωστε συνηθίζει, για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του. Ο Πομπέο δεν παρέλειψε να εκτοξεύσει νέες απειλές σε βάρος της συριακής κυβέρνησης, διαμηνύοντας πως «η επίθεση δε θα μείνει αναπάντητη».
Οι αμερικανικές απειλές “εκτοξεύτηκαν”, ενώ η Ρωσία ανακοίνωσε εργασίες σημαντικής επέκτασης της αεροπορικής της βάσης στη Λαττάκεια, τονίζοντας ότι συνεχίζεται η ανακατασκευή του αεροδρομίου και αναπτύσσονται οι υποδομές ολόκληρης της αεροπορικής βάσης.
Από την άλλη, η Τουρκία εξακολουθεί να πιέζει για εξασφάλιση των δικών της συμφερόντων στη Βορειοανατολική Συρία, αφενός εξαπολύοντας συνεχώς απειλές για νέα χερσαία επέμβαση ανατολικά του ποταμού Ευφράτη και αφετέρου επιδιώκοντας την αμερικανική συμφωνία για τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας στα τουρκοσυριακά σύνορα. Ο Ερντογάν προειδοποίησε ότι θα μπορούσε ο τουρκικός στρατός να αναλάβει «μονομερή» βήματα, εάν οι ΗΠΑ δεν δημιουργήσουν τη «ζώνη ασφαλείας» στη βορειοανατολική Συρία έως το τέλος του Οκτώβρη. Πρόσθεσε πως η Τουρκία είναι «μαζί με τις ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ» και συνεχίζει «τη στρατηγική σχέση μαζί τους εδώ και πολλά χρόνια» αλλά όταν οι ΗΠΑ βρίσκονται σε μία περιοχή όπου δεν έχουν προσκληθεί, «δεν μπορούμε να αγνοούμε την υποστήριξη που δίνουν σε τρομοκρατικές δυνάμεις όπως το ΥPG και το PKK». Παρ’ όλα αυτά κατέληξε πως «δεν έχουμε καμία επιθυμία να έρθουμε αντιμέτωποι με τις ΗΠΑ».
Οι παλινωδίες και τα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν στο συριακό και όχι μόνο, έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα διευρυνόμενης αμφισβήτησης και τροφοδοτούν πολιτικές διεργασίες ακόμη και μέσα στο κόμμα του Ερντογάν. Το βάθος και την ένταση των συνεχιζόμενων ενδοαστικών διεργασιών αναδεικνύουν οι συνεχιζόμενες αποχωρήσεις ιδρυτικών στελεχών (Αχμέτ Νταβούτογλου, Αλί Μπαμπατζάν) από το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ, που την ίδια στιγμή ανακοινώνουν ότι θα προχωρήσουν και σε ίδρυση νέων πολιτικών δυνάμεων.
Οι εξελίξεις δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία», αφού εδώ και καιρό δυναμώνει μια συζήτηση για τις «αναπροσαρμογές» που χρειάζονται, ειδικά στην εξωτερική πολιτική της χώρας, αλλά και άλλους τομείς, όπως η οικονομία κ.τ.λ.
Ενδεικτική είναι και η πρωτοβουλία που ανέλαβε το μεγαλύτερο κόμμα της κεμαλικής αντιπολίτευσης, οργανώνοντας στην Κωνσταντινούπολη Διεθνή Διάσκεψη για τη Συρία. Μια πρωτοβουλία που εμφανίστηκε, ενώ η τουρκική άρχουσα τάξη οξύνει το παζάρι με «εταίρους» της, αφενός σε Ευρώπη, ΗΠΑ , αφετέρου και με Ρωσία, Ιράν.
Στη Διάσκεψη μεταξύ άλλων επισημάνθηκε ότι η Τουρκία πρέπει να αποκαταστήσει «άμεσα» τις σχέσεις της με την κυβέρνηση της Συρίας. Όπως ανέφερε ο ηγέτης του κόμματος, Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, «ο δρόμος μεταξύ της Άγκυρας και της Δαμασκού είναι ο κοντινότερος δρόμος που οδηγεί στην ειρήνη», ενώ αναφέρθηκε στην κοινή ιστορία και τους κοινούς πολιτιστικούς δεσμούς Τουρκίας – Συρίας, εκφράζοντας ελπίδα ότι θα αποκατασταθούν οι σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ των δύο χωρών. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, υπερασπίστηκε το δικαίωμα της Τουρκίας να «αντιμάχεται την τρομοκρατία» και εντός συριακού εδάφους, «προκειμένου να διαφυλάξει τη δική της ασφάλεια», αλλά και υποστηρίζοντας ότι η Άγκυρα πρέπει «με σεβασμό στην εδαφική ακεραιότητα της Συρίας» και «διαμορφώνοντας απευθείας σχέσεις με τη Δαμασκό» να συνεχίσει τον «αντιτρομοκρατικό αγώνα» της. Να σημειωθεί ότι ο Κιλιντσάρογλου επανέφερε και παλιότερη πρόταση του CHP για τη δημιουργία της «οργάνωσης για την Ειρήνη και τη Συνεργασία στη Μέση Ανατολή», με ιδρυτικά μέλη τις Τουρκία, Ιράν, Ιράκ και Συρία και στόχο την «επέκταση της ειρήνης από την περιοχή προς τον υπόλοιπο κόσμο».
Σε Ανακοινωθέν που μοιράστηκε όταν ολοκληρώθηκε η Διάσκεψη, αναφέρεται ότι «οι ρευστές και εύθραυστες συνθήκες στη Συρία διατηρούν τη δική μας χώρα σε θέση που θα μπορούσε να τη φέρει σε αντιπαράθεση με τους άλλους εμπλεκόμενους στην κρίση… Η διαρκής προσπάθεια ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας μας στη Συρία αντί για μείωση εκθέτει την Τουρκία σε πολλαπλές απειλές για την ασφάλειά της». Τονίστηκε επίσης ότι «η απόπειρα ενίσχυσης της διαπραγματευτικής της δύναμης με διεύρυνση της στρατιωτικής της παρουσίας, αποτελεί μια επικίνδυνη αυταπάτη». Ακόμα, το Ανακοινωθέν σημείωνε ότι η Άγκυρα πρέπει να σταματήσει να στηρίζει τις «οργανώσεις τζιχαντιστών και τις άλλες ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες που δρουν με διάφορα ονόματα στη Συρία».
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το CHP δραστηριοποιείται για τη διεθνή αναβάθμιση της Τουρκίας, σε μία περίοδο έντασης των διεθνών διεργασιών για το μέλλον της Συρίας, αλλά και των ενδοαστικών διεργασιών στο εσωτερικό της Τουρκίας, με ζητούμενο το πόσα περισσότερα μπορεί να κερδίσει ή να μη χάσει η άρχουσα τάξη από ευρύτερες γεωπολιτικές αναδιατάξεις που «τρέχουν».
Δεν είναι τυχαίος ο προβληματισμός για το αν τελικά ωφέλησε την Τουρκία η επιδείνωση των σχέσεών της με τη συριακή ηγεσία Άσαντ, αλλά και για το πώς η Άγκυρα θα «αποκαταστήσει» τις σχέσεις της με κρίσιμους «παίκτες» της περιοχής.