Με δικαστική απόφαση (ανάλογη με την αλήστου μνήμης -κατά παραγγελία από τα επιτελεία τής κατά τα λοιπά «ελεύθερης» και «δημοκρατικής» ΕΕ- απόφαση του ρουμάνικου συνταγματικού δικαστηρίου που ακύρωσε τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη βαλκανική χώρα γιατί …δεν ήταν αρεστά στο γερμανογαλλικό κοινοτικό διευθυντήριο), η γαλλική δικαιοσύνη έκρινε ένοχη τη Μαρί Λεπέν, φράζοντάς της τον δρόμο για τις προεδρικές εκλογές του 2027. Η Λεπέν καταδικάστηκε για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος ύψους 2,9 εκ. ευρώ, όπως και άλλοι 24 πρώην και νυν ευρωβουλευτές του κόμματός της, και συγκεκριμένα για εκμετάλλευση των εν λόγω ευρωπαϊκών κονδυλίων για τη μισθοδοσία κομματικών στελεχών. Στη δημοφιλή ακροδεξιά ηγέτιδα της «Εθνικής Συσπείρωσης» επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών εκ των οποίων τα 2 με περιοριστικούς όρους και «βραχιολάκι», πρόστιμο 100.000 ευρώ και στέρηση των πολιτικών της δικαιωμάτων για 5 χρόνια με άμεση ισχύ. Οι υπόλοιποι 24 κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν με 6 μήνες έως 4 έτη φυλάκιση με αναστολή. Στην «Εθνική Συσπείρωση» επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 2 εκ. ευρώ.
Να θυμίσουμε ότι η Μ. Λεπέν, της οποίας το ακροδεξιό μόρφωμα κατέλαβε την πρώτη θέση σε ψήφους στις βουλευτικές εκλογές το περασμένο καλοκαίρι, τοποθετείται μακράν στην πρώτη θέση στον πρώτο γύρο των προσεχών προεδρικών εκλογών στις δημοσκοπήσεις. Πρόκειται σαφώς για άλλη μια ωμή επέμβαση του διευθυντηρίου των Βρυξελλών στα εσωτερικά ενός κυρίαρχου κράτους και μάλιστα της δεύτερης μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης της ΕΕ, με προφανή στόχο να ψαλιδίσει τα φτερά της ευρωσκεπτικιστικής- φιλορωσικής-φιλοτραμπικής ακροδεξιάς. Η τελευταία αναδεικνύεται σε ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων, έχοντας ήδη αναλάβει κυβερνητικά πόστα σε μια σειρά χώρες. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους τα ακροδεξιά κόμματα γιγαντώθηκαν αξιοποιώντας δημαγωγικά τις ολέθριες συνέπειες που έχει για τις ευρωπαϊκές χώρες ο πόλεμος της Ουκρανίας, ο οποίος αποτέλεσε καταλύτη για την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης με πρωταίτια την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της φτώχειας, της ακρίβειας, των ιδιωτικοποιήσεων και της ανεργίας που επί δεκαετίες εφαρμόζουν τα κυρίαρχα κόμματα της δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας.
Στη συγκυρία ως γνωστόν η ευρωπαϊκή ακροδεξιά πατρονάρεται ανοιχτά εκτός από τον Πούτιν και από τον Τραμπ που επιδιώκει να αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο την ΕΕ προκειμένου να την ευθυγραμμίσει πλήρως με τις νέες γεωπολιτικές του προτεραιότητες. Η ακροδεξιά, που λιπαίνεται από την πολιτική των δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών κ.ά. «συστημικών» κομμάτων, δεν αντιμετωπίζεται με δικαστικούς και λοιπούς αποκλεισμούς εκ μέρους τους, αντίθετα έτσι ηρωοποιείται και εξαγνίζεται ακόμα περισσότερο στα μάτια των πλατιών εργατολαϊκών μαζών.
Απέναντι στην εξοντωτική-καταδικαστική απόφαση ξιφούλκησε η Λεπέν κάνοντας λόγο για «χειραγώγηση του συστήματος» αλλά και ο πρόεδρος της «Εθνικής Συσπείρωσης», Μπαρντελά, καυτηριάζοντας την τυραννία των δικαστών. Κατά τα λοιπά την αφειδώλευτη στήριξή τους προσέφεραν στη Λεπέν Ευρωπαίοι ακροδεξιοί ηγέτες, ο Πεσκόφ και φυσικά τα επιτελεία του Τραμπ. Ο Όρμπαν έγραψε: «είμαι Μαρίν», ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης, Σαλβίνι, χαρακτήρισε την καταδίκη Λεπέν «κήρυξη πολέμου…ένα άσχημο σενάριο που βλέπουμε και σε άλλες χώρες, όπως στη Ρουμανία». Από την πλευρά του ο Πεσκόφ έσπευσε να δηλώσει, προκαταβάλλοντας την κατά τα λοιπά «φωτογραφική» απόφαση των Βρυξελλών τα εξής: «Όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ακολουθούν το μονοπάτι της παραβίασης δημοκρατικών κανόνων». Τέλος ο λαλίστατος Τραμπ τόνισε: «Η Γαλλία φυλακίζει τη Λεπέν και την εμποδίζει να κατέβει στις προεδρικές εκλογές. Μήπως καλά τα έλεγε στο Μόναχο ο αντιπρόεδρος Βανς;». Τέλος ο Μασκ των ναζιστικών χαιρετισμών, σε ένα ρεσιτάλ απύθμενης δημαγωγίας και υποκρισίας, διαπιστώνει προκλητικά πως «όταν η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να κερδίσει με δημοκρατικές διαδικασίες, χρησιμοποιεί τη δικαιοσύνη για να φυλακίσει τους αντιφρονούντες».