Χρειάστηκαν να περάσουν είκοσι χρόνια λειτουργίας της διαβόητης φυλακής των ΗΠΑ στο Γκουαντάναμο της νοτιοανατολικής Κούβας, ώστε να επιτραπεί αυτοψία σε αυτήν από έξωθεν αξιωματούχο. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέτρεψε στην Ιρλανδή Φιονούλα Νι Ολάιν, καθηγήτρια νομικής στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα και στο πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ στη Βόρεια Ιρλανδία, να επισκεφτεί τη φυλακή τον περασμένο Φλεβάρη, με την ιδιότητα της ερευνήτριας και εισηγήτριας για τα ανθρώπινα δικαιώματα του ΟΗΕ. Τα συμπεράσματά της, που παρουσιάστηκαν την περασμένη Δευτέρα είναι αποκαλυπτικά, αν και αναμενόμενα:
«Παρατήρησα ότι μετά από δύο δεκαετίες κράτησης, τα βάσανα των κρατούμενων είναι βαθιά και διαρκή» και «Κάθε κρατούμενος που συνάντησα, ζει με εμμένοντα τραύματα που προκύπτουν από τις συστηματικές πρακτικές της έκδοσης, των βασανιστηρίων και της αυθαίρετης κράτησης».
Για όποιον δε θυμάται, το κολαστήριο του Γκουαντάναμο ήταν δημιούργημα της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους του νεότερου το 2002, στα πλαίσια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που είχε κηρύξει μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους το Σεπτέμβριο του 2001. Ο μέγιστος αριθμός κρατουμένων έφτασε τους 800, οι περισσότεροι εκ των οποίων αν δεν απήχθησαν κανονικά, εκδόθηκαν από άλλες υποτελείς στους Αμερικάνους χώρες, είτε από άλλες νόμιμες φυλακές, είτε και από «μαύρες τοποθεσίες», δηλαδή ανεπίσημες εγκαταστάσεις κράτησης και βασανιστηρίων που διατηρούν οι Αμερικάνοι σε άλλες χώρες. Οι περισσότεροι κρατήθηκαν αυθαίρετα για πολύ μεγάλο διάστημα, χωρίς να τους αποδοθούν κατηγορίες, κάτι που ισχύει και για τους 19 από τους 30 εναπομείναντες κρατούμενους σήμερα.
Αυτοί, σύμφωνα με την Νι Ολάιν, εμφανίζουν σημάδια «βαθιάς ψυχολογικής βλάβης και συντριβής, συμπεριλαμβανομένων της έντονης νευρικότητας, της ανημποριάς, της απελπισίας, του άγχους, της κατάθλιψης και της εξάρτησης», αποτέλεσμα της αδιάκοπης παρακολούθησης, της απομόνωσης, της βίαιης απομάκρυνσης από τα κελιά, της άδικης επιβολής περιορισμών, της ελλειμματικής πρόσβασης και επικοινωνίας με τις οικογένειές τους. Και συνεχίζει ακόμη πιο ανατριχιαστικά: «Ζουν σε ένα περιβάλλον κράτησης χωρίς δίκη για κάποιους και χωρίς απαγγελία κατηγορίας για κάποιους άλλους, επί 21 χρόνια, κάνοντας απεργίες πείνας και υφιστάμενοι αναγκαστική σίτιση, αυτοτραυματισμούς, αυτοκτονικές τάσεις και επιταχυνόμενη γήρανση».
Σύμφωνα με την ίδια, η αντίδραση πολλών από τους κρατούμενους όταν ήρθαν σε επαφή μαζί της ήταν «εγκάρδια», καθώς δεν είχαν δει άλλον άνθρωπο για 21 χρόνια, τουλάχιστο που δεν ήταν δικηγόρος ή δεν είχε σχέση με τη φυλακή. Εκτιμά πως πολλοί από αυτούς δεν απελευθερώνονται, όχι επειδή θεωρείται ότι συνιστούν κάποιον κίνδυνο, αλλά λόγω της απροθυμίας των αμερικάνικων αρχών να έρθουν αντιμέτωπες με τα αδικήματά τους. Πρόσθεσε ότι η περίθαλψη και οι υγειονομικές εγκαταστάσεις της φυλακής «δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν τα πολύπλοκα και επείγοντα ζητήματα ψυχικής και σωματικής υγείας των κρατουμένων», όπως εγκεφαλικές κακώσεις, μόνιμες αναπηρίες, χρόνιους πόνους, γαστρεντερικά και ουρολογικά προβλήματα και φυσικά ψυχικές διαταραχές.
Συνοψίζοντας είπε: «Το σύνολο όλων αυτών των πρακτικών και παραλείψεων […] ισοδυναμεί, κατά την εκτίμησή μου, με συνεχιζόμενη βάναυση, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση υπό το διεθνές δίκαιο» και κατέληξε: «Η αμερικάνικη κυβέρνηση πρέπει άμεσα να προχωρήσει σε νομική ικανοποίηση, σε απολογία και σε εγγυήσεις μη επανάληψης». Συνεχάρη δε την κυβέρνηση Μπάιντεν που επέτρεψε την αυτοψία.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση του Μπάιντεν θέλει να κλείσει το Γκουαντάναμο, ωστόσο δεν έχει ακόμη παρουσιάσει επίσημα ένα σχέδιο για κάτι τέτοιο. Δεν αποκλείεται και αυτή η «δημοκρατική ευαισθησία» της να μείνει στα λόγια.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, συχνά κατηγορεί τους ανταγωνιστές του, όπως την Κίνα και τη Ρωσία ή τις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες εισβάλλει, για απολυταρχισμό και έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι αποκαλύψεις της Νι Ολάιν αποτελούν άλλο ένα ξεσκέπασμα αυτής της υποκριτικής και ανακόλουθης συμπεριφοράς των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Το Γκουαντάναμο μπορεί να κλείσει, μπορεί και όχι. Θα ήταν αφέλεια ωστόσο να θεωρηθεί ότι οι ΗΠΑ δε θα συνεχίσουν να διατηρούν διάφορα παρόμοια κολαστήρια εντός και εκτός της επικράτειάς τους.