Το τηλεφώνημα Τραμπ – Πούτιν αποτύπωσε μια δραστική αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής για την Ουκρανία και επιτάχυνε την αναθέρμανση των διπλωματικών σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας, που ήταν στον πάγο τρία χρόνια από την κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά τάραξε συθέμελα και τις ευρωατλαντικές σχέσεις.
Ο MAGA (Make America Great Again) πρόεδρος των ΗΠΑ αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να αποκατασταθούν οι δίαυλοι επικοινωνίας της Ουάσιγκτον με τη Μόσχα, καθώς ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχει να αντιμετωπίσει πιο επείγοντα ζητήματα στον Ινδο-Ειρηνικό. Δεν έχει το περιθώριο να βαλτώνει σε ένα ανοιχτό πολεμικό μέτωπο στην ανατολική Ευρώπη με τη Ρωσία, το οποίο δεν πηγαίνει καθόλου καλά και που σαν μαύρη τρύπα καταπίνει δισεκατομμύρια δολάρια και στρατιωτικούς πόρους χρήσιμους για άλλα μέρη του πλανήτη όπου συγκρούεται με, τον κύριο ανταγωνιστή του, την Κίνα. Ακόμη και αν αυτή η γεωπολιτική μεταστροφή θα σημάνει βαθύ τραυματισμό των διατλαντικών σχέσεων.
Αυτό ξεκαθάρισε στους αποσβολωμένους Ευρωπαίους συμμάχους του ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, από την έδρα μάλιστα του ΝΑΤΟ. Εν είδει διαγγέλματος ανακοίνωσε πως η σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας «πρέπει να τελειώσει», ότι η επιστροφή στα σύνορα της Ουκρανίας πριν το 2014 είναι μη ρεαλιστική προοπτική και έβαλε τέλος στην προοπτική ένταξης του Κιέβου στο ΝΑΤΟ χαρακτηρίζοντάς την έναν «απατηλό» στόχο. Ακόμη είπε ότι οι ΗΠΑ δεν θα δώσουν πλέον προτεραιότητα στην ευρωπαϊκή και την ουκρανική ασφάλεια, καθώς η διοίκηση του Τραμπ μετατοπίζει την προσοχή της στη φύλαξη των συνόρων των ΗΠΑ και στην αντιμετώπιση της Κίνας που αποτελεί τη «μεγαλύτερη απειλή». «Είμαστε εδώ σήμερα για να δηλώσουμε ξεκάθαρα ότι οι στρατηγικές πραγματικότητες δεν επιτρέπουν στις ΗΠΑ να επικεντρώνονται πρωτίστως στην ασφάλεια της Ευρώπης», τόνισε ο Χέγκσεθ.
Κάλεσε τους Ευρωπαίους να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλεια της Ευρώπης και να συμμετάσχουν στις εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία που θα πρέπει να υποστηρίζονται από «ικανά ευρωπαϊκά και μη ευρωπαϊκά στρατεύματα», καθώς οι ΗΠΑ δεν έχουν σκοπό να εμπλακούν. Την ώρα που η Ρωσία απορρίπτει τη συμμετοχή δυνάμεων από χώρες του ΝΑΤΟ σε μια ειρηνευτική αποστολή, ο Χέγκσεθ ξεκαθάρισε πως τα όποια στρατεύματα, «θα πρέπει να αναπτυχθούν ως μέρος μιας μη ΝΑΤΟϊκής αποστολής και δεν θα πρέπει να καλύπτονται από το άρθρο 5», αναφερόμενος στη ρήτρα αμοιβαίας άμυνας της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας. Έκανε μάλιστα την πρόταση αυτή όταν ο Αμερικανός διαμεσολαβητής για την Ουκρανία, Κέλλογκ, απέκλειε, τουλάχιστον στην παρούσα φράση, τη συμμετοχή της ΕΕ από τις διαπραγματεύσεις. Τον αποκλεισμό της Ουκρανίας είχε ήδη προαναγγείλει ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ο Κέλλογκ απευθυνόμενος στους Ευρωπαίους, από καθέδρας, είπε ότι δεν είναι ρεαλιστικό το ενδεχόμενο συμμετοχής τους, να πάψουν να παραπονιούνται για το αν θα είναι ή όχι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και τους κάλεσε να υποβάλουν «συγκεκριμένες προτάσεις, ιδέες, αυξάνοντας τις δαπάνες [άμυνας]», προς όφελος φυσικά των αμερικανικών αμυντικών μονοπωλίων. Είπε επίσης ότι ένας λόγος για τον οποίο απέτυχαν οι προηγούμενες ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας (Μινσκ και Κων/νούπολη) ήταν η εμπλοκή πάρα πολλών χωρών που δεν είχαν τη δυνατότητα να εκτελέσουν οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία. «Δεν πρόκειται να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο», τόνισε.
Στο πλαίσιο της περαιτέρω απαξίωσης της ΕΕ και των Δυτικοευρωπαίων ιμπεριαλιστών, στους οποίους ο Τραμπ αποδίδει ευθύνη για τη συνέχιση και κλιμάκωση του πολέμου μαζί με την κυβέρνηση Μπάιντεν, διέρρευσε ερωτηματολόγιο(!), που έστειλε η Ουάσιγκτον προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με έξι ερωτήσεις σχετικά με τις εγγυήσεις ασφαλείας που μπορούν να προσφέρουν στην Ουκρανία. Στο έγγραφο, μεταξύ άλλων, οι ΗΠΑ ρωτούν ποιες χώρες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στις εγγυήσεις, ποιες θα ήταν πρόθυμες να αναπτύξουν στρατεύματα στην Ουκρανία στο πλαίσιο μιας ειρηνικής διευθέτησης, και το μέγεθος μιας ενδεχόμενης δύναμης υπό ευρωπαϊκή ηγεσία.
Για να εμπεδώσουν οι Ευρωπαίοι τον δευτερεύοντα ρόλο που τους επιφυλάσσει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, τόσο όσον αφορά την Ουκρανία όσο και ευρύτερα στις παγκόσμιες γεωπολιτικές εξελίξεις, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, από το βήμα της Διάσκεψης του Μονάχου για την ασφάλεια, διατράνωσε ότι τον πρώτο και καθοριστικό λόγο έχουν οι ΗΠΑ του Τραμπ, ο οποίος είναι «ο νέος σερίφης στην πόλη».
Το ενδεχόμενο συμμετοχής των Ευρωπαίων απέρριψε άμεσα και ο Ρώσος ΥΠΕΞ, Λαβρόφ. Σε κοινή συνέντευξη με τον Σέρβο ομόλογό του, είπε ότι η Ευρώπη έχει ήδη χάσει αρκετές ευκαιρίες να εμπλακεί στη διαδικασία και αμφισβήτησε το κατά πόσο η συμμετοχή της θα μπορούσε να συμβάλει σε μια διευθέτηση της σύγκρουσης, δεδομένου ότι «η πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτικών επιθυμεί τη συνέχιση του πολέμου». «Δεν ξέρω τι θα έκαναν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αν σκοπεύουν να συμμετάσχουν με στόχο τη συνέχιση του πολέμου, τότε γιατί να τους προσκαλέσουμε;», τόνισε.
Όπως ήταν φυσικό οι τοποθετήσεις αυτές έπεσαν σαν «βόμβα» στις Βρυξέλες και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οι οποίες αδύναμες και αμήχανες προσπαθούν να βρουν έναν κοινό βηματισμό. Μια διαδικασία που μόνο εύκολη δεν είναι καθώς εκφράζονται διαφορετικές στρατηγικές από χώρες της ΕΕ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, προς το παρόν, οι Βρυξέλες αποφεύγουν να συγκαλέσουν Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των 27 ηγετών της ΕΕ, καθώς φοβούνται πιθανά βέτο για περαιτέρω ενίσχυση του Κιέβου. Αντ’ αυτού ο Γάλλος πρόεδρος, ο οποίος θέλει να εμφανιστεί ως ο de facto ηγέτης μιας τάχα «αυτονομημένης» Ευρώπης, κάλεσε επιλεκτικά τους ηγέτες κάποιων χωρών της ΕΕ αλλά και της Μ. Βρετανίας για να συζητήσουν τα νέα δεδομένα, όπου και εκεί αποτυπώθηκαν διαφωνίες μεταξύ των συμμετεχόντων.
Η κίνηση αυτή δημιούργησε γκρίνια μεταξύ όσων στοιχήθηκαν στο ευρωπαϊκό «μέτωπο του πολέμου» και αποκλείστηκαν από τη συνάντηση, μεταξύ αυτών και ο Μητσοτάκης. Έτσι ο Μακρόν συγκάλεσε και δεύτερη σύνοδο με τη συμμετοχή 20 συνολικά αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων. Στη συνάντηση συμμετείχαν και οι πρωθυπουργοί του Καναδά, της Νορβηγίας και της Ισλανδίας, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ήταν ηγέτες χωρών της ΕΕ. Μετά από αυτές τις συναντήσεις ο πρόεδρος της Γαλλίας και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας κλήθηκαν να επισκεφτούν, την επόμενη εβδομάδα, τον Τραμπ για συνομιλίες.
Συνάντηση Αμερικανών και Ρώσων στο Ριάντ
Σαν έτοιμες από καιρό, δείγμα των παρασκηνιακών διεργασιών που προϋπήρχαν το τελευταίο διάστημα, αντιπροσωπείες των δύο χωρών με επικεφαλής τους ΥΠΕΞ, Λαβρόφ και Ρούμπιο, συναντήθηκαν στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, όπου και συνομίλησαν για περίπου 4,5 ώρες.
Αν και δεν έγιναν γνωστές οι λεπτομέρειες των συζητήσεων, οι δύο αντιπροσωπείες επικεντρώθηκαν στην αποκατάσταση της «εμπιστοσύνης», του κλίματος «αμοιβαίας κατανόησης», της σημασίας να συνεχιστούν οι συνομιλίες και της διαπίστωσης πως αυτό είναι το πρώτο βήμα σε μια δύσκολη πορεία. Υπογράμμισαν ακόμη «τη γεωπολιτική όσο και την οικονομική συνεργασία που θα μπορούσε να προκύψει από τον τερματισμό της σύγκρουσης στην Ουκρανία» ως μια από τις τέσσερις αρχές που συμφωνήθηκαν στο Ριάντ.
Οι άλλες είναι:
Η αποκατάσταση της λειτουργικότητας των αντίστοιχων διπλωματικών αποστολών στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα.
Ο διορισμός μιας ομάδας υψηλού επιπέδου από κάθε πλευρά για διαπραγμάτευση και τερματισμό της σύγκρουσης.
Οι πέντε συμμετέχοντες (σ.σ Ρούμπιο, Λαβρόφ, Γουόλτς, Γουίτκοφ, Ουσάκοφ) να παραμείνουν εμπλεκόμενοι σε αυτή τη διαδικασία.
Σημειώνεται ότι ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η συνάντηση, η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ, Μ. Ζαχάροβα, προειδοποίησε ότι δεν είναι αρκετό απλώς η Ουκρανία να μην γίνει δεκτή στο ΝΑΤΟ, αλλά να γίνει αποκήρυξη της υπόσχεσης που δόθηκε στη σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι το 2008, για ένταξη της Ουκρανίας. «Διαφορετικά, αυτό το πρόβλημα θα συνεχίσει να δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα στην ευρωπαϊκή ήπειρο» υπογράμμισε.
Ο Βλ. Πούτιν χαρακτήρισε «θετικά» τα αποτελέσματα των συνομιλιών, τονίζοντας πως «χωρίς ενίσχυση του επιπέδου εμπιστοσύνης μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ, είναι αδύνατο να επιλυθούν πολλά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της ουκρανικής κρίσης». Σε μια κίνηση διπλωματικού ελιγμού δήλωσε ότι η Μόσχα ποτέ δεν απέρριψε συνομιλίες με τους Ευρωπαίους ή με το Κίεβο και ήταν αυτοί που αρνήθηκαν να συνομιλήσουν μαζί του και πως δεν υπάρχει ανάγκη για «υστερικές» αντιδράσεις απέναντι στις συνομιλίες Μόσχας και Ουάσιγκτον.
Ο Σ. Λαβρόφ μιλώντας στην κρατική Δούμα, για τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, υποστήριξε ότι οι δηλώσεις του Τραμπ για το ΝΑΤΟ, ότι είναι ο κύριος λόγος της σύγκρουσης στην Ουκρανία «αποτελούν ένα μήνυμα ότι κατανοεί τη θέση μας». Κατηγόρησε την «εγωιστική» Δύση ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί αλλαγές στην παγκόσμια τάξη προς έναν «πολυπολικό» κόσμο, ξεδιπλώνοντας τις διπλωματικές πρωτοβουλίες της Μόσχας και τις σχέσεις με τον λεγόμενο «Παγκόσμιο Νότο», ενώ αναφέρθηκε στις συμμαχίες της Ρωσίας με τη Λευκορωσία, τη Βόρεια Κορέα, την Κίνα και το Ιράν, καθώς και με χώρες της Αφρικής.
Ιδιαίτερα για την Κίνα έκανε λόγο για μια «ολοκληρωμένη εταιρική σχέση(…)σε πρωτοφανές επίπεδο που ξεπερνά κάθε προηγούμενη συμμαχία κλασικού τύπου». Ανακοίνωσε ότι ο Πούτιν θα επισκεφτεί την Κίνα στα τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτέμβρη για τα 80 χρόνια από τη νίκη επί των Ιαπώνων, ενώ ο Σι Τζινπίνγκ θα επισκεφτεί τη Μόσχα στις 9 Μάη για τα 80 χρόνια από τη νίκη της ΕΣΣΔ επί του γερμανικού ναζισμού. Παράλληλα, εξήρε τις σχέσεις της Ρωσίας με την Ινδία και αναφέρθηκε στα σχέδια της Μόσχας να «αντικαταστήσει το ευρωατλαντικό μοντέλο που έχει χρεοκοπήσει», με μια νέα πρωτοβουλία «ανοιχτή σε όλες τις συμμαχίες της ηπείρου, συμπεριλαμβανομένου του ευρωπαϊκού τμήματος της ευρύτερης Ευρασίας».
Οι δηλώσεις αυτές του Λαβρόφ δείχνουν και το βάθος της απόκλισης των στρατηγικών σχεδιασμών των ΗΠΑ – Ρωσίας οι οποίες είναι δύσκολο να επιλυθούν μέσω κάποιων ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία. Θα απαιτηθούν, κυρίως από την αμερικανική πλευρά, υποχωρήσεις που θα λύσουν ή τουλάχιστον θα διευθετήσουν τις βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στην ουκρανική κρίση, κάτι που φυσικά μόνο εύκολο δεν είναι.
Ο Ζελένσκι είναι «δικτάτορας χωρίς εκλογές», λέει ο Τραμπ
Με τη δήλωση αυτή ο Αμερικανός πρόεδρος «τελείωσε» τον θλιβερό λακέ του Κιέβου ο οποίος, ως στιμμένη πλέον λεμονόκουπα, πετιέται στον κάλαθο των αχρήστων από τους μέχρι πρόσφατα πάτρωνές του. Ο Τραμπ τον κατηγόρησε ότι «αρνείται να κάνει εκλογές», τη στιγμή που είναι πολύ χαμηλά στις δημοσκοπήσεις, πως ευθύνεται για την «κλοπή» εκατοντάδων δισ. δολαρίων βοήθειας και πως είναι ένας «μέτριος κωμικός» που κάνει «φρικτή δουλειά» καταστρέφοντας τη χώρα του. Σε μια πλήρη μεταστροφή τής μέχρι σήμερα αμερικανικής γραμμής, για τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», καθώς οι ΗΠΑ βλέπουν ότι χάνουν τον πόλεμο διά αντιπροσώπων με τη Ρωσία, προέτρεψε τον Ζελένσκι να κινηθεί γρήγορα αλλιώς «δεν θα του μείνει…η χώρα».
Από τη μεριά του ο Ζελένσκι ανταπάντησε πώς ο Αμερικανός πρόεδρος «ζει μέσα σε μια φούσκα παραπληροφόρησης» και αρνήθηκε να παραιτηθεί από την προεδρία. Την υποστήριξή του έδωσε ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς ο οποίος δήλωσε πως «είναι απλώς λάθος και επικίνδυνο να αρνείται κανείς στον πρόεδρο Ζελένσκι τη δημοκρατική του νομιμοποίηση» αντιλαμβανόμενος ότι το οργανέτο του Κιέβου, στον οποίο είχαν επενδύσει, δεν έχει πλέον καμία νομιμοποίηση και η Γερμανία κινδυνεύει να μείνει έξω από τη μεταπολεμική μοιρασιά.