Διαψεύδοντας ήδη από την επαύριο της εκλογής του στην προεδρία της Χιλής τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει σε ευρύτατα εργατολαϊκά στρώματα, ο Μπόριτς έσπευσε να συνθηκολογήσει άνευ όρων με την αμερικανοστήριχτη αντίδραση και τον πολιτικό της στυλοβάτη, το κόμμα της Δεξιάς. Αδυνατώντας να αφουγκραστεί τον σφυγμό της κοινωνίας, ο κεντροαριστερός Μπόριτς έθεσε εξαρχής εαυτόν στην υπηρεσία της κυρίαρχης αντιλαϊκής πολιτικής της φτώχειας, της ανεργίας και του αυταρχισμού. Στα πλαίσια αυτά δε δίστασε να προχωρήσει στη συκοφάντηση και ποινικοποίηση των λαϊκών αγώνων, επιστρατεύοντας εναντίον τους ακόμα και τους στρατοχωροφύλακες (καραμπινέρος), κατασταλτικό σώμα που διατήρησε άθικτο από την εποχή της φασιστικής δικτατορίας του Πινοσέτ.
Τελευταίο επεισόδιο του αντιδημοκρατικού κατήφορου του Μπόριτς με στόχο τη θωράκιση του αστυνομικού κράτους αποτελεί το πρόσφατο νομοσχέδιο-έκτρωμα νομιμοποίησης της χρήσης πραγματικών πυρών από τα σώματα ασφαλείας. Ο εν λόγω «εμβληματικός» νόμος, που εγκρίθηκε στις 5 Απρίλη με τη θερμή συναίνεση της δεξιάς αντιπολίτευσης (καταψήφισε το ρεβιζιονιστικό ΚΚ Χιλής που κατά τα λοιπά στηρίζει παντοιοτρόπως τον Μπόριτς), προβλέπει ότι κάθε ένοπλος στρατιωτικός ή αστυνομικός μπορεί να κάνει χρήση του υπηρεσιακού του όπλου κατά του «εχθρού-λαού», καθώς ισχύει a priori το τεκμήριο «της νόμιμης άμυνας» το οποίο δεν αίρεται παρά μόνο αν σχετική «έρευνα» δείξει ότι έδρασε κακοβούλως. Μάλιστα αποσύρθηκε την τελευταία στιγμή ύστερα από σφοδρές αντιδράσεις ανάλογη διάταξη σύμφωνα με την οποία αστυνομικοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το όπλο τους αν δεχτούν επίθεση από τουλάχιστον δύο άοπλους. Όλα αυτά στον απόηχο των πρόσφατων μαζικών κινητοποιήσεων φοιτητών και μαθητών, που ζητούσαν δημόσια δωρεάν παιδεία και ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και αντιμετωπίστηκαν με την ωμή χρήση βίας της στρατοχωροφυλακής.