Βασικό ιδεολογικό προκάλυμμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη σύγκρουση με την Κίνα αλλά και τη Ρωσία, ειδικά μετά την άνοδο Μπάιντεν στην ηγεσία του, είναι ότι εκπροσωπεί τον «δημοκρατικό» κόσμο έναντι των αυταρχικών καθεστώτων των δύο αυτών χωρών.
Κάτι ανάλογο με την περίοδο του ψυχρού πολέμου όπου οι ΗΠΑ εμφανίζονταν να ηγούνται του «ελεύθερου» δυτικoύ κόσμου και να υπερασπίζονται τις «αξίες» του, απέναντι στο ανελεύθερο «σιδηρούν παραπέτασμα» του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.
Βασική επιδίωξη του νέου Αμερικανού πρόεδρου είναι να εμποδίσει με κάθε τρόπο την Κίνα απ’ το να αναδειχθεί σε παγκόσμια ηγέτιδα δύναμη και παράλληλα να περιορίσει τον αναβαθμισμένο ρόλο του ρωσικού ιμπεριαλισμού, βάζοντας προσκόμματα στη μεταξύ τους συνεργασία.
Χωρίς να παρεκκλίνει από τον στόχο που χάραξε o «πρώτα η Αμερική» προκάτοχός του, ο Μπάιντεν εμφανίζεται ως ο ηγέτης που επανάφερε τις ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή και αποκατέστησε τις διαταραγμένες σχέσεις με τους συμμάχους, χρησιμοποιώντας το σύνθημα «η Αμερική επέστρεψε».
Πάντως η επιστροφή αυτή δεν ήταν ανέφελη, πιστοποιώντας τις διαφορετικές προσεγγίσεις στο δυτικό στρατόπεδο, αφού σημαδεύτηκε από τη συμφωνία AUKUS η οποία τραυμάτισε σοβαρά τις διατλαντικές σχέσεις και ιδιαίτερα αυτές μεταξύ Γαλλίας και ΗΠΑ, με το Παρίσι να κάνει λόγο για «πισώπλατη» μαχαιριά, παρά τον προσωρινό συμβιβασμό και την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων.
Χαράσσοντας το πλαίσιο της νέο-ψυχροπολεμικής σύγκρουσης διακηρύχθηκε, από την επαύριον κιόλας της ανόδου της νέας αμερικανικής ηγεσίας στην εξουσία, ο στόχος για τη σύγκληση μιας «Συνόδου των Δημοκρατιών». Μια νέα διεθνή συσπείρωση έξω από το πλαίσιο του ΟΗΕ και ελεγχόμενη πλήρως από την Ουάσιγκτον, η οποία στο όνομα της «δημοκρατίας» θα εξυπηρετεί τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των ΗΠΑ.
Η αμερικανική διοίκηση επιδιώκει, με πρόσχημα την υπεράσπιση των δυτικών δημοκρατικών αξιών, να σύρει τους συμμάχους της σε μια συλλογική αντιπαράθεση με την Κίνα ώστε, από θέση ισχύος, να ανακόψει την ραγδαία ανοδική πορεία της.
Μετά από μήνες προετοιμασίας ο Λευκός Οίκος συγκάλεσε στις 9 και 10 Δεκέμβρη την πρώτη ψηφιακή «Σύνοδο για τη Δημοκρατία» στην οποία συμμετείχαν 110 χώρες συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων δυτικών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ σε ένα χρόνο προγραμματίζεται να γίνει νέα συνεδρίαση δια ζώσης.
Όπως ήταν επόμενο, σε αυτή δεν προσκλήθηκαν η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίες κατηγόρησαν την Ουάσιγκτον ότι οι ΗΠΑ θέλουν να δημιουργήσουν ένα νέο διχασμό με πρόσχημα τη δημοκρατία.
Ο εκπρόσωπος τύπου του Ρώσου προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ τόνισε ότι η σύνοδος «δεν συνιστά τίποτα άλλο από μια απόπειρα πάραυτα να δημιουργηθούν νέες διαχωριστικές γραμμές (…) σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες προτιμούν (…) να διαιρέσουν τις χώρες σε καλές κατά την αντίληψή τους και κακές επίσης κατά την αντίληψή τους».
Τις κατηγόρησε ακόμη ότι «προσπαθούν να ιδιοποιηθούν τη λέξη δημοκρατία. Δηλαδή δημοκρατία είναι μόνο αυτό που ανταποκρίνεται στην αντίληψη της Ουάσιγκτον».
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, δήλωσε ότι η σύνοδος έχει στόχο «να διαιρέσει τους ανθρώπους, τις χώρες σε δημοκρατικές και μη δημοκρατικές», ενώ η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, χαρακτήρισε την εν λόγω σύνοδο «χίμαιρα» η οποία θέλει να δείξει ότι η συλλογική Δύση έχει τάχα μια εποικοδομητική, ενωτική ατζέντα.
Με την Ταϊβάν να εξελίσσεται σε βασικό όργανο των αντικινεζικών ενεργειών των ΗΠΑ, η πρόσκλησή της στη σύνοδο έριξε και άλλο λάδι στη φωτιά των ήδη οξυμένων αμερικανο-κινεζικών σχέσεων. Η Ουάσιγκτον που τη θεωρεί «πρότυπο δημοκρατίας» προωθεί και με αυτό τον τρόπο την de facto διεθνή αναγνώρισή της, χωρίς όμως να καταγγέλλει, προς το παρόν, την πολιτική της «ενιαίας Κίνας» που εφαρμόζει εδώ και δεκαετίες έναντι του Πεκίνου.
Απ’ τη μεριά της η κινέζικη ηγεσία έχει ξεκαθαρίσει ότι κάθε πρωτοβουλία που θέτει ζήτημα ανεξαρτησίας του νησιού, στο οποίο κατέφυγαν το 1949 οι αντιδραστικές δυνάμεις μετά την επικράτηση των κινέζων κομμουνιστών, παραβιάζει την «κόκκινη γραμμή» που έχει θέσει, αφού θεωρεί την Ταϊβάν κινεζικό έδαφος.
Εκφράζοντας την έντονη αντίδραση της Κίνας, για τη συμμετοχή της Ταϊβάν στη σύνοδο, ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών, Ζάο Λιζιάν, ξεκαθάρισε πως: «Η Ταϊβάν δεν έχει άλλο στάτους στο διεθνές δίκαιο πέραν του να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Κίνας».
Σχολιάζοντας γενικότερα τις προθέσεις των ΗΠΑ για την σύνοδο πρόσθεσε ότι: «Οι πράξεις των ΗΠΑ δείχνουν απλώς ότι η δημοκρατία είναι το προκάλυμμα και το εργαλείο για να προωθούν γεωπολιτικές επιδιώξεις, να καταπιέζουν λαούς και να διαιρούν τον κόσμο».
Δεν έχει και αδικο. Διατρέχοντας τον κατάλογο των χωρών που προσκλήθηκαν, από την αμερικανική κυβέρνηση, εύκολα εξάγει κανείς το συμπέρασμα ότι σε καμία περίπτωση η σύνοδος αυτή δεν γίνεται για να εξυπηρετήσει τους υποκριτικά διακηρυγμένους στόχους της. Δηλαδή την «υπεράσπιση της δημοκρατίας κατά του αυταρχισμού, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την προώθηση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Απεναντίας προκύπτουν αβίαστα οι γεωπολιτικές στοχεύσεις του όλου εγχειρήματος.
Στη λίστα των χωρών φιγουράρει η Βραζιλία του ακροδεξιού Μπολσονάρου και υποστηρικτή του Τραμπ, και το Ισραήλ που κατέχει και αιματοκυλεί την Παλαιστίνη. Η Ουκρανία των πραξικοπηματιών του Μεϊντάν, η Ινδία του Μόντι με το όργιο βίας και καταστολής των λαϊκών κινητοποιήσεων, και η Κολομβία των καρτέλ, των παραστρατιωτικών ομάδων και των δολοφονιών αγωνιστών. Συμμετέχει ακόμη η Πολωνία που απαγορεύει τις αμβλώσεις, επαναπροωθεί πρόσφυγες και μετανάστες, στήνοντας φράχτες, κινητοποιώντας μέχρι και τον στρατό. Επίσης το Πακιστάν βασικός υποστηρικτής των Ταλιμπάν, και το διαλυμένο απ’ την ιμπεριαλιστική επέμβαση και τον πόλεμο Ιράκ, ορμητήριο του Ισλαμικού Κράτους στην ευρύτερη περιοχή κλπ.
Ενδιαφέρον πάντως είναι το γεγονος ότι απ’ όλη τη Μέση Ανατολή προσκλήθηκαν μόνο το Ισραήλ και το Ιράκ, ενώ οι παραδοσιακοί Άραβες σύμμαχοι των ΗΠΑ – Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Κατάρ και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δεν προσκαλέστηκαν. Το ίδιο συνέβη με τη Τουρκία και την Ουγγαρία που είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που δεν προσκλήθηκε, αν και αμφότερες είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Ο αποκλεισμός των παραπάνω αυταρχικών καθεστώτων της Μέσης Ανατολής και των πετρελαιομοναρχιών του κόλπου, ακόμη και του ακροδεξιού Όρμπαν ή του Ερντογάν αποτελεί το «φύλλο συκής» ώστε να διαφυλαχθούν από την Ουάσιγκτον τα προσχήματα για το «δημοκρατικό» περιεχόμενο της συνόδου. Απ’ την άλλη όμως αποτυπώνει εκβιασμούς, διεργασίες και φυγόκεντρες τάσεις ακόμη και σε παραδοσιακούς συμμάχους του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Τουρκία, στο βαθμό που αμφισβητείται πλέον η πρωτοκαθεδρία του και ενισχύονται οι ανταγωνιστές του.