Η κρίση που έχει ξεσπάσει με αφορμή την έγκριση του ιταλικού προϋπολογισμού από την Κομισιόν αποτελεί (μαζί με το προσφυγικό) την κορυφή του παγόβουνου των συσσωρευμένων αντιθέσεων ανάμεσα στην ιταλική πλουτοκρατία και τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης κλυδωνίστηκε έντονα με το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης το 2008 και βρίσκεται σε χρόνια στασιμότητα σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης, που κινούνται γύρω στο 1%. Παράλληλα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ε.Ε. με 131% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί περίπου σε 2,3 τρισ. ευρώ.
Μεγάλος ασθενής της ιταλικής οικονομίας είναι οι ιταλικές τράπεζες, οι οποίες είναι εκτεθειμένες στα τοξικά ομόλογα, στο ιταλικό δημόσιο χρέος και στα “κόκκινα” δάνεια. Σκαλίζοντας κανείς τα ποιοτικά στοιχεία του ιταλικού χρέους, θα διαπιστώσει ότι περίπου το 20% (460 δισ. ευρώ) αυτού βρίσκεται μοιρασμένο σε ιταλικές τράπεζες. Για την ακρίβεια, δέκα εμφανίζουν πάνω από το 100% των “σκληρών” κεφαλαίων τους (αυτά που μετράνε οι Εποπτικές Αρχές για να διαπιστώσουν τη φερεγγυότητα των τραπεζών) επενδεδυμένα σε τίτλους του ιταλικού Δημοσίου. Μεταξύ αυτών, είναι οι τραπεζικοί “κολοσσοί” Unicredit και Intesa Sanpaolo, ενώ στη λίστα συμπεριλαμβάνονται η Banco BPM και η περίφημη Monte dei Paschi di Siena που διασώθηκε με 20 δισ. ευρώ “ζεστό” δημόσιο χρήμα, κατά παρέκκλιση των ευρωπαϊκών οδηγιών που προβλέπουν, σε αυτή την περίπτωση, “bail in” (κούρεμα καταθέσεων), όπως έγινε με τις τράπεζες της Κύπρου. Στην περίπτωση της ιταλικής τράπεζας οι, κατά τ’ άλλα άτεγκτοι, αρμόδιοι εποπτικοί οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκαναν τα “στραβά μάτια”.
Η στάση τους αυτή συνδέεται με το γεγονός ότι οι τράπεζες άλλων ευρωπαϊκών χωρών έχουν σημαντική έκθεση στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα και επίσης κατέχουν ιταλικά ομόλογα.
Στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA) δείχνουν ότι κυρίως γαλλικές και ισπανικές τράπεζες έχουν στα χαρτοφυλάκια τους τίτλους του ιταλικού δημοσίου, ύψους περίπου 44 δις ευρώ. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΒΑ, η γαλλική BNB Paribas διακρατεί ιταλικά ομόλογα αξίας 16 δις ευρώ, η γαλλοβελγική Dexia- που διασώθηκε δύο φορές από χρεοκοπία- άλλα 15 δις ευρώ και η ισπανική Banco Sabadell 10,5 δις ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements), που έχει ως βασικούς μετόχους τις μεγαλύτερες Κεντρικές Τράπεζες, η έκθεση των γαλλικών τραπεζών,στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα, φτάνει στο αστρονομικό ποσό των 317,3 δις ευρώ. Ακολουθούν οι γερμανικές τράπεζες με 87,6 δις ευρώ, οι ισπανικές με 83,9 δις ευρώ και οι ολλανδικές με 30 δις ευρώ.
Μόνο τυχαίο δεν είναι λοιπόν το “ανατολίτικο παζάρι” που εξελίσσεται αυτό το διάστημα μεταξύ Βρυξελών και Ρώμης, γύρω από την έγκριση του ιταλικού προϋπολογισμού. Παρά τους φραστικούς βερμπαλισμούς, ένθεν κακείθεν, είναι ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και τα κανάλια συμβιβασμού.
Παραμένει όμως το ερώτημα, μέχρι ποιο βαθμό και άν είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει η Ρώμη στις απαιτήσεις των Βρυξελλών, για προσαρμογή των ιταλικών δημοσιονομικών προβλέψεων στις διαθέσεις του γερμανογαλλικού άξονα, στον οποίο τον πρώτο λόγο έχει η Γερμανία.
Αλλά και οι Βρυξέλλες, μέχρι ποιο σημείο μπορούν να τραβήξουν το σκοινί της αντιπαράθεσης με τη Ρώμη, εν μέσω Brexit και επερχόμενων ευρωεκλογών, χωρίς να διακινδυνέψουν μια αναζωπύρωση της κρίσης στο νότο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Είναι χαρακτηριστικές και οι δηλώσεις κατευνασμού του επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, που υποδηλώνουν και το μέγεθος της Ιταλίας ότι : “Παρά τα υψηλά επίπεδα χρέους, το δημοσιονομικό έλλειμμα (σ.σ. της Ιταλίας) δεν ήταν ποτέ υπερβολικά υψηλό, το πρωτογενές πλεόνασμα είναι αρκετά μεγάλο. Η Ιταλία παρουσιάζει επίσης πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών και οι ιταλικές ιδιωτικές καταθέσεις είναι ιδιαίτερα ισχυρές. Μάλιστα, ένα μεγάλο μέρος των ιταλικών κρατικών ομολόγων βρίσκεται σε χέρια Ιταλών πολιτών”.
Με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης εκφράστηκαν μια σειρά δομικές αδυναμίες της ιταλικής οικονομίας και ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της στην ευρωζώνη. Η ανάδειξη της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο που επέβαλε με τους δορυφόρους της, για την εδραίωση της κυριαρχίας της, όξυναν τις αντιθέσεις του ιταλικού με το γερμανικό ιμπεριαλισμό και συνολικά με τον γερμανογαλλικό άξονα. Παράλληλα, έφερε σε σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ τους τμήματα της ιταλικής πλουτοκρατίας, για τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης και τον δρόμο μέσα από τον οποίο θα περάσει η καπιταλιστική ανάκαμψη.
Έτσι ο ιταλικός ιμπεριαλισμός, μετά και από μια σειρά σκληρών πολιτικών λιτότητας που εφάρμοσαν δεξιές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις, βρέθηκε να χάνει σημαντικό έδαφος σε σχέση με τους βασικούς ανταγωνιστές του στην ΕΕ. Η αναζήτηση “ζωτικού” δημοσιονομικού χώρου για ανάπτυξη τον οδηγεί πλέον σε ανοιχτή αμφισβήτηση της γερμανικής ηγεμονίας και θέτει ζήτημα “απειθαρχίας” στις δημοσιονομικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Όπως είναι φυσικό, ο ιταλικός λαός και η εργατική τάξη, παρά τους αγώνες τους, σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της κρίσης με την ανατροπή των δικαιωμάτων τους, την εξάπλωση της φτώχειας (5 εκ. Ιταλοί ζουν σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και το 30% είναι στα όρια του κοινωνικού αποκλεισμού), της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της μετανάστευσης.
Πάνω σε αυτό το κοινωνικό πεδίο και στο έδαφος της υποχώρησης της αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος, την κοινωνική δυσαρέσκεια από τις πολιτικές λιτότητας καρπώθηκαν μια σειρά ψεύτο-φιλολαϊκών, ακροδεξιών και σοβινιστικών κομμάτων.
Στα χρόνια της κρίσης, ο πάλαι ποτέ κυρίαρχος ιταλικός ευρωκομμουνιστικός ρεβιζιονισμός, αφού αιμοδότησε τη σοσιαλδημοκρατία, εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή της Ιταλίας. Το δεξιό κόμμα του Μπερλουσκόνι και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Ρέντσι, αφού διαχειρίστηκαν τις πολιτικές σκληρής λιτότητας, υπέστησαν δεινή ήττα στις τελευταίες εκλογές. Κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις αναδείχθηκαν το Κίνημα των Πέντε Αστέρων (M5S) και η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά.
Δημαγωγώντας για ανατροπή των πολιτικών λιτότητας και σύγκρουση με την Κομισιόν, εκπροσωπώντας τμήματα της οικονομικής ολιγαρχίας που θέλουν μια άλλη διαχείριση του ιταλικού καπιταλισμού, κατάφεραν να εγκλωβίσουν ευρύτερες λαϊκές μάζες, να εκτονώσουν τις αγωνιστικές διαθέσεις τους και τελικά να αναρριχηθούν στην κυβερνητική εξουσία.