Με μια εκκωφαντική διπλωματική κίνηση Κίνα και Ιράν έσπασαν στην πράξη το εμπάργκο που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ του Τραμπ στη χώρα του Περσικού κόλπου, συνάπτοντας σημαντική οικονομική και όχι μόνο συμφωνία.
Όπως αποκάλυψαν οι New York Times, που έφεραν στη δημοσιότητα το 18σέλιδο κείμενο της συμφωνίας των δύο χωρών, η Κίνα θα επενδύσει στο Ιράν το ιλιγγιώδες ποσό των 400 δισ. δολαρίων, δίνοντάς του οικονομική ανάσα, με αντάλλαγμα την προμήθεια φτηνής ενέργειας (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) για 25 χρόνια από την Τεχεράνη.
Το Πεκίνο θα επενδύσει σε λιμάνια, αεροδρόμια, ηλεκτρικά τρένα, αυτοκινητοδρόμους, αγωγούς πετρελαίου και αερίου, τηλεπικοινωνίες, 5G και συνολικά στις νέες τεχνολογίες, στην τεχνολογία ελέγχου του κυβερνοχώρου (το περίφημο Great Firewall της Κίνας), στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Στο στρατιωτικό σκέλος, η συμφωνία περιλαμβάνει την αυξημένη ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις δύο χώρες καθώς και συνεργασίες στον τομέα της ασφάλειας προφανώς με στόχο τους «κοινούς» εχθρούς. Η συμφωνία επίσης προβλέπει την παροχή τουλάχιστον 5.000 Κινέζων ως προσωπικό ασφαλείας στις περιοχές που θα αναπτυχθούν οι κινεζικές υποδομές, για την προστασία τους, δεδομένου του κινδύνου δολιοφθοράς των υποδομών του Ιράν από χώρες της περιοχής όπως το Ισραήλ και Σαουδική Αραβία, όπως έδειξαν και μια σειρά πρόσφατων «παράξενων» εκρήξεων.
Η συμφωνία αυτή, που συνδέει πλέον με στενούς δεσμούς τις δύο χώρες, ήρθε σαν αποτέλεσμα των επιθετικών ενεργειών του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε αμφότερους τους αντισυμβαλλόμενους, που ξεκίνησαν με την αποχώρηση από τη πολυμερή συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν του 2015 -στην οποία η Κίνα ήταν μέλος- και τον αμερικανο-κινεζικό εμπορικό πόλεμο, για να καταλήξει στην τρέχουσα αντιπαράθεση Κίνας και ΗΠΑ για τη διαχείριση της πανδημίας και τα γεγονότα του Χονγκ Κόνγκ.
Η συμφωνία αυτή που φέρνει το Ιράν στο επίκεντρο του σχεδίου του Πεκίνου «μία ζώνη ένας δρόμος» ήρθε σε μια στιγμή που το Ισραήλ ακύρωσε σημαντικά κινεζικά έργα μετά την ωμή παρέμβαση της αμερικανικής κυβέρνησης.
Παράλληλα τροποποιεί όχι μόνο τους οικονομικούς αλλά και τους ευρύτερους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στην περιοχή, αφού η Κίνα εδραιώνει την παρουσία της στην ευαίσθητη περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Περσικού κόλπου (αλλά και την κεντρική Ασία έως και τον Καύκασο) ενισχύοντας έναν από τους βασικούς αντιπάλους των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας.
Δεν αποκλείεται μάλιστα να υπάρξει κινεζική ανάμειξη στη Συρία και στο Ιράκ, γεγονός το οποίο ανησυχεί το Ισραήλ που ήδη μιλάει για ενίσχυση της Χεζμπολάχ στο Λίβανο και της Χαμάς στην Παλαιστίνη.
Επίσης η Κίνα ως μέλος του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ μπορεί να στηρίξει πιο ενεργητικά το Ιράν απέναντι στις αμερικανικές πιέσεις, όπως να μπλοκάρει τις προσπάθειες του προέδρου Τραμπ να παρατείνει το εμπάργκο όπλων προς το Ιράν, το οποίο πρόκειται να λήξει εντός του έτους.
Αν και εκφράζονται στο εσωτερικό του Ιράν φωνές, όπως αυτή του πρώην προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ και άλλων που ανησυχούν μήπως το Ιράν βρεθεί δέσμιο της Κίνας -όπως συνέβη με αφρικανικές χώρες στις οποίες έχει επενδύσει το Πεκίνο-, το σίγουρο είναι ότι για τη χώρα δεν υπάρχουν πολλές επιλογές. Όπως αναφέρει και ο Ιρανός αρθρογράφος και πρώην διπλωμάτης Φερεϊντούν Μαζλεσί: “Όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί για το Ιράν. Ο μοναδικός ανοιχτός είναι η Κίνα. Ό,τι και αν περιλαμβάνει η συμφωνία, έως ότου αρθούν οι κυρώσεις, αποτελεί την καλύτερή μας επιλογή”. Η συμφωνία που εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο του Ιράν τον Ιούνιο θα πρέπει να επικυρωθεί και από την ιρανική βουλή.
Από την άλλη μεριά η συμφωνία, που προτάθηκε αρχικά από τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ το 2016, δείχνει την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική αυτοπεποίθηση της Κίνας να αντιπαρατεθεί με τις ΗΠΑ, παραβλέποντας τις κυρώσεις για την επιλογή της αυτή. Κάτι που δεν έπραξαν τα ευρωπαϊκά κράτη που ήθελαν να σώσουν τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν αφού φοβήθηκαν τον αποκλεισμό των ευρωπαϊκών εταιρειών από το διεθνές τραπεζικό σύστημα.
Κάτι που φαίνεται πως δεν πτοεί την Κίνα, παρά τις αντίστοιχες προειδοποιήσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μετά την αποκάλυψη της συμφωνίας στον αμερικανικό τύπο.