Ο Σεπτέμβριος υπήρξε μήνας έντονης αντιπαράθεσης στη Βουλή των Αντιπροσώπων σχετικά με τον προϋπολογισμό που κατέθεσε η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν και ήδη εγκρίθηκε από τη Γερουσία, όπου οι Δημοκρατικοί έχουν την πλειοψηφία. Το ίδιο όμως δεν ισχύει για τη Βουλή, που βρίσκεται στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων, οι οποίοι φαίνεται να αποτελούνται από δύο διακριτές ομάδες. Η μία, πιο μετριοπαθής, από την οποία προέρχεται και ο πρώην πρόεδρός της ο Κέβιν Μακάρθι, θα μπορούσε να εγκρίνει τον προϋπολογισμό, αφού πρώτα ικανοποιούνταν κάποιες ενστάσεις. Η άλλη αποτελείται από σκληροπυρηνικούς ακροδεξιούς Ρεπουμπλικάνους οι οποίοι έθεταν ανυπέρβλητα εμπόδια. Άλλωστε η ίδια ομάδα είχε μετατρέψει την ανάδειξη του Μακάρθι στη θέση του «ομιλητή» της Βουλής σε κανονική παρωδία. Για άλλη μια φορά τώρα ο Μακάρθι βρέθηκε όμηρος αυτής της ομάδας, που απειλεί με διάσπαση το κόμμα.
Τα βασικά σημεία διαφωνίας ήταν το ύψος των δαπανών αλλά και η κατεύθυνση αυτών. Οι σκληροπυρηνικοί απαιτούσαν να μην υπάρξει περαιτέρω ενίσχυση της Ουκρανίας, μιας και ήδη 110 δισ. δολάρια έχουν δαπανηθεί για την στήριξή της από τότε που ξεκίνησε η ρώσικη επέμβαση σε αυτήν. Στον βαθμό που ο πόλεμος δεν εξελίσσεται θετικά για την Ουκρανία, οι σκληροπυρηνικοί απαιτούσαν τα ποσά αυτά να κατευθυνθούν ανάμεσα σε άλλα και προς τη φύλαξη του νότιου συνόρου των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια των τοποθετήσεων στη Βουλή, πολλοί από αυτούς εμφανίζονταν υπέρμαχοι της ειρήνης, κάνοντας λόγο και για αντιδημοκρατικό καθεστώς στην Ουκρανία. Η πολιτική του Μπάιντεν τους έδωσε τη δυνατότητα να δημαγωγήσουν ως φιλειρηνικοί δημοκράτες.
Τέτοιες κόντρες στις ΗΠΑ για τον προϋπολογισμό και για το όριο δανεισμού της κυβέρνησης ξεσπούν συχνά, επειδή συνήθως το ένα κόμμα έχει τη Γερουσία και το άλλο τη Βουλή. Το πρόβλημα είναι ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι προκαθορισμένες προθεσμίες, τότε είτε η διοίκηση οδηγείται σε μερική παύση, είτε η χώρα κινδυνεύει με χρεοκοπία. Πριν τέσσερις μήνες είχε ξεσπάσει ανάλογη αντιπαράθεση για το όριο δανεισμού. Η προθεσμία αυτή τη φορά ήταν μέχρι την 1η Οκτωβρίου. Σε κάθε περίπτωση, οι διαφωνίες των Ρεπουμπλικάνων, μετριοπαθών και σκληροπυρηνικών δεν είναι απλώς πολιτικά παιχνίδια. Αντιστοιχούν στις διαφορετικές προσεγγίσεις σε όλα τα μεγάλα ζητήματα που υπάρχουν εντός των κυρίαρχων μονοπωλιακών κύκλων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Τελικά μετά από διάφορα παζάρια επετεύχθη μια μερική συμφωνία ισχύος 45 ημερών, έστω για να αποφευχθεί η παύση λειτουργίας της κυβέρνησης. Το στοιχείο που ξεχωρίζει σε αυτήν είναι ότι δεν προβλέπεται ενίσχυση της Ουκρανίας, κρίσιμη εξέλιξη για την έκβαση του πολέμου που συνιστά και υποχώρηση σε μια από τις βασικές απαιτήσεις των σκληροπυρηνικών «Τραμπιστών» των Ρεπουμπλικάνων. Ωστόσο άλλες απαιτήσεις τους που αφορούσαν μεγάλες περικοπές σε κοινωνικές δαπάνες, που συνδέονται με στρώματα που στηρίζουν τους Δημοκρατικούς, δεν ικανοποιήθηκαν. Η συμφωνία εγκρίθηκε το βράδυ της 30ής Σεπτεμβρίου με μεγάλη πλειοψηφία 335 έναντι 91 βουλευτών. Με λίγα λόγια μεγάλο τμήμα των Ρεπουμπλικάνων που είχε υπό τον έλεγχό του ο Μακάρθι την ενέκρινε. Μαζί με τις ψήφους των Δημοκρατικών βουλευτών η συμφωνία υπερψηφίστηκε.
Η συνεργασία του Μακάρθι με τους Δημοκρατικούς ήταν και η τελευταία του πράξη ως πρόεδρος της Βουλής. Οι σκληροπυρηνικοί, με πρωτοβουλία του βουλευτή της Φλόριντα, Ματ Γκάεζ, τον καθαίρεσαν από τη θέση, θεωρώντας τη στάση του προδοτική. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Δημοκρατικοί ψήφισαν υπέρ της καθαίρεσής του, παρόλο που αυτός ήταν καταλυτικός για την επίτευξη της συμφωνίας. Είναι ο πρώτος πρόεδρος της Βουλής που καθαιρείται με αυτόν τον τρόπο. Για την ώρα θα αντικατασταθεί από τον αμέσως υφιστάμενο Πάτρικ Μακ Χένρι της Βόρειας Καρολίνα, μέχρι να εκλεγεί νέος.
Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ νέες νομικές περιπέτειες ξεκινούν για τον Ντόναλντ Τραμπ. Η γενική εισαγγελέας της Νέας Υόρκης, Λετίσια Τζέημς, του άσκησε δίωξη για οικονομική απάτη που αφορά την υπερεκτίμηση της αξίας διαφόρων ακινήτων του στην πολιτεία, από την οποία είχε παράνομα έσοδα ύψους 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο ανώτατος δικαστής προχώρησε σε μερική απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο Τραμπ διέπραξε απάτη, οπότε και διέταξε την ακύρωση όλων των αδειών γραφείων που διατηρεί στη Νέα Υόρκη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο οργανισμός που διατηρεί ο Τραμπ τελειώνει στην πολιτεία. Ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες και κάνει λόγο για πολιτική δίωξη που αφορά τις επερχόμενες εκλογές μιας και η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να έχει εκδικαστεί πολύ πρωτύτερα.
Η δημοφιλία του εντός της βάσης των Ρεπουμπλικάνων δε φαίνεται να επηρεάζεται από τις νομικές επιθέσεις εναντίον του και παραμένει μακράν ο επικρατέστερος για να λάβει το «χρίσμα» του κόμματος για τις εκλογές.