Οι κλιμακούμενοι ιμπεριαλιστικοί και περιφερειακοί ανταγωνισμοί τροφοδοτούν με ένταση τη ζώνη του Σαχέλ στην υποσαχάρια και Δυτική Αφρική, με επίκεντρο αυτή τη φορά τον Νίγηρα, μετά το πραξικόπημα της 26ης Ιουλίου. Το πραξικόπημα επέφερε νέα δεδομένα στον γεωπολιτικό χάρτη με χαρακτηριστικό την διαφαινόμενη συρρίκνωση της γαλλικής στρατιωτικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή υπέρ των ανταγωνιστών της Ρωσίας και Κίνας, τα γεωπολιτικά και οικονομικά ερείσματα των οποίων εδραιώνονται στην περιοχή.
Μετά το τέλος σειράς εμφυλίων πολέμων της δεκαετίας του 1990, η Δυτική Αφρική έγινε πόλος έλξης συμφερόντων από χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία και η Τουρκία. Η παράλληλη ρευστότητα των διεθνών και περιφερειακών γεωπολιτικών εξελίξεων άνοιξε την όρεξη αρκετών «παικτών» για ξαναμοίρασμα της «πίτας» σε φυσικούς πόρους, δρόμους μεταφοράς τους και αγορές. Παράλληλα, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε Ιράκ, Συρία, Λιβύη θέριεψαν το «πολυεργαλείο» τους, τους εξτρεμιστές ισλαμιστές – τζιχαντιστές με τα διάφορα παρακλάδια τους, την «Αλ Κάιντα», το «Ισλαμικό Κράτος», την «Μπόκο Χαράμ».
Τα τελευταία χρόνια στον πολιτικό χάρτη της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής καταγράφηκε σειρά πραξικοπημάτων που εκδηλώθηκαν με τη μορφή «ντόμινο».
Από το 2020 έχουν εκδηλωθεί πραξικοπήματα στο Μάλι, στην Μπουρκίνα Φάσο, στη Γουινέα, στο Τσαντ, μόλις τον περασμένο μήνα στον Νίγηρα και πριν λίγες μέρες στην Γκαμπόν, χώρα στενή σύμμαχο της Γαλλίας, της οποίας ήταν αποικία μέχρι το 1960.
Από το 2021 ξετυλίγεται το κουβάρι νέων στρατιωτικών καθεστώτων. Η αρχή έγινε από το Μάλι. Τον Μάιο του 2021 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ασιμί Γκοϊτά, που απαίτησε σύντομα την απομάκρυνση του γαλλικού στρατού από τη χώρα του. Το στρατιωτικό πραξικόπημα έφερε τη ρωσική μισθοφορική «Wagner» και τη συνεργασία με τον στρατό κατά των τζιχαντιστών. Η Ρωσία, όπως άλλωστε έκαναν και οι δυτικές δυνάμεις πριν, βρήκε ευκαιρία να αξιοποιήσει τον αγώνα κατά των τζιχαντιστών.
Tην άνοιξη του 2021, μετά τον θάνατο του επί 30 χρόνια δικτάτορα του Τσαντ, Ιντρίς Ντεμπί, αναλαμβάνει την εξουσία ο γιος του Μαχαμάτ Ιντρίς Ντεμπί ως επικεφαλής ενός στρατιωτικού «μεταβατικού» συμβουλίου. Ο Μαχαμάτ Ντεμπί δείχνει να συνεχίζει τις στενές σχέσεις που είχε δρομολογήσει ο πατέρας του με τη Γαλλία, «αλληθωρίζοντας» και προς τη μεριά της Ρωσίας, αναζητώντας και εκεί στηρίγματα εδραίωσης της εξουσίας του.
Τον Ιούνιο του 2021 η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία απώθησε τα γαλλικά στρατεύματα δίνοντας χώρο στους μισθοφόρους της «Wagner». Τον Σεπτέμβριο του 2021 ήρθε η σειρά της Γουινέας με τον πρώην μισθοφόρο της γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων, Μαμάντι Ντουμπούγια, να αναλαμβάνει την εξουσία. Ένα χρόνο μετά, στις 30 Σεπτέμβρη 2022, σημειώθηκε πραξικόπημα στη Μπουρκίνα Φάσο, με τον λοχαγό Ιμπραχίμ Τραορέ να ανατρέπει τον «προσωρινό» Πρόεδρο, Πολ-Ανρί Σανταογκό Νταμιμπά. Ο Τραορέ έδιωξε τον Γενάρη του 2023 και τους Γάλλους στρατιώτες.
Στον Νίγηρα, ο στρατηγός Τσιανί, μετά τις απειλές της Οικονομικής Κοινότητας Δυτικής Αφρικής (ECOWAS) για επέμβαση στον Νίγηρα, τερμάτισε τη διμερή στρατιωτική συνεργασία με τη Γαλλία ζητώντας αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων, δίχως αυτή να γίνεται αποδεκτή από το Παρίσι.
Η έκτακτη σύνοδος της ECOWAS αποφάσισε να δώσει εντολή ετοιμότητας σε στρατιωτική δύναμη εν αναμονή δράσης για επέμβαση στον Νίγηρα, φροντίζοντας παράλληλα να αφήσει ανοικτή και την πόρτα σε τυχόν νέα διπλωματικά παζάρια. Η απειλή επέμβασης δεν φάνηκε άμεσα να επηρεάζει τους στρατιωτικούς στον Νίγηρα, ή να αλλάζει τα σχέδιά τους να παραμείνουν στην εξουσία. Πιθανώς γιατί πιστεύουν πως οι στρατιωτικές κυβερνήσεις σε Μπουρκίνα Φάσο και Μάλι θα υλοποιήσουν την υπόσχεσή τους και θα σπεύσουν να τους βοηθήσουν σε περίπτωση επέμβασης. Από την άλλη, αυτό το ενδεχόμενο βάζει σε δεύτερες σκέψεις κάποιες από τις δυνάμεις της ECOWAS, που συνηγορούν, έστω και απρόθυμα, στο σχέδιο επέμβασης, καθώς το μόνο που θα έλειπε από τη Δυτική Αφρική, που μαστίζεται εδώ και πολλά χρόνια από τις επιθέσεις τζιχαντιστών, θα ήταν ένας περιφερειακός πόλεμος με άγνωστες προεκτάσεις και επιπτώσεις.
Οι περιφερειακές αντιδράσεις σε Μπουρκίνα Φάσο, Γουινέα και Μάλι κατά της επέμβασης στον Νίγηρα βρήκαν ακροατήριο και στη νιγηριανή γερουσία, που αντιδρά στην απόφαση του Νιγηριανού Προέδρου και προεδρεύοντα της ECOWAS, Μπόλα Τινούμπου, να ηγηθεί επέμβασης. Στο κάδρο αυτό τοποθετείται και η Αλγερία, που βλέπει οποιαδήποτε επέμβαση ως «στρατηγική απειλή» της δικής της ασφάλειας, μολονότι διαφώνησε με την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης.
Με φόντο αυτές τις εξελίξεις, το Παρίσι προειδοποίησε ότι «οι γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις είναι έτοιμες να απαντήσουν σε οποιαδήποτε νέα ένταση που θα υπονόμευε τη γαλλική στρατιωτική και διπλωματική επιρροή στον Νίγηρα».
Στο μεταξύ ο Ιταλός ΥΠΕΞ, Ταγιάνι, δήλωσε ότι μία στρατιωτική επέμβαση στον Νίγηρα θα ήταν καταστροφική, ενώ τοποθετήθηκε θετικά για την αλγερινή πρωτοβουλία «διευθέτησης» της κρίσης, η οποία προβλέπει μεταξύ άλλων μια 6μηνη «μεταβατική» περίοδο, υπό πολιτική ηγεσία.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν στον Νίγηρα, στην Γκαμπόν εκδηλώθηκε πραξικόπημα, λίγη ώρα αφού η εκλογική επιτροπή ανακοίνωσε ότι ο Αλί Μπόνγκο εξασφάλισε τρίτη θητεία στην προεδρία της χώρας, επικρατώντας του υποψηφίου της αντιπολίτευσης, Αλμπέρ Οντό Οσά, ο οποίος κατήγγειλε νοθεία. Η οικογένεια Μπόνγκο έχει την προεδρία της Γκαμπόν επί 56 χρόνια (πρώτα με τον Ομάρ Μπόνγκο, από το 1967 έως τον θάνατό του το 2009, και στη συνέχεια με τον γιο του, Αλί). Μετά το πραξικόπημα, «μεταβατικός Πρόεδρος» της χώρας ορίστηκε ο στρατηγός Μπρις Ολγκί Γκεμά ο οποίος είναι ξάδελφος του ανατραπέντος Προέδρου.
Την ίδια ώρα, αξιωματούχοι της Ε.Ε. και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων εμφανίζουν μια διαφοροποιημένη στάση απέναντι στα πραξικοπήματα στον Νίγηρα και στην Γκαμπόν, αποτυπώνοντας έντονες διεργασίες και παζάρια που βρίσκονται σε εξέλιξη, με φόντο τους σφοδρούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην αφρικανική ήπειρο.
Ο επικεφαλής της διπλωματίας της Ε.Ε., Μπορέλ, δήλωσε ότι «η κατάσταση στον Νίγηρα και την Γκαμπόν δεν είναι καθόλου ισοδύναμη. Στον Νίγηρα, ο Πρόεδρος ήταν ένας δημοκρατικά εκλεγμένος Πρόεδρος. Στην Γκαμπόν, ώρες πριν από το στρατιωτικό πραξικόπημα, έγινε ένα θεσμικό πραξικόπημα, επειδή οι εκλογές κλάπηκαν». Ανάφερε επίσης, ότι «οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Γκαμπόν πρέπει να επιλυθούν σύμφωνα με τις αρχές του κράτους δικαίου, της συνταγματικής τάξης και της δημοκρατίας», ενώ στον Νίγηρα προκρίνουν στρατιωτική επέμβαση.
Αυτά είναι τα “δύο μέτρα και δύο σταθμά” των ιμπεριαλιστών ανάλογα με τι τους συμφέρει. Για άλλη μία φορά οι πολύπαθες αυτές χώρες και οι λαοί σέρνονται στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς, που τις καταληστεύουν, καταδικασμένοι στη φτώχεια και την εξαθλίωση.