Όταν Τραμπ και Σι Τζινπίγκ, από το Μπουένος Άιρες, κήρυτταν εκεχειρία στον λυσσαλέο εμπορικό τους πόλεμο, στην άλλη άκρη της αμερικανικής ηπείρου, στον Καναδά, άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών.
Οι καναδικές αρχές προχωρούσαν, στο αεροδρόμιο του Βανκούβερ, στη σύλληψη της οικονομικής διευθύντριας και μεγαλύτερης κόρης του ιδρυτή του κινεζικού μονοπωλίου υψηλής τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών Huawei, Μενγκ Ουάγκζου.
Το γεγονός δικαιολογήθηκε από τον Καναδά ως αποτέλεσμα ανταπόκρισης σε αμερικανικό ένταλμα σύλληψης για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν.
Όπως είναι φυσικό, η σύλληψη πήρε διεθνείς διαστάσεις και έριξε λάδι στη φωτιά των σινο-αμερικανικών ανταγωνισμών, εμπλέκοντας παράλληλα και τον Καναδά.
Η κινεζική πλευρά κατήγγειλε ότι η σύλληψη της Ουάγκζου χρησιμοποιείται ως εργαλείο εκβιασμού στον εντεινόμενο εμπορικό πόλεμο και ιδιαίτερα στο πεδίο της υψηλής τεχνολογίας. Οι ΗΠΑ έχουν κατηγορήσει επανειλημμένα την Κίνα για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, εντάσσοντας το θέμα στο πεδίο της “εθνικής ασφάλειας”. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση του αμερικανικού δικτύου Bloomberg, ότι “με τη σύλληψη αυτή οι ΗΠΑ έχουν τη χρυσή ευκαιρία να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα κλέβει τεχνολογία… οτιδήποτε λιγότερο από αυτό θα κάνει το κυνηγητό αυτό κάτι περισσότερο από φάρσα”.
Ο αντιπρόσωπος εμπορίου των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ, ισχυρίστηκε υποκριτικά ότι η υπόθεση είναι “θέμα ποινικής δικαιοσύνης”, ενώ ο Τραμπ δήλωσε πως αγνοούσε (!) ότι είχε συλληφθεί η Μενγκ Ουάνγκζου στο Βανκούβερ, όταν την 1η Δεκέμβρη συναντιόταν με τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ, στο περιθώριο του G20 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής.
Στο πλαίσιο όμως συνέντευξής του, που παραχώρησε στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς, αποκάλυψε τις πραγματικές διαστάσεις της υπόθεσης, αφού είπε ότι “ενδέχεται να παρέμβει στην υπόθεση της Μενγκ, εάν κρίνει πως αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ ως προς την εθνική τους ασφάλεια ή εάν συμβάλλει να κλειστεί μια συμφωνία με την Κίνα για το εμπόριο” .
Η Κίνα βέβαια δεν έμεινε με “σταυρωμένα χέρια”, προχωρώντας στη σύλληψη ενός Καναδού πρώην διπλωμάτη, που εργάζεται για διεθνή οργανισμό στη χώρα.
Ο Κινέζος υφυπουργός Εξωτερικών, Λι Γιουνγκτσένγκ, κάλεσε για να διαμαρτυρηθεί τους πρέσβεις Καναδά και ΗΠΑ, τονίζοντας ότι η Κίνα επιφυλάσσεται να πάρει μέτρα ανάλογα με τις αντιδράσεις των δύο χωρών “το επόμενο διάστημα”.
“Προφητικό” δημοσίευμα ανέφερε ότι “η επιβολή ποινών σε κινέζικες εταιρείες όπως η Huαwei θα απομονώσει τις ΗΠΑ από την ψηφιακή οικονομία του μέλλοντος”, για να το επιβεβαιώσει η απόφαση-βόμβα κινέζικου δικαστηρίου που απαγορεύει την πώληση όλων των κινητών τηλεφώνων iPhone της Apple στην Κίνα. Το δικαστήριο καταδίκασε την Apple, η οποία νωρίτερα φέτος έμεινε πίσω από την Huawei στις αποστολές smartphone σε όλο τον κόσμο, για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας από την κινέζικη εταιρεία Qualcomm, απαγορεύοντας πρακτικά την πρόσβασή της στη μεγαλύτερη αγορά “έξυπνων” κινητών παγκοσμίως.
Τελικά δικαστήριο του Καναδά προχώρησε στην υπό όρους (να φοράει “βραχιολάκι” και να παραμένει στο σπίτι της καθημερινά από τις 23:00 ως τις 06:00.) αποφυλάκισή της, μετά την καταβολή εγγύησης ύψους 7,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Δεν πάρθηκε απόφαση (η δίκη συνεχίζεται) για την έκδοσή της στις ΗΠΑ, όπου κινδυνεύει να καταδικαστεί σε κάθειρξη άνω των 30 ετών.
Πριν από μερικούς μήνες, εκτενές ρεπορτάζ της «Wall Street Journal» αποκάλυπτε τις πιέσεις που ασκούν Αμερικανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι σε συμμάχους τους, όπως η Αυστραλία, η Γερμανία, η Βρετανία και η Ιαπωνία, προκειμένου να αποκλείσουν τη Huawei από την ανάπτυξη των δικτύων “νέας γενιάς” 5G στο εσωτερικό των χωρών τους, κατηγορώντας την Κίνα ότι χρησιμοποιεί τα δικά της τεχνολογικά μονοπώλια σαν “Δούρειο Ίππο” για να εξαπολύσει στο μέλλον κυβερνοεπιθέσεις σε κρίσιμες υπηρεσίες και υποδομές συμμαχικών της χωρών. Προς το παρόν, εκτός από τις ΗΠΑ, μόνο η Αυστραλία (τον Αύγουστο) και η Ν. Ζηλανδία (το Νοέμβριο) έχουν αποκλείσει τη Huawei από το στήσιμο των δικτύων 5G. Πρόσφατα όμως και η βρετανική εταιρεία τηλεπικοινωνίας BT ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να καταργήσει τον εξοπλισμό της Huawei από το βασικό της δίκτυο 4G και να αποκλείσει επίσης την εταιρεία από την υποβολή προσφορών για συμβάσεις για την προμήθεια του βασικού δικτύου 5G.
Στο “μάτι” των οικονομικών κυρώσεων των ΗΠΑ έχει μπει και η ZTE, ένας άλλος κινεζικός ανταγωνιστής τηλεπικοινωνιακών συσκευών, στον οποίο επιβλήθηκε το 2017 πρόστιμο ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων για παραβίαση κυρώσεων στο Ιράν και στη Βόρεια Κορέα.