Τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών της 31ης Μαρτίου στην Τουρκία αποτύπωσαν αναδιάταξη της εκλογικής επιρροής των δυο μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων. Έναν χρόνο μετά τις προεδρικές εκλογές, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν συγκέντρωσε σε εθνικό επίπεδο το 35,48% των ψήφων, χάνοντας την πρώτη θέση από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), το οποίο απέσπασε το 37,76%.
Το κεμαλικό CHP ξεπέρασε το ΑΚΡ και στον αριθμό των μητροπολιτικών δήμων και περιφερειών. Ωστόσο η επανεκλογή των υποψηφίων της αντιπολίτευσης και μάλιστα με διεύρυνση της εκλογικής ψαλίδας στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις, Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα και Σμύρνη, αποτέλεσε κομβικό στοιχείο των κυβερνητικών απωλειών.
Το αποτέλεσμα βαραίνει περισσότερο για το ΑΚΡ καθώς ο Ερντογάν ανέλαβε προσωπικά το βάρος της προεκλογικής εκστρατείας. Κατά την προεκλογική περίοδο προσπάθησε να διεγείρει εθνικιστικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων προβάλλοντας νεοοθωμανικά μεγαλεία και να διεγείρει την ισλαμιστική βάση του εκλογικού σώματος με προσευχές στην Αγία Σοφία.
Αξιοσημείωτη είναι η περιορισμένη συμμετοχή, που έφτασε στο 78,55%, δηλαδή 9 μονάδες κάτω από τη συμμετοχή στις περσινές προεδρικές εκλογές και 6 μονάδες κάτω από τις προηγούμενες δημοτικές εκλογές του 2019. Η αυξημένη αποχή (για τα δεδομένα τις Τουρκίας) σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές απώλειες δεν μπορούν να ερμηνευτούν παρά σαν καταγραφή της λαϊκής οργής εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που πλήττει μεγάλα στρώματα της Τουρκίας.
Στην κυβερνητική ήττα συνέβαλε και η στάση του Ερντογάν στο Παλαιστινιακό, που κατηγορείται ότι πέρα από τις κορώνες ενάντια στον Νετανιάχου προσπάθησε να ενισχύσει τις σχέσεις του με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Μικρά υπερεθνικιστικά και ισλαμιστικά κόμματα, όπως το Κόμμα Νέας Ευημερίας που στις τελευταίες προεδρικές εκλογές είχε στηρίξει την υποψηφιότητα Ερντογάν, τώρα κατέβασε δικούς του υποψηφίους.
Το φιλοκουρδικό κόμμα DEM, που αποτελεί μετεξέλιξη του HDP, συγκέντρωσε 5,7% σε εθνικό επίπεδο έναντι 8,8% στις περσινές εκλογές. Κέρδισε 3 μητροπολιτικούς δήμους (ανάμεσά τους του Ντιγιάρμπακιρ), 7 περιφέρειες και 65 δήμους. Ωστόσο κάτω από το βάρος της προκλητικά αυθαίρετης καθαίρεσης πολυάριθμων Κούρδων δημάρχων, που είχαν εκλεγεί το 2019 και αντικαταστάθηκαν από διορισμένους από τον Ερντογάν διοικητές, το DEM ωθήθηκε να «δανείσει» ψηφοφόρους του στην αντιπολίτευση, όπως λέχτηκε χαρακτηριστικά για την Κωνσταντινούπολη.
Η ίδια προκλητική και αντιδημοκρατική πολιτική σε βάρος των Κούρδων υποψηφίων μπήκε κιόλας σε εφαρμογή προτού καν συμπληρωθούν δύο 24ωρα από το πέρας των εκλογών. Εκλογική επιτροπή της περιφέρειας Βαν στην ανατολική Τουρκία έσπευσε να στερήσει τη δημαρχία από τον μόλις εκλεγμένο με το DEM -και με ποσοστό 55%- δήμαρχο, Αμπντουλάχ Ζεϊντάν, και να τοποθετήσει στη θέση του τον υποψήφιο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ο οποίος όμως έχασε με 30 μονάδες διαφορά στις εκλογές της 31ης Μαρτίου. Η αποπομπή του Κούρδου δημάρχου ανακλήθηκε ύστερα από τις μαζικές διαμαρτυρίες των υποστηρικτών του.
Ο Ερντογάν χαρακτήρισε το αποτέλεσμα «σημείο καμπής», συμπληρώνοντας πως «φυσικά θα …εξετάσουμε τους λόγους αυτής της υποχώρησης … και θα κάνουμε παρεμβάσεις».
Σε ανερχόμενο πολιτικό αστέρα εμφανίζεται ο Ιμάμογλου για την Τουρκία. Το βράδυ των εκλογών έσπευσε να απευθυνθεί σε ολόκληρη την Τουρκία λέγοντας ότι «σήμερα τελείωσε η περίοδος της κηδεμονίας του ενός ανδρός… Σήμερα η δημοκρατία έχει πει “πρόσω ολοταχώς”», για να προσθέσει: «Οι εκλογές της 31ης Μαρτίου 2024 έδειξαν ότι σταμάτησε η κατολίσθηση της δημοκρατίας στην Τουρκία, είναι η μέρα που αρχίζει η ανύψωση της δημοκρατίας στη χώρα».
Δυτικά Μέσα Ενημέρωσης και τα ντόπια παπαγαλάκια τους υποδέχθηκαν τα αποτελέσματα των εκλογών με διθυράμβους υπέρ του Ιμάμογλου και με εκτιμήσεις για την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για τον Ερντογάν, καλλιεργώντας ψευδαισθήσεις για συνολική στροφή της τουρκικής πολιτικής, για τον «Ευρωπαϊκό προσανατολισμό» και την αλλαγή της επεκτατικής πολιτικής στην περιοχή. Αναπαράγουν ακριβώς το ίδιο αφήγημα με εκείνο της πρώτης περιόδου του Ερντογάν που το κόμμα του διαδέχονταν το 2002 στην εξουσία τον Ετζεβίτ, τον πατέρα του Αττίλα.