Τη δεύτερη επικοινωνία τους μετά από 7 μήνες είχαν ο κινέζος και ο αμερικανός πρόεδρος, οι οποίοι συνομίλησαν επί 90 λεπτά με κύριο θέμα πώς ο «ανταγωνισμός» των δύο χωρών δεν θα εξελιχθεί σε «σύγκρουση».
Μπορεί σε κάθε αμερικανο-κινέζικη συνομιλία κορυφής να γίνεται αναφορά στα σημεία σύγκλισης και συνεργασίας των δύο πλευρών στο πλαίσιο της διασύνδεσης των οικονομιών τους, όμως αυτό που κυριαρχεί στις σχέσεις τους είναι ο οξυμένος ανταγωνισμός και η αντιπαράθεση.
Η συνεχής επίκληση του ενδεχόμενου σύγκρουσης -ιδιαίτερα από την αμερικανική πλευρά- εκφράζει, από τη μια, την όξυνση που έχουν πάρει τα πράγματα στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, καθώς μια σπίθα μπορεί να βάλει φωτιά. Από την άλλη σηματοδοτεί ότι καμία πλευρά δεν είναι έτοιμη -προς το παρόν- για μια τέτοια σύγκρουση και ότι διατηρούνται δίαυλοι επικοινωνίας (επίσημοι και μη) για την εκτόνωση των εντάσεων, όσο είναι αυτό εφικτό, χωρίς όμως να αποκλείονται και τα ατυχήματα.
Σάλο έχουν προκαλέσει στις ΗΠΑ οι αποκαλύψεις για τη μυστική επικοινωνία που είχε ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ, στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, με τον ομόλογό του στρατηγό Λι Τσουοτσένγκ. Ο αμερικανός επιτελάρχης φέρεται να τηλεφώνησε δύο φόρες στο Πεκίνο, μία στις 30 Οκτωβρίου λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές στις ΗΠΑ και στις 8 Ιανουαρίου, δύο ημέρες μετά την εισβολή υποστηρικτών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, για να διαβεβαιώσει την κινεζική πλευρά ότι δεν επίκειται αμερικανική στρατιωτική επίθεση, κατ’ εντολή του τότε αμερικανού προέδρου, με πυρηνικά!
Μάλιστα φέρεται να έβαλε τους υφισταμένους του να υποσχεθούν ότι δεν θα υπάκουαν αμέσως σε μια εντολή του Τραμπ, κυρίως όσον αφορά τη χρήση πυρηνικών όπλων. Σε επικοινωνία δε που είχε με τη Δημοκρατική πρόεδρο της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, οι πληροφορίες κάνουν λόγο πως συμφώνησε με τον χαρακτηρισμό του Τραμπ, ως «τρελού»!
Όπως είναι φυσικό, αυτές οι «διαρροές» ξεσήκωσαν πολιτική θύελλα στις ΗΠΑ με τον Τραμπ να κατηγορεί το Μίλεϊ για «προδοσία». Οι εκπρόσωποι του τελευταίου, χωρίς ουσιαστικά να διαψεύδουν τις επαφές του με την κινεζική πλευρά, ανέφεραν πως αυτές έγιναν μέσα από τα επίσημα διπλωματικά κανάλια του Πενταγώνου και σε συμφωνία με άλλες υπηρεσίες του «βαθέως κράτους» (πχ CIA).
Μπορεί την επαύριο της συνομιλίας Σι Τζινπινγκ – Μπάιντεν να απασχόλησε τα μέσα ενημέρωσης αν ο αμερικανός πρόεδρος έφαγε «άκυρο» από τον κινέζο ομόλογό του στο αίτημά του να υπάρξει συνάντηση κορυφής, όμως η «βόμβα» έσκασε λίγες μέρες μετά.
Με μια αιφνιδιαστική ανακοίνωση, ΗΠΑ – Βρετανία – Αυστραλία δημοσιοποίησαν ότι συνέστησαν τη στρατηγική συμφωνία AUKUS (από τα αρχικά των τριών χωρών) η οποία θα επιτρέψει στην Αυστραλία να έχει για πρώτη φορά πυρηνικά υποβρύχια τα οποία θα προμηθεύσουν οι ΗΠΑ, όπως αναφέρει η κοινή ανακοίνωση. Είναι μόλις η δεύτερη χώρα (μετά τη Βρετανία από το 1958) που οι ΗΠΑ δίνουν αυτή την τεχνολογία.
Ο Τζο Μπάιντεν δήλωσε πως θέλει «να επενδύσει στη μεγαλύτερη πηγή της δύναμής μας, τις συμμαχίες μας» και ότι επιθυμεί «αυτές να τις αναβαθμίσει για να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις απειλές τού σήμερα και του αύριο».
Μετά από αυτή την ανακοίνωση η Αυστραλία θα πρέπει να ακυρώσει μια γιγαντιαία παραγγελία συμβατικών υποβρυχίων από τη Γαλλία, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. «Η απόφαση που λάβαμε να μην συνεχίσουμε με τα υποβρύχια κατηγορίας Attack και να ακολουθήσουμε άλλο δρόμο δεν είναι αλλαγή νοοτροπίας, είναι αλλαγή ανάγκης», δήλωσε o πρωθυπουργός της Αυστραλίας Σκοτ Μόρισον, ο οποίος ανακοίνωσε επίσης την αγορά αμερικανικών πυραύλων Tomahawk.
Η Γαλλία εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της γι’ αυτή την απόφαση, καθώς δημιουργεί τεράστιο πλήγμα στην αμυντική της βιομηχανία και στις βλέψεις της στην περιοχή του Ινδο-ειρηνικού. Οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας ανέφεραν σε ανακοίνωσή τους ότι η απόφαση της Αυστραλίας να αθετήσει τη σύμβαση είναι αντίθετη με το πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.
Βέλη εκτοξεύτηκαν και προς την Ουάσιγκτον, καθώς την κατηγορούν πως η απόφαση των ΗΠΑ να παραμερίσουν τη Γαλλία από τη συμφωνία που είχε συνάψει με την Αυστραλία δείχνει μια έλλειψη συνοχής σε μια στιγμή που οι δύο σύμμαχοι αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Μπορεί στην κοινή ανακοίνωση των τριών χωρών να μην γίνεται αναφορά στην Κίνα, όμως είναι προφανές ότι αυτή είναι ο κύριος στόχος της νέας συμμαχίας. Η κινεζική πλευρά αντιδρώντας σε αυτή την συμφωνία έκανε λόγο για «ψυχροπολεμική νοοτροπία». Η πρεσβεία της Κίνας στην Ουάσιγκτον κάλεσε τις τρεις χώρες να «αποτινάξουν την ψυχροπολεμική τους νοοτροπία και την ιδεολογική τους προκατάληψη» και ότι δεν πρέπει «να οικοδομούν μπλοκ αποκλεισμού που στοχεύουν ή βλάπτουν τα συμφέροντα τρίτων».
Στο πλαίσιο των νέων αντι-κινεζικών συμμαχιών που οικοδομούν οι ΗΠΑ στην περιοχή, έγινε γνωστό πως στις 24/9 ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα δεχθεί τους πρωθυπουργούς της Αυστραλίας, της Ινδίας και της Ιαπωνίας στο πλαίσιο της λεγόμενης Quad.
Φυσικά και η κινεζική πλευρά δεν μένει αμέτοχη στις εξελίξεις. Μετά τις συνεχείς επισκέψεις του αμερικανού υπουργού Άμυνας Λόιντ Όστιν, της αναπληρωτού υπουργού Εξωτερικών Γουέντι Σέρμαν και της αντιπροέδρου Καμάλα Χάρις στην περιοχή της ΝΑ Ασίας, ο Κινέζος ΥΠΕΞ Γουάνγκ Γι πραγματοποίησε πολυήμερη περιοδεία στην περιοχή για να καταλήξει στη Νότια Κορέα. Οι δηλώσεις που έκανε από τη Σεούλ είναι ενδεικτικές του κλίματος που επικράτησε στις διμερείς επαφές του. Όταν ρωτήθηκε για τη στάση της Νότιας Κορέας απέναντι στην αντιπαλότητα ΗΠΑ – Κίνας ήταν ξεκάθαρα κυνικός: «Οι Νοτιοκορεάτες πρέπει να αναρωτηθείτε μόνοι σας αν προτιμάτε τις ΗΠΑ ή την Κίνα (…) Ένα πράγμα είναι σαφές, ότι η Κίνα και η Νότια Κορέα είναι κοντινοί γείτονες και εταίροι, που δεν μπορούν ο ένας να εγκαταλείψει τον άλλο», δήλωσε θυμίζοντας μια αντίστοιχη τοποθέτηση του Μπους ότι «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».