Πραγματοποιήθηκε στην Ινδία στις 9 και 10 Ιανουαρίου, γενική πανεθνική απεργία με συμμετοχή τουλάχιστο των δέκα μεγαλύτερων εργατικών ενώσεων, ενάντια, όπως αναφέρουν, στις αντεργατικές και αντισυνδικαλιστικές πολιτικές της κυβέρνησης Ναρέντρα Μόντι. Στην απεργία συμμετείχαν επίσης εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, τραπεζικοί, υπάλληλοι της εταιρείας ηλεκτρισμού και των σιδηροδρόμων, οδηγοί ταξί μέχρι και πλανόδιοι μικροπωλητές.
Την απεργία επίσης ενίσχυσε και ο αγροτικός κόσμος, που βλέπει τα τελευταία χρόνια είτε να χάνει τη γη του από τις μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις, είτε αυτή να αχρηστεύεται από τη δραστηριότητα των τελευταίων.
Από τους οργανωτές η απεργία θεωρείται ιστορικό γεγονός, κυρίως λόγω του μεγέθους της. Είχε πραγματοποιηθεί πάλι γενική απεργία το 2013, στην οποία υπολογίζεται ότι είχαν λάβει μέρος περίπου 140 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Σ’ αυτή την απεργία, με περισσότερους τομείς να συμμετέχουν από τότε, ο αριθμός των απεργών θεωρείται ότι σίγουρα ξεπέρασε και τον ιλιγγιώδη αριθμό του 2013. Καταλαβαίνει κανείς ότι μια τέτοια επιτυχημένη γενική απεργία σε μια χώρα πολυπληθή με μεγάλη εργατική τάξη, όπως η Ινδία, είναι πράγματι ένα πολύ σημαντικό, αν όχι ιστορικό γεγονός.
Με σοβαρότητα που δε συναντάμε πλέον στη δική μας χώρα, η απόφαση για απεργία ελήφθη στο Εθνικό Συνέδριο Εργατών ήδη από την 28η Σεπτεμβρίου του 2018 και προετοιμάστηκε μεθοδικά όλο αυτό το διάστημα ώστε να εξασφαλισθεί η μαζικότητά της.
Πέρα από την αύξηση του κατώτατου μισθού, την καθολική κοινωνική ασφάλιση και την αντίθεση με τις προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις, ένα ζήτημα που έθεσε η απεργία, είναι και η μη τήρηση της δέσμευσης από την κυβέρνηση για δημιουργία 10 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας το χρόνο. Σύμφωνα με το Γραφείο Εργασίας, κάθε χρόνο δημιουργούνται μόνο 100 – 200 χιλιάδες θέσεις εργασίας, αριθμός μικρός για τη χώρα, ενώ κλείνουν και πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις ταυτόχρονα, περίπου 200 χιλιάδες τα τέσσερα τελευταία χρόνια.