Μετά την αιματηρή επίθεση της 13ης Νοέμβρη στην Κωνσταντινούπολη, την οποία η τουρκική κυβέρνηση απέδωσε στις κουρδικές δυνάμεις του PKK, κάτι που το ίδιο αρνείται ενώ οι ενδείξεις για κρατική προβοκάτσια πολλαπλασιάζονται, η Άγκυρα ξεκίνησε μία στρατιωτική επέμβαση αεροπορικών επιδρομών και βομβαρδισμών σε κουρδικά εδάφη της βόρειας Συρίας και του βόρειου Ιράκ, προαναγγέλλοντας μάλιστα νέα χερσαία επιδρομή το επόμενο διάστημα, για τη δημιουργία της περιβόητης «ζώνης ασφάλειας», που στην πραγματικότητα στοχεύει να διευρύνει την τουρκική κατοχή.
Στη βόρεια Συρία ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε το 2016 – 2017 με τη χερσαία εισβολή της επιχείρησης «Ασπίδα του Ευφράτη», συνέχισε το 2018 με την επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας», ενώ πολλαπλασίασε και σταθεροποίησε παράνομες τουρκικές στρατιωτικές βάσεις το 2019 – 2020 με την επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης». Τώρα εντείνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, για την ώρα από αέρος και με πυροβολικό, μέσω της επιχείρησης «Γαμψό Ξίφος», ενώ ετοιμάζει νέα χερσαία εισβολή.
Ο Ερντογάν αναφέρθηκε ξανά στον στόχο της Άγκυρας να δημιουργήσει μια «ζώνη ασφαλείας πέρα από τα σύνορά μας» και σε όλο τους το μήκος, «από τη Δύση έως την Ανατολή», μέσα στο συριακό έδαφος. Πρόσθεσε μάλιστα ότι οι συριακές πόλεις Ταλ Ριφάτ, Μανμπίτζ, Αΐν αλ-Αράμπ (Κομπάνι στα Κουρδικά) θα περιληφθούν σ’ αυτήν τη «ζώνη ασφαλείας» πλάτους 30 χιλιομέτρων.
Παράλληλα, η τουρκική κυβέρνηση προωθεί συστηματικά την αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης του πληθυσμού των κουρδικών περιοχών που καταλαμβάνει στη Συρία, υπέρ Τουρκμένων και Αράβων προσφύγων της Συρίας, που ενθαρρύνονται να επιστρέψουν στο συριακό έδαφος, μένοντας σε κάποιες από τις χιλιάδες κατοικίες που φτιάχνουν τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες.
Την ίδια ώρα, κι ενώ συνεχίζεται η τουρκική κατοχή συριακών εδαφών, ο Ερντογάν προσπαθεί να εμφανίσει τις νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις για τη γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας ως «κοινό συμφέρον» με τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη, επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό ότι «εμείς επιδιώκουμε να προστατεύσουμε την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και του Ιράκ μαζί με τη χώρα μας». Οι εν λόγω επισημάνσεις επανήλθαν αμέσως μετά την πρόσφατη σύνοδο για τη Συρία στην Αστάνα, όπου Τουρκία, Ιράν και Ρωσία, «φωτογραφίζοντας» κουρδικές δυνάμεις και ΗΠΑ, κατήγγειλαν «σχέδια αυτονομιστών που επιδιώκουν την υπονόμευση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, απειλώντας την εθνική ασφάλεια γειτονικών χωρών». Ο Τούρκος Πρόεδρος επέμεινε ότι η χώρα του «έχει το δικαίωμα να διαθέσει με κάθε τρόπο τις περιοχές στις οποίες δηλώνει αφοσιωμένη, εκτός και εντός των συνόρων της για τη δική της ασφάλεια και κανείς δεν μπορεί να μας εμποδίσει να κάνουμε χρήση αυτού του δικαιώματος».
Η νέα κλιμάκωση των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων σε βόρεια Συρία και βόρειο Ιράκ περιπλέκει κι άλλο το κουβάρι των επικίνδυνων αντιθέσεων στην ευρύτερη περιοχή. Σε μια περιοχή όπου πολλά μέτωπα βρίσκονται «στο κόκκινο» και αλληλεπιδρούν με τη συνολικότερη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Άγκυρα αξιοποιεί για πολλοστή φορά το πρόσχημα του «αντιτρομοκρατικού αγώνα» για να προωθήσει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της, την περιβόητη «ενίσχυση της περιφερειακής ηγεσίας της Τουρκίας».
Την τουρκική επιθετικότητα αβαντάρουν και καλύπτουν τόσο οι ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, όσο και η Ρωσία, καθώς με γνώμονα τη συνεχή προσπάθειά τους για μεγαλύτερο προσεταιρισμό της Άγκυρας αναγνωρίζουν το «νόμιμο δικαίωμά της» να «υπερασπίζεται την ασφάλειά της». Η κάλυψη αυτή δεν αναιρείται ούτε από τις εκκλήσεις τους για «αυτοσυγκράτηση» και «αναλογικότητα», αλλά ούτε και από «ανησυχίες» που εκφράζουν για τους όρους με τους οποίους εντείνονται οι τουρκικές «αντιτρομοκρατικές» πρωτοβουλίες και κατά πόσο αυτές μπορεί να ωφελήσουν αντίπαλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Τη «σημασία της στρατηγικής εταιρικής σχέσης ΗΠΑ – Τουρκίας» επιβεβαίωσαν οι υπουργοί Άμυνας των δύο χωρών, Λόιντ Όστιν και Ακάρ, σχετικά με τις εξελίξεις στη Συρία. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του αμερικανικού Πενταγώνου, ο Όστιν, που πρώτα μετέφερε τα συλλυπητήριά του για τις επιθέσεις σε Κωνσταντινούπολη και νότια Τουρκία, «εξέφρασε ανησυχία για την κλιμακούμενη δράση στη βόρεια Συρία και στην Τουρκία, περιλαμβανομένων των πρόσφατων αεροπορικών επιδρομών, εκ των οποίων ορισμένες απείλησαν άμεσα την ασφάλεια του στρατιωτικού προσωπικού των ΗΠΑ, που συνεργάζεται με τοπικούς εταίρους στη Συρία για να νικηθεί το “Ισλαμικό Κράτος”». Σε αυτό το πλαίσιο, ο Όστιν κάλεσε σε «αποκλιμάκωση» και πρόσθεσε πως «συμμερίζεται τη σθεναρή εναντίωση του αμερικανικού ΥΠΕΞ για μια νέα τουρκική χερσαία επιχείρηση στη Συρία», επαναφέροντας στο προσκήνιο και τις σημαντικές διμερείς διαφωνίες που παραμένουν.
Την ίδια στιγμή η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ, Μαρία Ζαχάροβα, δήλωσε ότι η Μόσχα βρίσκεται «σε στενή συνεργασία με τους Σύρους και Τούρκους εταίρους» της «για την αποτροπή της όξυνσης της κατάστασης στον βορρά της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας», εκτιμώντας ότι νέα χερσαία στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας στο συριακό έδαφος «θα οδηγούσε σε περαιτέρω επιδείνωση της έτσι κι αλλιώς δύσκολης κατάστασης στην περιοχή αυτή της Συρίας, θα επιδρούσε αρνητικά στην κατάσταση στην περιοχή συνολικά».
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το αντικυβερνητικό Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στο Λονδίνο, οι ρωσικές δυνάμεις αύξησαν την παρουσία τους σε περιοχές της βόρειας Συρίας που τελούν υπό τον έλεγχο των κουρδικών δυνάμεων και του συριακού στρατού.
Σημειώνεται επίσης ότι η ηγεσία των κουρδικών δυνάμεων SDF δήλωσε πως «αναστέλλει» τη συνεργασία με τον «διεθνή συνασπισμό» των ΗΠΑ κατά του «Ισλαμικού Κράτους», κατηγορώντας την Ουάσιγκτον ότι δεν έχει καταδικάσει ξεκάθαρα τις τουρκικές επιδρομές στις κουρδικές περιοχές της Συρίας. Δυσαρέσκεια εξέφρασε η ηγεσία των SDF και για τη διγλωσσία της Ρωσίας.
Τέλος, καταγράφηκε παρέμβαση και της Κίνας, που διά στόματος του αναπληρωτή απεσταλμένου στον ΟΗΕ, Γκενγκ Σουάνγκ, ανέφερε ότι «πρέπει να υπερασπιστούμε σθεναρά την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας» και ότι «η κατάσταση ασφάλειας στη Συρία συνεχίζει να είναι ασταθής», καλώντας Τουρκία και Ισραήλ «να σταματήσουν αμέσως τις διασυνοριακές επιθέσεις, να αποφύγουν οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να κλιμακώσει την κατάσταση και να τηρήσουν τον διάλογο για την επίλυση των σχετικών ζητημάτων».