Νέα διπλωματική κινητικότητα για την προώθηση των μακροπρόθεσμων γεωπολιτικών τους συμφερόντων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή αναπτύσσουν οι ΗΠΑ σε Κάιρο, Ιερουσαλήμ, Τελ Αβίβ αλλά και στην έδρα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, όπου εγκρίθηκε με ψήφισμα η πρόταση «τριών φάσεων» που είχε παρουσιάσει ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν, για εκεχειρία στη Γάζα και ανταλλαγή των Ισραηλινών ομήρων με Παλαιστίνιους πολιτικούς κρατούμενους.
Σε πλήρη εξέλιξη ήταν τις τελευταίες μέρες τα παζάρια με στόχο μία συμφωνία εκεχειρίας στη Γάζα, με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ, της Αιγύπτου και του Κατάρ, παζάρια που διασυνδέονται άμεσα με τα σχέδια και τους ανταγωνισμούς για την «επόμενη μέρα» στη Λωρίδα της Γάζας και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή.
Σε αυτό το φόντο, οι ΗΠΑ και άλλες 16 χώρες, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ, με κοινό χαρακτηριστικό ότι πολίτες τους συμπεριλαμβάνονται στους ομήρους που κρατούνται στη Γάζα, υπέγραψαν κοινή ανακοίνωση, με την οποία υποστηρίζουν την πρόταση εκεχειρίας και ανταλλαγής κρατουμένων που περιέγραψε ο Αμερικανός Πρόεδρος στις 31 Μάη. Καλούσαν τη Χαμάς να κλείσει αυτή τη συμφωνία, αναφέροντας μάλιστα ότι «το Ισραήλ είναι έτοιμο να προχωρήσει» με αυτήν, παρότι ακόμα η ισραηλινή κυβέρνηση δεν είχε ανακοινώσει ότι την αποδέχεται και μια σειρά από στελέχη της την απορρίπτουν. Επισημαίνουν ότι «αυτή η συμφωνία θα οδηγήσει σε άμεση κατάπαυση του πυρός και αποκατάσταση της Γάζας, μαζί με εγγυήσεις ασφαλείας για τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους και ευκαιρίες, για μια πιο διαρκή μακροπρόθεσμη ειρήνη και μια λύση δύο κρατών».
Η αμερικανική πρόταση προκάλεσε ενδοκυβερνητικές αντιθέσεις και διεργασίες στο Ισραήλ, όπου η κυβέρνηση πάντως για την ώρα αρνείται να συναινέσει, μιλώντας για «κενά», παραλείψεις, ανακρίβειες. Την ίδια ώρα, ωστόσο, οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να παρουσιάσουν την ισραηλινή κυβέρνηση ως έτοιμη να δεχτεί την πρόταση και πρόβαλαν τη Χαμάς ως «άκαμπτη» στις διαπραγματεύσεις, ώστε να μετακυλήσουν σε αυτήν το ενδεχόμενο ενός νέου ναυαγίου.
Επισήμως η ισραηλινή κυβέρνηση άργησε να αντιδράσει στο ψήφισμα, ενώ συνέχισε τις δολοφονικές επιθέσεις στη Γάζα. Κυβερνητικοί κύκλοι ανέφεραν πως «το Ισραήλ δεν θα τελειώσει τον πόλεμο προτού επιτύχει όλους τους στόχους, δηλαδή εξάλειψη των στρατιωτικών και πολιτικών δυνατοτήτων της Χαμάς, επιστροφή όλων των ομήρων μας και εξασφάλιση πως η Γάζα ποτέ ξανά δεν θα συνιστά απειλή για το Ισραήλ».
Την ίδια στιγμή η απόφαση του ηγέτη του κόμματος «Εθνική Ενότητα», Μπένι Γκαντς, να παραιτηθεί από την ισραηλινή κυβέρνηση και το υπουργικό συμβούλιο πολέμου, καταγγέλλοντας ως «κακή» την κυβέρνηση την οποία υπηρέτησε ως υπουργός, δεν είχε άμεσες συνέπειες για τον Νετανιάχου. Ο Γκαντς επανέλαβε ότι βασικός λόγος της απόφασής του ήταν η απροθυμία του πρωθυπουργού να παρουσιάσει βιώσιμο σχέδιο για την “επόμενη μέρα” στη Γάζα. «Δυστυχώς ο Νετανιάχου μας εμποδίζει να προχωρήσουμε στην πραγματική νίκη”, δήλωσε.
Από την πλευρά τους, στελέχη της Χαμάς ανάφεραν ότι βλέπουν «θετικά στοιχεία» στην πρόταση Μπάιντεν, όπως αυτά που αφορούν «τη μόνιμη κατάπαυση του πυρός, την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τη Λωρίδα της Γάζας, την ανοικοδόμηση της Γάζας και την ανταλλαγή αιχμαλώτων». Προσθέτουν όμως ότι επιμένουν σε ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, όπως η απομάκρυνση των ισραηλινών στρατευμάτων, η ελεύθερη κίνηση των πολιτών μεταξύ βόρειας και νότιας Γάζας και η σημαντική αύξηση της ανθρωπιστικής βοήθειας, καθώς και της αποστολής εξοπλισμού για την απομάκρυνση των βουνών ερειπίων από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς.
Η τελική εκδοχή του κειμένου του ψηφίσματος αναφέρει ότι η πρώτη φάση προβλέπει «άμεση και πλήρη» κατάπαυση του πυρός, απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από «πυκνοκατοικημένες περιοχές» της Λωρίδας της Γάζας για 6 βδομάδες, απελευθέρωση ορισμένων ομήρων, ιδίως γυναικών και αρρώστων, με αντάλλαγμα την αποφυλάκιση Παλαιστινίων που κρατούνται σε ισραηλινές φυλακές και την είσοδο περισσότερης ανθρωπιστικής βοήθειας. Αν η φάση αυτή πάρει πάνω από 6 βδομάδες, η κατάπαυση του πυρός θα συνεχιστεί «για όσο καιρό συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις».
Τελικά η Χαμάς χαιρέτισε το ψήφισμα, ανακοινώνοντας πως το αποδέχεται και πως η οργάνωση είναι έτοιμη να ξεκινήσει έμμεσες διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, τόνισε με νόημα πως εναπόκειται στις ΗΠΑ να διασφαλίσουν ότι το Ισραήλ θα το τηρήσει. Υπογράμμισε πως «η απάντηση της Χαμάς επαναβεβαίωσε τη θέση της οργάνωσης ότι οποιαδήποτε συμφωνία πρέπει να τερματίσει τη σιωνιστική επίθεση εναντίον του λαού μας, να απομακρύνει τις ισραηλινές δυνάμεις, να ανοικοδομήσει τη Γάζα και να επιτύχει μια σοβαρή συμφωνία ανταλλαγής κρατουμένων». Το ψήφισμα χαιρέτισε και η Παλαιστινιακή Αρχή.
Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ συνεχίζουν το «ξέπλυμα» του μακελειού σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού στη Λωρίδα της Γάζας, όπως και τη στρατιωτική στήριξη του ισραηλινού κράτους – δολοφόνου. Χαρακτηριστικά, ο Μπάιντεν ανέφερε ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός «με ακούει», φέρνοντας ως παράδειγμα γι’ αυτό ότι οι ισραηλινές δυνάμεις «θα πήγαιναν στη Ράφα με πλήρη ισχύ, θα εισέβαλλαν σε όλη τη Ράφα, θα έμπαιναν στην πόλη (…) Δεν το έκαναν αυτό». Στην πραγματικότητα, δηλαδή, ο Αμερικανός Πρόεδρος «ξεπλένει» το Ισραήλ για τη χερσαία επίθεση που έχει εξαπολύσει εναντίον της Ράφα από τις αρχές Μάη, η οποία, εκτός από πάρα πολλούς νεκρούς και τραυματίες και πέρα από σφαγές, όπως αυτή στον καταυλισμό αμάχων Ταλ Αλ Σουλτάν, προκάλεσε και τον νέο εκτοπισμό άνω του 1 εκατ. Παλαιστινίων, οι οποίοι δεν έχουν πού να πάνε στην ισοπεδωμένη Γάζα. Παράλληλα, εν μέσω της σφαγής του Παλαιστινιακού λαού οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μία ακόμα συμφωνία για εξοπλισμό του Ισραήλ, με άλλα 25 μαχητικά αεροσκάφη νέας γενιάς F-35.
Απ΄ ό,τι φαίνεται η διπλωματική πρωτοβουλία των ΗΠΑ και τα ψηφίσματα θα έχουν την ίδια τύχη με τόσα άλλα στο παρελθόν, που κουρελιάστηκαν στην πράξη από το κράτος δολοφόνο και τους προστάτες του. Αυτό οι Παλαιστίνιοι το γνωρίζουν πολύ καλά γι΄ αυτό και δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις, από τέτοιου είδους ψηφίσματα και πρωτοβουλίες.