Πραγματοποιήθηκε ο πρώτος γύρος των γαλλικών εκλογών. Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν πήρε το 27,84% των ψήφων (από 24% το 2017) και η Μαρί Λεπέν, δεύτερη, έλαβε 23,15% (από 21,3%).
Τα εκβιαστικά διλήμματα -σε ένα ρευστό σκηνικό φόβου και ανασφάλειας για το μέλλον- λειτούργησαν σε ένα βαθμό υπέρ του Μακρόν. Η προεκλογική του εκστρατεία, στηριγμένη σε μεγάλο βαθμό στο αφήγημα της υπεράσπισης των «δημοκρατικών δυτικών αξιών», απέναντι στην απειλή της ακροδεξιάς αλλά και γενικά των «άκρων», δεν έπεισε τους Γάλλους ψηφοφόρους.
Στα πέντε χρόνια της προεδρίας του, σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και μεγάλης όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, προώθησε μια σειρά από αντεργατικά προεδρικά διατάγματα και νόμους, δυνάμωσε την καταστολή, χτύπησε κατακτήσεις και δικαιώματα, υπήρξε ο ένθερμος στυλοβάτης της ΕΕ του αντικομμουνισμού και της θεωρίας των δύο άκρων, συμμετείχε σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, έδωσε τα πάντα για τα συμφέροντα των γαλλικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, με τα «σπασμένα» να τα πληρώνει πάντα ο γαλλικός λαός.
Σταθερή άνοδο σημειώνει η ακροδεξιά υποψήφια Λεπέν, παρά τις τόσες εκκλήσεις για «δημοκρατικά μέτωπα» ενάντιά της. Από το 16,9% του πατέρα της το 2002, στο 21,3% της ίδιας το 2017 και στο 23,15% στις εκλογές της περασμένης Κυριακής, το άθροισμα των τριών ακροδεξιών υποψηφίων φτάνει το 32%. Η Λεπέν προσπαθεί να μεταμφιεστεί κάπως και να απαλύνει την εικόνα τού «σκληρού» ακροδεξιού πατέρα της. Έτσι, για να μη τρομάξει τους γάλλους ψηφοφόρους, εμφανίζεται μετριοπαθέστερη και δηλώνει μεταξύ των άλλων ότι δεν επιδιώκει «αποχώρηση από την ΕΕ αλλά βελτίωσή της», εκφράζοντας και μερίδες του γαλλικού κεφαλαίου.
Φαίνεται ότι οι διάφορες «δημοκρατικές πανστρατιές» δεν αντιμετωπίζουν την άνοδο της ακροδεξιάς, αφού την γεννούν και την ενισχύουν οι διαχρονικές, αντιλαϊκές πολιτικές που υλοποίησαν όλες οι κυβερνήσεις.
Ένα άλλο στοιχείο των Γαλλικών εκλογών είναι το «φαινόμενο» του «εκτός πλαισίου πολιτικών κομμάτων», «αριστερού» Ζαν-Λικ Μελανσόν της «Ανυπότακτης Γαλλίας», προερχόμενου από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που βρέθηκε στην τρίτη θέση με ποσοστό 21,95% (από 19,6%). Ξεπέρασε τα προγνωστικά που του έδιναν οι δημοσκοπήσεις, λίγο έλειψε να είναι ο αντίπαλος του Μακρόν στο δεύτερο γύρο και φαίνεται πως θα διεκδικήσει ακόμα πιο πρωταγωνιστικό ρόλο στην αναμόρφωση του γαλλικού πολιτικού σκηνικού. Ο Μελανσόν ανέβασε το ποσοστό του, παρά την κάθοδο με δικούς τους υποψηφίους του ΚΚΓ και των Πρασίνων, που το 2017 είχαν υποστηρίξει την υποψηφιότητά του.
Η σταθερή και ενισχυμένη παρουσία Μελανσόν, που εμφανίζεται με ένα φιλολαϊκό, αριστερό προφίλ, χωρίς βέβαια να αμφισβητεί βασικές επιλογές του συστήματος, έρχεται να εκφράσει τα βαθιά πληττόμενα στρώματα και τη λαϊκή δυσαρέσκεια, που αναζητούν διεξόδους και που δεν τις βρίσκουν στα παραδοσιακά «αριστερά» κόμματα. Η φτώχεια, η ανεργία, η περιστολή πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, η καταστολή, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι πόλεμοι έχουν ξεθωριάσει το προσωπείο της Γαλλίας ως «λίκνου της δημοκρατίας» και έχουν καθίσει για τα καλά πάνω στην εργατική τάξη και το λαό της Γαλλίας που, πέρα από κινητοποιήσεις που έκαναν τα τελευταία χρόνια, αναζητούν τρόπους έκφρασης της οργής και της αγανάκτησής τους.
Ο Μελανσόν, κάνοντας λόγο για απόφαση «προσωπικής συνείδησης» και λέγοντας ότι οι Γάλλοι καλούνται να διαλέξουν «ανάμεσα σε δύο κακά», χωρίς να μιλήσει ανοιχτά υπέρ της ψήφου στον Μακρόν, με μήνυμά του επανέλαβε «ούτε μια ψήφος στην κυρία Λεπέν».
Χαρακτηριστική πτώση είχαν τα υπόλοιπα «αριστερά» κόμματα. Το κάποτε ισχυρό και μαζικό Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα πήρε μόλις 2,3%, το Σοσιαλιστικό μόλις 1,75% από 6,4% το 2017 και τα δυο κόμματα της «άκρας Αριστεράς» είδαν να παίρνουν 0,8% και 0,6%. Την ίδια τύχη είχαν και τα άλλα παραδοσιακά δεξιά κόμματα.
Η εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής επιβεβαιώνει την καταβαράθρωση των φθαρμένων παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων (δεξιάς και «αριστεράς») και την αντικατάστασή τους από προσωποκεντρικά κόμματα. Αποτυπώνει την προσπάθεια της γαλλικής αστικής τάξης για δημιουργία εφεδρειών, για τη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και τη συνέχιση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής, μέσα από την ενσωμάτωση της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Ταυτόχρονα αναδεικνύει τη φτωχοποίηση και περιθωριοποίηση πλατιών λαϊκών στρωμάτων και τις εκρηκτικές αντιθέσεις, το βαθύ διχασμό και την πόλωση στη γαλλική κοινωνία, μετά από μια διετία καραντίνας, φτώχειας, ακρίβειας και πολέμων.
Στο δεύτερο γύρο ο Μακρόν, προβαλλόμενος ως ο «προοδευτικός πόλος», διατηρεί το προβάδισμα, με υπαρκτό και το σενάριο της «ακροδεξιάς παρένθεσης» και με το Μελανσόν να φαντάζει στο βάθος σαν η μελλοντική «απάντηση» στα αστικά αδιέξοδα και ως εφεδρεία του συστήματος.
Ενδιαφέρον έχουν και οι «αναγνώσεις» των κομμάτων του εγχώριου πολιτικού συστήματος, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, που με μια φωνή τάσσονται στο πλευρό του Μακρόν, αναπαράγοντας τα κάλπικα διλήμματα της «απάντησης στην ακροδεξιά», του «μικρότερου κακού» και των κινδύνων για τη δημοκρατία στην Ευρώπη. Είναι «αναγνώσεις» που στοχεύουν στην αναπαραγωγή των ίδιων διλημμάτων και στην ενίσχυση της ενσωμάτωσης του λαού και στη χώρα μας.
Από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, -και προκειμένου να εξυπηρετήσει προεκλογικές σκοπιμότητες- προβάλλεται και η ιδέα της «ενότητας της Αριστεράς», με το επιχείρημα ότι αν το Γαλλικό ΚΚ, σταθερός υποστηρικτής διαφόρων σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, ξανακατέβαινε με τον Μελανσόν, η Λεπέν θα έμενε εκτός β’ γύρου.
Εκείνο που τελικά προκύπτει είναι η ανάγκη η εργατική τάξη και ο γαλλικός λαός, μέσα από τις κινητοποιήσεις που έκανε και θα κάνει, να μπορέσει να συγκροτήσει ένα ισχυρό εργατικό λαϊκό κίνημα, με πραγματικά αριστερό πολιτικό προσανατολισμό, που δεν θα εγκλωβίζεται σε κάλπικα διλήμματα και από «σωτήρες», μέσα από το οποίο θα πρέπει να αναζητήσει και ανασυγκροτήσει και την κομμουνιστική του πρωτοπορία.