Στις 24 Φλεβάρη συμπληρώνονται ακριβώς 2 χρόνια από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία όταν η Ρωσία εισέβαλε στη χώρα της ανατολικής Ευρώπης. Η επέμβαση αυτή ήρθε σαν κλιμάκωση του ακήρυχτου πολέμου που μαίνονταν από το 2014 στις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας, μετά το αμερικανοστήρικτο φασιστικό πραξικόπημα του Μαϊντάν.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η καπιταλιστική Ρωσία ένιωσε να ασφυκτιά από την περικύκλωση του ΝΑΤΟ, των Αμερικάνων, της ΕΕ με την επέκτασή τους ανατολικά ως τα δυτικά σύνορά της, ενσωματώνοντας κάτω από την ευρωατλαντική ομπρέλα όλες τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, εκτός από τη Λευκορωσία και την Ουκρανία. Βασική επιδίωξη των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν η ασφυκτική πρόσδεση της Ουκρανίας στο ευρωνατοϊκό άρμα και ο περιορισμός έως εκμηδένιση των ερεισμάτων της ρωσικής επιρροής στην Ουκρανία. Εσωτερικό στήριγμά σε αυτούς τους σχεδιασμούς ήταν οι φασίστες λακέδες του Κιέβου που κατέλαβαν την εξουσία μετά το αιματοβαμμένο πραξικόπημα του 2014.
Με το ξέσπασμα του πολέμου οι ΗΠΑ θέλησαν να σύρουν τη Ρωσία σε έναν πόλεμο φθοράς και οικονομικής αποδυνάμωσης σπάζοντας τους οικονομικούς δεσμούς της Μόσχας με την Ευρώπη που αναπτύσσονταν κυρίως γύρω από την ενέργεια, με αποκορύφωμα την ανατίναξη των αγωγών Nord Stream Ι και II. Τορπιλίζοντας κάθε προσπάθεια συμβιβασμού για κατάπαυση του πυρός επέβαλαν σειρά οικονομικών κυρώσεων με σκοπό να γονατίσουν οικονομικά τη Ρωσία και να προκαλέσουν αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα.
Δυο χρόνια μετά τη στρατιωτική εισβολή του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία, την κατάκτηση ουκρανικών εδαφών και την προσάρτησή τους, οι πολεμικές συγκρούσεις κλιμακώνονται διαρκώς με το ρίξιμο νέων δυνάμεων στις μάχες. Ο ουκρανικός λαός βιώνει τις ολέθριες συνέπειες του πολέμου, ενώ η σύγκρουση απειλεί να πυροδοτήσει έναν ευρύτερο πόλεμο και συνεχώς επανέρχεται στο προσκήνιο ο πυρηνικός αλληλοεκβιασμός. Η έκβαση του αποτελέσματος είναι αβέβαιη. Η περίφημη ουκρανική αντεπίθεση αποδείχθηκε ένα φιάσκο παρά τον πακτωλό δισεκατομμυρίων και πολεμικού υλικού που χορήγησαν στο καθεστώς Ζελένσκι οι δυτικοί πάτρωνές του.
Οι ηγέτες της Δύσης βρίσκονται μπροστά σε μεγάλα διλήμματα και αδιέξοδα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες για την περαιτέρω χρηματοδότηση και παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού στον Ζελένσκι. Αποκορύφωμα είναι η σφοδρή σύγκρουση του Μπάιντεν με τον Τραμπ για το νέο χρηματοδοτικό πακέτο αλλά και η αντίθεση της Ουγγαρίας για την περαιτέρω παροχή χρηματοδότησης στο Κίεβο που ξεπεράστηκε προσωρινά μετά από παζάρια και εκβιασμούς. Ο Ζελένσκι ο οποίος όχι μόνο δεν φαίνεται ικανός να απωθήσει τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά υποχωρεί στα πεδία των μαχών κάτω από τις επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας, αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τον αρχηγό του στρατεύματος Ζαλούζνι. Στη δύση δυναμώνουν οι φωνές που ζητούν διαπραγμάτευση με τον Πούτιν. Μόνο που σε μια τέτοια περίπτωση ο Ρώσος πρόεδρος όχι μόνο δεν θα ηττηθεί, όπως διατυμπανίζουν πως είναι ο βασικός τους σκοπός, αλλά θα είναι αυτός που θα επιβάλει τους όρους για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Προς το παρόν η απάντηση των Αμερικάνων και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών είναι η συνέχιση της στήριξης του Κιέβου και η παραπέρα όξυνση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Εφοδιάζουν με τεράστιο πολεμικό εξοπλισμό και δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια το Κίεβο, συνεχίζουν τον οικονομικό πόλεμο και την επιβολή αλλεπάλληλων πακέτων κυρώσεων στη Ρωσία. Αν και θεωρούν πλέον ως μη άμεσα εφικτή την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, καθώς κάτι τέτοιο θα έκανε εκρηκτική τη σύγκρουσή τους με τη Ρωσία, επιδιώκουν να κάνουν στενότερη τη σύνδεση της Ουκρανίας με τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, υιοθετώντας στη σύνοδο των G7, στο περιθώριο της συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, τον Ιούλη του 2023, την απόφαση για τις λεγόμενες «μακροπρόθεσμες εγγυήσεις ασφαλείας». Αυτές περιλαμβάνουν σειρά στρατιωτικών και οικονομικών μέτρων για τη μακρόχρονη στήριξη του ουκρανικού καθεστώτος από το ΝΑΤΟ και τα κράτη της Δύσης. Η απόφαση προβλέπει τη συνέχιση των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Την παροχή στο ουκρανικό καθεστώς μεγάλων ποσοτήτων και αναβαθμισμένων δυτικών όπλων. Την ενίσχυση της στρατιωτικής βιομηχανίας της Ουκρανίας για παραγωγή δυτικών εξοπλισμών που συμπεριλαμβάνει και τη δημιουργία μονάδων κολοσσιαίων πολεμικών βιομηχανιών της Δύσης μέσα στην Ουκρανία. Την εκπαίδευση των ουκρανικών στρατευμάτων από δυτικά κράτη. Τη διάθεση δυτικών κεφαλαίων για τη δημοσιονομική και την επενδυτική στήριξη της ουκρανικής οικονομίας. Την κατάσχεση ρωσικών «παγωμένων» κεφαλαίων, που ήταν τοποθετημένα στη Δύση για τη χρηματοδότηση του ουκρανικού καθεστώτος. Με τον ίδιο στόχο, της δυτικής απορρόφησης της Ουκρανίας, η ΕΕ έλαβε απόφαση να ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με το Κίεβο. Ταυτόχρονα, αποφάσισαν να εγκαταστήσουν νέες νατοϊκές δυνάμεις μάχης με δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στις Βαλτικές χώρες, την Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σλοβακία, ενώ ετοιμάζονται ύστερα από την ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ να εντάξουν και τη Σουηδία.
Αν και στο δυτικό στρατόπεδο επιδιώκουν να εμφανιστούν με μία ενιαία γραμμή οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του διαρκώς οξύνονται. Αμέσως μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία φάνηκε να ενισχύονται οι δεσμοί ΗΠΑ-ΕΕ και να περιορίζονται οι μεταξύ τους αντιθέσεις, στη συνέχεια όμως όλο και πιο ευδιάκριτα διαγράφεται μια διαφοροποίηση στη στάση βασικών χωρών της ΕΕ. Ιδιαίτερα της Γερμανίας, η οποία αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τη φθηνή ενέργεια του ρωσικού φυσικού αερίου με το πανάκριβο LNG των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού οι ΗΠΑ αξιοποιούν τον πόλεμο στην Ουκρανία για να κρατήσουν γονατισμένη την ΕΕ, παραδομένη στους αμερικανικούς σχεδιασμούς και σε ρήξη με τη Ρωσία.
Η βίαιη απεξάρτηση της ΕΕ από τη φθηνή ρωσική ενέργεια είχε ως συνέπεια η ευρωπαϊκή οικονομία, τα τελευταία δύο χρόνια, να υποστεί μεγάλο πλήγμα σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας απέναντι στις οικονομίες των άλλων μεγάλων καπιταλιστικών κέντρων, αφού οι τιμές αυτές είναι 2 με 3 φορές υψηλότερες απ’ ό,τι στην Κίνα και στις ΗΠΑ. Η απόφαση της Γερμανίας να επιδοτήσει με 200 δισεκατομμύρια ευρώ την οικονομία της και να προχωρήσει σε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα στρατιωτικών εξοπλισμών ρίχνει επιπλέον λάδι στη φωτιά των ανταγωνισμών τόσο με τις ΗΠΑ όσο και εντός της ΕΕ. Οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους χρησιμοποιούν τον πόλεμο στην Ουκρανία και το αντιρωσικό μέτωπο για να δημιουργηθούν όροι και συνθήκες που θα αποτρέψουν τις μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και ανατροπές που κυοφορούνται σε παγκόσμια κλίμακα.
Σε ένα πλαίσιο όπου οι σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ρωσίας γίνονται όλο και πιο στενές διαμορφώνεται σταδιακά ένας άλλος, μεγαλύτερος κόσμος, που αμφισβητεί έμπρακτα την κυριαρχία των ΗΠΑ και της Δύσης. Τόσο στα πλαίσια του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, όσο και στην ομάδα των BRICS η οποία διευρύνθηκε με νέες χώρες, η Κίνα και η Ρωσία όχι μόνο προωθούν την οικονομική και πολιτική συνεργασία των χωρών που συμμετέχουν, αλλά έχουν θέσει και το ζήτημα της στενής συνεργασίας τους και στον στρατιωτικό τομέα. Ήδη έχει ξεπεραστεί προ πολλού ο στόχος των 200 δισ. δολαρίων που είχε τεθεί για τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών για το 2024.
Χάρις σε αυτόν τον κόσμο που διαμορφώνεται, η επιβολή σκληρών οικονομικών κυρώσεων της Δύσης σε βάρος της Ρωσίας δεν είχε τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν. Αντίθετα η ρωσική οικονομία άντεξε το ασφυκτικό οικονομικό εμπάργκο, ξεπέρασε τον ορυμαγδό των κυρώσεων, ενώ αυτοί που βουλιάζουν στην οικονομική και πολιτική κρίση είναι οι Δυτικοί, ιδιαίτερα οι χώρες της ΕΕ με πρώτη τη Γερμανία. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου «είναι σαφές ότι ο άνεμος φυσάει ενάντια στη Δύση, φυσάει εναντίον μας. Και πρέπει να κερδίσουμε τη μάχη των αφηγήσεων».
Σε μια περίοδο όπου η προσοχή των Αμερικάνων στρέφεται στο Ειρηνικό Ωκεανό και την Κίνα και αμφισβητείται η ιμπεριαλιστική ηγεμονία των ΗΠΑ (αποχώρηση από το Αφγανιστάν, τη Συρία, το Ιράκ κλπ), η Ρωσία του Πούτιν εκτιμά ότι μπορούν να ανατραπούν οι γενικότερες συμφωνίες που καθόριζαν τις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση και να επιβληθούν νέες, περισσότερο επωφελείς για την ίδια, με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς δυνάμεων. Στόχος της επιθετικής κίνησης της Ρωσίας είναι να βάλει φρένο στην επεκτατική πορεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού προς τα ανατολικά σπάζοντας την ασφυκτική περικύκλωσή της, να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και να ανακτήσει την επιρροή και τα συμφέροντα του ρωσικού ιμπεριαλισμού πάνω στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που απέσπασαν οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοι τους.