Κλιμακώνεται παραπέρα η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Βενεζουέλα και τη γειτονική Γουιάνα γύρω από τη διεκδικούμενη περιοχή του Εσεκίμπο, έκτασης 159.500 τ.χλμ., πλούσια σε ορυκτό πλούτο, όπου δραστηριοποιείται σ’ αυτήν ο αμερικανικός ενεργειακός κολοσσός «ΕxxonMobil» και διοικητικά ανήκει στη Γουιάνα.
Η κυβέρνηση του Μαδούρο, αφού πραγματοποίησε συμβουλευτικό δημοψήφισμα στις 3 Δεκέμβρη, όπου με συμμετοχή 50%, το 95% απάντησε θετικά στο ενδεχόμενο ενσωμάτωσης της περιοχής στην επικράτεια της Βενεζουέλας, προχώρησε και ψήφισε στη Βουλή τον λεγόμενο οργανικό νόμο για την υπεράσπιση του Εσεκίμπο, που γίνεται επαρχία της Βενεζουέλας. Μάλιστα, συστήνεται Εθνική Ύπατη Αρμοστεία για την περιοχή αυτή, με ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή.
Πρόκειται για πρωτοφανείς ενέργειες με στόχο την προσάρτηση της μισής γειτονικής χώρας, ακόμη και με στρατιωτικά μέσα. Ψηφίζονται νόμοι που αφορούν ξένη επικράτεια. Η Βενεζουέλα βρίσκεται αντιμέτωπη με το σύνολο των χωρών της περιοχής που αντιδρούν έντονα, και στην ουσία αυτοϋπονομεύεται. Η απομόνωση και στοχοποίηση της Βενεζουέλας εξαιτίας αυτής της “παράξενης” ενέργειας, αποτελεί αναπάντεχο δώρο στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, που χρόνια τώρα υπονομεύει και θέλει την απομόνωση και στοχοποίηση του Καράκας και των κυβερνήσεων Τσάβες και Μαδούρο.
To συγκεκριμένο δημοψήφισμα, που στήριξε και μεγάλο τμήμα της αστικής αντιπολίτευσης, αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Μαδούρο, κυρίως για αποπροσανατολιστικούς σκοπούς και τόνωση της λεγόμενης «πατριωτικής και εθνικής ενότητας», σε μια περίοδο που οξύνεται η επίθεση στα λαϊκά στρώματα και προχωράνε αντιλαϊκά μέτρα και ιδιωτικοποιήσεις.
Η αντιπαράθεση αυτή που σηκώνεται τώρα από την κυβέρνηση Μαδούρο, με «πατριωτικές» κορόνες, γίνεται σε μια περίοδο που εντείνεται η αντιλαϊκή επίθεση. Ταυτόχρονα, αποκτά και γεωστρατηγικές διαστάσεις, καθώς είναι δεδομένο ότι στο έδαφος της Λατινικής Αμερικής εξελίσσεται ένας σφοδρότατος ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός ανάμεσα στο ευρωατλαντικό και στο υπό διαμόρφωση ευρασιατικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ, με την Κίνα και τη Ρωσία να έχουν διεισδύσει στην περιοχή και τον τεράστιο ενεργειακό της πλούτο να αποτελεί το «μήλον της Έριδος». Από την άποψη αυτή έχουμε έναν τυχοδιωκτισμό, που εκθέτει σε απρόβλεπτους κινδύνους τον λαό και τη χώρα.
Η εδαφική διαμάχη ανάμεσα στις δύο χώρες για την περιοχή, ξεκινάει ουσιαστικά από την περίοδο της αποικιοκρατίας, όπου η Γουιάνα ανήκε στη Μεγάλη Βρετανία. Με την τυπική ανεξαρτησία της το 1966 και την ανακήρυξη του κράτους το 1970, όλες οι αστικές κυβερνήσεις του Καράκας διεκδικούσαν την εν λόγω περιοχή, πλούσια σε υδάτινο δυναμικό και σε πετρέλαιο, που εκμεταλλεύεται κυρίως η αμερικανική «Exxon Mobil».
Οι τελευταίες εξελίξεις προκάλεσαν την αντίδραση της κυβέρνησης της Γουιάνας, με τον πρόεδρό της, Ιρφάαν Άλι, σε διάγγελμά του να κάνει λόγο για «απευθείας απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας της Γουιάνας», ενώ πρόσθεσε ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι σε «πλήρη συναγερμό» και η χώρα «έτοιμη να συνεργαστεί με τους περιφερειακούς συμμάχους της και τις ΗΠΑ για την άμυνά της».
Χαρακτηριστικές είναι και οι αντιδράσεις από το εξωτερικό. Οι ΗΠΑ που στηρίζουν τη Γουιάνα, μέσω της πρεσβείας τους στη χώρα ανακοίνωσαν ότι ξεκινάνε άμεσα διμερείς στρατιωτικές ασκήσεις «ρουτίνας». Από την πλευρά της, η Βρετανία, της οποίας αποικία ήταν η Γουιάνα πριν από την τυπική ανεξαρτητοποίησή της, σήμερα εξακολουθεί να ανήκει στη Βρετανική Κοινοπολιτεία, εξέφρασε την ανησυχία της για τις κινήσεις της Βενεζουέλας και ο ΥΠΕΞ της δήλωσε πως «είμαστε ξεκάθαροι ότι τα σύνορα διευθετήθηκαν το 1899 μέσω διεθνούς διαιτησίας». Βέβαια, αυτήν τη «διευθέτηση» αμφισβητεί η Βενεζουέλα, επιμένει στην οριοθέτηση των συνόρων μέσω άμεσων διαπραγματεύσεων με τη Γουιάνα, όπως ορίζεται από τη Συμφωνία της Γενεύης του 1966.
Εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών τόνισε ότι «οι δύο πλευρές είναι καλοί φίλοι της Κίνας» και κάλεσε σε «φιλική και κατόπιν διαπραγματεύσεων λύση που θα είναι ωφέλιμη για τους ανθρώπους και των δύο εθνών, και θα συμβάλει στη σταθερότητα, στη συνεργασία και στην ανάπτυξη σε Λατινική Αμερική και Καραϊβική».
Η Μόσχα υποστήριξε ότι «η Βενεζουέλα θα υποβληθεί σε εξωτερική πίεση και δεν θα λάβει καμία υποστήριξη από τους συμμάχους της στην ήπειρο αν επιλέξει τη στρατιωτική προσάρτηση της περιοχής». Συμπλήρωσε δε πως η χαλάρωση ορισμένων κυρώσεων δεν θα προχωρήσει και επέμεινε ότι πρέπει να επιδιωχθεί διπλωματική συμφωνημένη λύση.