Η νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ αναλαμβάνει, μετά την ορκωμοσία της, στις 20 Γενάρη, την προάσπιση των συμφερόντων ενός ισχυρού τμήματος της μονοπωλιακής αστικής τάξης των ΗΠΑ που χρόνο με τον χρόνο χάνει σε οικονομική και γεωπολιτική επιρροή, σε περίοδο μεγάλης όξυνσης του ανταγωνισμού σε πολλά πεδία και με το βλέμμα στραμμένο στους βασικούς ανταγωνιστές που αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και ιδιαίτερα την Κίνα.

Αυτή η πραγματικότητα, την οποία παραδέχονται δημόσια και οι ίδιοι, καθώς δηλώνουν ότι “πρέπει να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη”, αποτελεί και τη βάση της στρατηγικής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού για τα επόμενα χρόνια της διακυβέρνησης Τραμπ. Καταλογίζουν ευθύνες στην κυβέρνηση Μπάιντεν και στο Δημοκρατικό Κόμμα, καθώς και στους νατοϊκούς συμμάχους τους, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, με τους οποίους οξύνουν την αντιπαράθεσή τους. Η πολιτική αναπλήρωσης του “χαμένου εδάφους” σκληραίνει τη στάση τους, γίνονται πιο επιθετικοί τουλάχιστον στα λόγια και αυτό αποτυπώνεται στην ακραία ρητορική του Τραμπ για τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά.

Το 2024 αποτέλεσε έτος κατά το οποίο η όξυνση των αντιθέσεων και στο εσωτερικό της αστικής τάξης των ΗΠΑ έφτασε σε ανοικτό διχασμό. Σε μια περίοδο με τις εστίες του πολέμου να καίνε, οι αντιπαραθέσεις σχετικά με τον τρόπο και τις συμμαχίες για την αντιμετώπιση της ανόδου της Κίνας, αλλά και για τις προτεραιότητες για το πού θα βρουν κερδοφόρες διεξόδους, ήρθαν ορμητικά στην επιφάνεια και αποκρυσταλλώθηκαν στις προεδρικές εκλογές.

Ως λύσεις προβάλλονται, η αποφασιστικότερη στροφή των ΗΠΑ στην οικονομία ως μια ακόμη προσωρινή διέξοδος στα αδιέξοδα του συστήματος, η προσπάθεια θωράκισης της οικονομίας της με αναζήτηση για το κατάλληλο μείγμα εμπορικών δασμών και κυρώσεων απέναντι στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και η απάντηση σε κινήσεις όπως αυτές για την «αποδολαριοποίηση» της παγκόσμιας οικονομίας. Δεδομένα που δημιουργούν ένα «κουβάρι» ανταγωνισμών, όπου η κάθε κίνηση όχι απλά δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που βρίσκονται στο μεδούλι του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά τα οξύνει παραπέρα. Όλα αυτά σε συνθήκες όπου μια νέα κρίση «χτυπάει την πόρτα» της καπιταλιστικής οικονομίας διεθνώς, αλλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ.

Με υπόβαθρο όλα αυτά οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί έφτασαν σε πρωτοφανή ύψη. Τα αστικά επιτελεία έφτασαν να προειδοποιούν για «νέο εμφύλιο» προ των πυλών, το πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ γνωρίζει μία ακραία πόλωση και η κοινωνία έναν βαθύ ταξικό και πολιτικό διχασμό. Ο ίδιος ο Μπάιντεν μίλησε υποκριτικά, για “νέα ολιγαρχία που απειλεί την δημοκρατία”. Η εξαγγελθείσα πολιτική Τραμπ, όχι μόνο δεν πρόκειται να λύσει αυτά τα προβλήματα αλλά αντίθετα θα οξύνει τις αντιθέσεις και θα βαθύνει την γενικευμένη κρίση.

«Παραληρηματικές», «άγαρμπες», «παρανοϊκές». Αυτοί είναι ορισμένοι μόνο από τους χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν τα δημοσιεύματα σχετικά με τις δηλώσεις του Τραμπ και του παρατρεχάμενου υπουργού του Έλον Μάσκ για μία σειρά ζητήματα. Αν ο Τραμπ δρα ως κοινός τραμπούκος, ο Μασκ δρα ως ένας παγκόσμιος προβοκάτορας. Με αυτόν τον ρόλο ο Μασκ απευθύνθηκε προσβλητικά και απαξιωτικά στον πρωθυπουργό του Καναδά Τριντό, πήρε ανοικτά θέση υπέρ του ακροδεξιού κόμματος Afd στις επερχόμενες εκλογές στη Γερμανία, κάλεσε τον βασιλιά της Βρετανίας να καθαιρέσει τον πρωθυπουργό, ενώ πήρε θέση υπέρ του ακροδεξιού κόμματος Reform U.K. Αποκορύφωμα δε ήταν ο ναζιστικός χαιρετισμός στους οπαδούς του Τράμπ σε εκδήλωση την ημέρα της ορκωμοσίας. Εκτός βέβαια από τον Μασκ και τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης είναι το ίδιο φασιστοφρενικά.

Ο Τραμπ, κατά την ομιλία του στη διάρκεια της τελετής ορκωμοσίας του, έδωσε υποσχέσεις προς τα αμερικανικά μονοπώλια, πίσω από τις γνωστές επικλήσεις στο έθνος, ότι θα βιώσουν έναν «χρυσό αιώνα» και θα γίνουν ξανά «σεβαστά», θα επικρατήσουν δηλαδή στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. «Η χρυσή εποχή της Αμερικής ξεκινά τώρα», είπε ο Τραμπ υποσχόμενος ότι «από σήμερα η χώρα μας θα ανθίσει και θα είναι σεβαστή» και ότι οι ΗΠΑ θα είναι «ξανά πλούσιο έθνος».

Την ίδια ώρα δε που ισχυρίστηκε ότι θέλει να αφήσει κληρονομιά ενός «ειρηνοποιού Προέδρου», οικειοποιούμενος τη συμφωνία εκεχειρίας στη Γάζα, έδωσε σαφή στοιχεία της κλιμάκωσης του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα. Σε αυτό το πλαίσιο, «προειδοποίησε» ξανά πως οι ΗΠΑ θα πάρουν πίσω τη Διώρυγα του Παναμά, επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό πως παραβιάζονται οι συνθήκες και η Διώρυγα ελέγχεται από την Κίνα. Ήδη η Μόσχα αντέδρασε σε αυτό μιλώντας για τήρηση των συμφωνιών με τον Παναμά. Αφού υποσχέθηκε πως η κυβέρνησή του θα χτίσει «τον ισχυρότερο στρατό που έχουμε δει ποτέ», συμπλήρωσε: «Οι ένοπλες δυνάμεις μας θα είναι ελεύθερες για να εκπληρώσουν τη μοναδική αποστολή που έχουν: Να κατατροπώσουν τους εχθρούς της Αμερικής». Πρόσθεσε ότι οι ΗΠΑ θα αυξήσουν τον πλούτο τους, «θα επεκτείνουν την επικράτειά τους» και θα υψώσουν τη σημαία τους μέχρι και στον Άρη. Φανταστείτε να μην πλάσαρε τον εαυτό του ως ειρηνοποιό. Βέβαια δεν είπε λέξη για τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον οποίο θα έληγε σε 24 ώρες, οι οποίες ήδη γίνανε έξι μήνες και βλέπουμε.

Αφού δήλωσε πως από «σήμερα στην Αμερική υπάρχουν δύο φύλα: Το αρσενικό και το θηλυκό», ανακοίνωσε πως θα μετονομάσει με διάταγμα τον Κόλπο του Μεξικού σε Κόλπο της Αμερικής και πως θα προχωρήσει σε αύξηση των στρατευμάτων στα σύνορα με το Μεξικό, επιβάλλοντας «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», επικαλούμενος την ανάγκη ανάσχεσης των μεταναστευτικών ροών. Τόνισε ότι προτεραιότητα για την κυβέρνησή του θα είναι η στήριξη των μονοπωλίων πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε αντίθεση με την κυβέρνηση Μπάιντεν που είχε ως αιχμή της τη στήριξη των ομίλων στις «πράσινες» μπίζνες. Επανέλαβε χαρακτηριστικά τρεις φορές τη λέξη «εξόρυξη», επικαλούμενος την ανάγκη εξασφάλισης της πρωτοκαθεδρίας σε θέματα Ενέργειας και οικονομικής ισχύος. Υπόγραψε δε μια στίβα από εκτελεστικά διατάγματα κάνοντας επίδειξη ισχύος μπροστά στις κάμερες. Όλα αυτά βέβαια απέχουν πολύ μέχρι να γίνουν πράξη, αφού ήδη ξεκίνησαν αντιδράσεις εντός και εκτός ΗΠΑ.

Ενδεικτικές των προθέσεων της κυβέρνησης Τραμπ είναι και οι επιλογές των προσκεκλημένων στην τελετή ορκωμοσίας. Δίνοντας άλλο ένα “χαστούκι” στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρώπη γενικότερα “γύρισε την πλάτη” στην πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον Ντερλάιεν, στον Γερμανό καγκελάριο Σολτς, στον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν, στον Βρετανό πρωθυπουργό, και στον αξιοθρήνητο ικέτη Ζελένσκι. Αξιοσημείωτη ήταν και η πρόσκληση στους προέδρους της Ρωσίας και της Κίνας Πούτιν και Σι Τζινπίγκ, οι οποίοι βέβαια δεν ανταποκρίθηκαν.
Αντίθετα προσκλήθηκαν η Ιταλίδα πρωθυπουργός Μελόνι και όλοι οι ηγέτες των ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης. Η κίνηση αυτή, μαζί με την απροκάλυπτη παρέμβαση του Μασκ υπέρ των ακροδεξιών κομμάτων, σηματοδοτεί την ενίσχυση του ακροδεξιού πολιτικού ρεύματος τουλάχιστον στην Ευρώπη το οποίο ο Τραμπ θέλει να αξιοποιήσει πολιτικά και όχι μόνο.

Ο τραμπισμός στις ΗΠΑ αλληλοτροφοδοτείται με τις ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, όπου ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση επιτάχυναν την οικονομική και κοινωνική κρίση και φούντωσαν μια μεγάλη πολιτική κρίση. Στο επίκεντρό της βρίσκονται οι πολιτικές δυνάμεις που κατείχαν κεντρικό πολιτικό ρόλο στις χώρες της Ευρώπης που διαχειρίστηκαν την υπόθεση του πολέμου στην Ουκρανία και χρεώνονται την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και του κόστους ζωής, την προσφυγή στην πολεμική οικονομία και την πολιτική της αφαίρεσης λαϊκών κατακτήσεων στους τομείς της κρατικής και κοινωνικής στήριξης.

Αυτές τις δυνάμεις, που τώρα γνωρίζουν πλατιά λαϊκή αποδοκιμασία, θέτει στο στόχαστρό του ο Τραμπ από τη μια, επικοινωνώντας από την άλλη με ιδεολογικά νήματα και δημιουργώντας μέτωπο με τις δυνάμεις της ακροδεξιάς που δυναμώνουν απ’ άκρη σε άκρη σε όλη την Ευρώπη, φορώντας από κοινού τη μάσκα της ειρηνοφιλίας και δημαγωγώντας για τη λήξη του πολέμου, υψώνοντας αντισυστημικούς τόνους, κηρύσσοντας τον εθνικισμό, τον αστυνομικό αυταρχισμό και το κυνήγι των μεταναστών ως βασικά στοιχεία της πολιτικής τους.
Αν η ενίσχυση της ακροδεξιάς στις ευρωπαϊκές χώρες προβάλλει ως μια διέξοδος για δυνάμεις του ευρωπαϊκού κεφαλαίου από την εμπλοκή στον πόλεμο της Ουκρανίας και τις καταστροφικές του συνέπειες, αν προβάλλει ως μια διέξοδος από την κρίση που μαστίζει την ευρωπαϊκή οικονομία, για τον Τραμπ και τις ΗΠΑ αποτελεί μοχλό για τη μεγαλύτερη αποδυνάμωση και τον μεγαλύτερο έλεγχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία διανύει παρατεταμένη οικονομική και πολιτική κρίση και παρακολουθεί εντελώς αμήχανη τις εξελίξεις. Το ίδιο ισχύει και για την ελληνική κυβέρνηση, που “δίνει εξετάσεις” υποτέλειας στα νέα αφεντικά της, “παγωμένη” από την “επίθεση φιλίας” του Τραμπ προς τον Ερντογάν.

Η κυβέρνηση Τραμπ, όπως όλα δείχνουν, θα επιχειρήσει ένα μεγάλο ανακάτεμα της «τράπουλας» σε όλα τα μέτωπα. Ο τραμπισμός συμπυκνώνει μια ολοένα και πιο επιθετική ακροδεξιά πολιτική, τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και διεθνώς, όπου κουρελιάζει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, προσδίδοντας στην ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ ένα ακόμη πιο τυχοδιωκτικό και αλαζονικό πρόσωπο, ωμών εκβιασμών, απειλών και υπαγορεύσεων. Προσφεύγει στην κλιμάκωση του διεθνούς τραμπουκισμού με απώτερο και διακηρυγμένο στόχο της πολιτικής των ΗΠΑ το χτύπημα του βασικού ανταγωνιστή τους, της Κίνας, που απειλεί την παγκόσμια κυριαρχίας τους

Κατά πόσο βέβαια τα μεγάλα λόγια και τα μεγαλεπήβολα σχέδια θα πραγματοποιηθούν, παραμένει ζητούμενο, καθώς οι παγκόσμιοι συσχετισμοί έχουν τροποποιηθεί σε βάρος τους. Παρότι έχουν εξουδετερώσει γεωπολιτικά και οικονομικά τις βασικές δυνάμεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Τραμπ θα έχει πολύ δύσκολο έργο στη Μόσχα και το Πεκίνο και τις νέες συμμαχίες που συγκροτούνται γύρω τους. Εκεί θα κριθεί κατά πόσο η ακραία και επιθετική ρητορική του θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στην νέα παγκόσμια γεωπολιτική πραγματικότητα.