Τίτλους τέλους έριξε η περίοδος διακυβέρνησης της Γερμανίας από την Μέρκελ και έδυσε η πολιτική ηγεμονία των CDU/CSU στη γερμανική πολιτική σκηνή. Ανέτειλε το άστρο του σοσιαλδημοκράτη Σολτς, ο οποίος, μετά τη νίκη του στις πρόσφατες εκλογές, συγκρότησε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες.
Μετά από μια περίοδο σκληρών διαπραγματεύσεων ολοκληρώθηκε η μοιρασιά των υπουργικών θώκων, με τον νέο καγκελάριο να είναι υποχρεωμένος να δώσει κάποια από τα σημαντικότερα υπουργεία του, όπως των Εξωτερικών και των Οικονομικών, στους κυβερνητικούς εταίρους του.
Οι Πράσινοι αναλαμβάνουν τα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Κλιματικής Πολιτικής, Εξωτερικών, Οικογενειακής Πολιτικής και το υπουργείο Αγροτικής Πολιτικής και Περιβάλλοντος.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες αναλαμβάνουν τα υπουργεία Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Συγκοινωνιών και Μεταφορών και το υπουργείο Παιδείας και Έρευνας.
Η ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τον επικεφαλής των Ελεύθερων Δημοκρατών και ακραία νεοφιλελεύθερο Κρίστιαν Λίντνερ καταρρίπτει και τις τελευταίες αυταπάτες για τη δήθεν φιλολαϊκή στροφή της γερμανικής οικονομικής πολιτικής, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην ΕΕ.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Λίτνερ εκθείασε τον αντιλαϊκό «μεταρρυθμιστικό οίστρο» των ελληνικών κυβερνήσεων και λίγο – πολύ χαρακτήρισε τη φτωχοποιημένη Ελλάδα ως παράδειγμα για την Γερμανία!
Με τη συζήτηση για την επίτευξη των στόχων του συμφώνου σταθερότητας να έχει ανοίξει στην ΕΕ και να συνδέεται με την οικονομική και πολιτική ηγεμονία της Γερμανίας, ο Λίτνερ εμφανίζεται ως ιδιαίτερα σκληρός. Κατά την περίοδο των μνημονίων είχε χαρακτηρίσει ακόμη και τον Σόιμπλε «μαλθακό» απέναντι στην Ελλάδα και είχε ζητήσει την έξοδό της από την Ευρωζώνη.
Μένει επίσης να αποσαφηνιστεί και η τακτική της νέας διακυβέρνησης στις διεθνείς σχέσεις για την εξυπηρέτηση του στρατηγικού στόχου της ενίσχυσης και αναβάθμισης του ρόλου του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Σε ένα πεδίο οξυμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και σε σχέση με τη Ρωσία, η νέα γερμανική κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει σοβαρά διλήμματα και προκλήσεις, ενώ θα πρέπει να συμβιβάσει και αντίθετες φωνές στο εσωτερικό της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η νέα υπουργός εξωτερικών, συμπρόεδρος των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ, είχε ταχθεί κατά του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, αν και στη κυβερνητική συμφωνία δεν γίνεται αναφορά στο γεγονός. Το έργο είναι εμβληματικού χαρακτήρα για τη συνεργασία Ρωσίας και Γερμανίας στο πεδίο της ενέργειας και στηρίχθηκε στο μέγιστο βαθμό από την προηγούμενη γερμανική κυβέρνηση της Μέρκελ, στην οποία ο Σολτς ήταν υπουργός Οικονομικών.
Ενώ είναι νωπά ακόμη τα γεγονότα στα σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας, η νέα γερμανίδα ΥΠΕΞ σε πρόσφατη συνέντευξη της δήλωσε πως «πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τα θεμιτά συμφέροντα ασφαλείας (σ.σ. σε σχέση με τη Ρωσία) των ανατολικοευρωπαίων εταίρων μας».
Σε ό,τι αφορά την Κίνα, αναμένεται τουλάχιστον μια πιο σκληρή ρητορική από το Βερολίνο. Σε κάθε περίπτωση η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στις γιγαντιαίες οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών (αλλά και της ΕΕ συνολικότερα με την Κίνα) απ’ τη μια και στις πιέσεις, απ’ την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, για σκληρότερη στάση προς το Πεκίνο.
Η νέα κυβερνητική συμφωνία κάνει λόγο για έναν «συστημικό ανταγωνισμό» με την Κίνα, αναφέροντας την αντιπαράθεση γύρω από την Ταϊβάν, την καταστολή στο Χονγκ Κονγκ και τις κατηγορίες για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην επαρχία Ξινγιάνγκ.
Η συμφωνία κάνει ακόμη αναφορά στην ανάγκη μιας «διατλαντικής» κινεζικής πολιτικής και στην δέσμευση για μια πιο στενή συνεργασία με τους εταίρους στην ΕΕ ώστε να μπει φρένο στην υπερβολική έμφαση της Γερμανίας στις εξαγωγές και στις επενδύσεις στην Κίνα, κάτι που η ίδια η Μέρκελ σχολίασε προσφάτως ως «αφελές».
Επιπλέον οι εταίροι του νέου κυβερνητικού συνασπισμού βάζουν θέμα για την επικύρωση της Συνολικής Συμφωνίας ΕΕ-Κίνας (CAI) για τις επενδύσεις, η οποία αρχικά συμφωνήθηκε τον Δεκέμβριο του 2020.
H διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας, την οποία επεδίωξε η Μέρκελ και υπογράφηκε όταν την προεδρία της ΕΕ είχε η Γερμανία, έχει παγώσει από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά την επιβολή εκατέρωθεν κυρώσεων μεταξύ Πεκίνου και Βρυξελλών.
Την ίδια ώρα η ΕΕ δρομολογεί την απάντησή της στον κινέζικο «δρόμο του μεταξιού» (One belt, one road) με την πρωτοβουλία με την κωδική ονομασία «Global Gateway» (Παγκόσμια Πύλη) για την προώθηση έργων υποδομής, ύψους 300 δισεκατομμυρίων ευρώ σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, με έμφαση στην Ευρασία και την Αφρική.