Ολοκληρώθηκε η λεγόμενη «σούπερ Τρίτη» των προκριματικών εκλογών των δύο κομμάτων στις ΗΠΑ, όπου διενεργήθηκαν εκλογές των βάσεων αυτών σε πολλές πολιτείες. Ήταν μάλλον μια βαρετή «σούπερ Τρίτη» από την άποψη ότι λίγο πολύ η υπόθεση του χρίσματος είχε κριθεί και για τα δυο κόμματα.
Από πλευράς Δημοκρατικών, ο μηχανισμός συνασπίστηκε γύρω από τον εν ενεργεία πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, μη προκρίνοντας ουσιαστικά άλλον υποψήφιο, παρά τα εμφανή προβλήματα σχετικά με την κράση του και τη διαύγειά του.
Αλλά και στους Ρεπουμπλικάνους, το παιχνίδι φαινόταν ότι είχε ήδη κριθεί από πριν, αφού ο Ντόναλντ Τραμπ είχε νικήσει τη Νίκι Χάλεϊ σε μια σειρά πολιτείες, πολλές φορές με ευρεία διαφορά. 9 μέρες νωρίτερα, ο Τραμπ είχε ταπεινώσει την Χάλεϊ στις προκριματικές της Νότιας Καρολίνας με διαφορά περίπου είκοσι μονάδων, πολιτεία όπου αυτή έχει διατελέσει κυβερνήτης από το 2011 μέχρι το 2017. Δύο μέρες μετά τη συνέτριψε και στο Μίσιγκαν με διαφορά πάνω από τριάντα μονάδες, ωστόσο αυτή επέμεινε να συνεχίσει μέχρι τη «σούπερ Τρίτη», οπότε και γνώρισε εκ νέου την ήττα σε 16 ακόμη πολιτείες, αποφασίζοντας επιτέλους να αποσυρθεί.
Κατά τη διάρκεια της καμπάνιας της, η Χάλεϊ δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τα νομικά κωλύματα που βάζει ο μηχανισμός των Δημοκρατικών ενάντια στον Τραμπ, ούτε να προσπαθήσει να τον παρουσιάσει ως υποστηρικτή του Πούτιν και της Ρωσίας. Αυτό μάλλον εξόργισε πολλούς στη βάση του κόμματος, που έβλεπαν την Χάλεϊ να μοιάζει περισσότερο με Δημοκρατική, παρά με Ρεπουμπλικανή.
Άλλωστε μια μέρα πριν τη «σούπερ Τρίτη», τη Δευτέρα της 4ης Μαρτίου, το ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ είχε κρίνει παμψηφεί ότι οι επιμέρους πολιτείες δε μπορούν να στερήσουν από τον Τραμπ τη συμμετοχή στις προκριματικές. Μετά από αυτήν την απόφαση ο Τραμπ δημοσίευσε βίντεο: «Πρόεδρε Μπάιντεν, πρώτον σταμάτα την οπλοποίηση (της δικαιοσύνης). Δώσε τη μάχη σου ο ίδιος. Μη χρησιμοποιείς κατήγορους και δικαστές για να κυνηγήσεις, για να βλάψεις τον αντίπαλό σου, ώστε να μπορείς να κερδίσεις την εκλογή σου. Η χώρα μας είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτό», δήλωσε ανάμεσα σε άλλα, μάλλον κερδίζοντας τις εντυπώσεις.
Νωρίτερα, λίγο μετά τα μέσα του Φλεβάρη, ο μηχανισμός των Δημοκρατικών είχε οξύνει κατακόρυφα αυτού του είδους την πίεση ενάντια στον Τραμπ, με το ανώτατο δικαστήριο του Μανχάταν που ελέγχουν, να εκδικάζει σε αυτόν γιγάντιο πρόστιμο 350 εκατομμυρίων δολαρίων, με την αιτιολογία ότι αυτός ψευδόταν για το ύψος της περιουσίας του (την παρουσίαζε μεγαλύτερη), με σκοπό το κέρδος. Παράλληλα του απαγορεύεται η λήψη δανείων από τις τράπεζες της πολιτείας και η επιχειρηματική δραστηριότητα σε αυτήν για τρία χρόνια. Φαίνεται ωστόσο ότι όλα αυτά δεν θα έχουν αποτέλεσμα.
Ο Τραμπ, στον νικητήριο λόγο του ήταν ως συνήθως αμετροεπής, δημαγωγικός και χειμαρρώδης, κάνοντας χρήση των ζητημάτων που θεωρεί ότι του δίνουν πλεονέκτημα στις προσεχείς εκλογές. Από τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, για τον οποίο ισχυρίζεται ότι δε θα είχε συμβεί ποτέ αν ήταν πρόεδρος, οπότε και δεν θα χρειάζονταν οι υπέρογκες ενισχύσεις στο καθεστώς του Ζελένσκι, πέρασε στο ζήτημα της φύλαξης των συνόρων των ΗΠΑ και στην έλλειψη πόρων για αυτό. Κατηγόρησε τον Μπάιντεν ότι φέρνει κύματα μεταναστών με πτήσεις και επιτέθηκε στους κυβερνήτες της Αριζόνας και της Καλιφόρνιας που δεν κάνουν τη δουλειά τους όπως ο κυβερνήτης του Τέξας πρόσφατα. Συνέχισε λέγοντας ότι οι ΗΠΑ πληρώνουν για τα σύνορα άλλων χωρών ενώ οι ίδιες δεν έχουν σύνορα και πρόσθεσε ότι επί προεδρίας του, το Ιράν ήταν χρεοκοπημένο και δεν είχε λεφτά για να εξοπλίζει τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ. Με έναν τέτοιο ακατάπαυστο λόγο, από το ένα θέμα στο άλλο, ο Τραμπ φαίνεται και πάλι να διεγείρει απογοητευμένες μάζες Αμερικάνων.
Το ζήτημα της μετανάστευσης αποτελεί ισχυρό χαρτί γι’αυτόν, καθώς το κλίμα έχει επιδεινωθεί έντονα το τελευταίο διάστημα, οπότε ακόμη και γενικώς θεωρούμενα προοδευτικά και δημοκρατικά ΜΜΕ τηρούν πλέον μια τουλάχιστο επιφυλακτική στάση πάνω στο ζήτημα.
Το πιο μεγάλα όμως δώρα είναι οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της προεδρίας Μπάιντεν και η ίδια η κατάσταση του εν ενεργεία προέδρου, σωματική και διανοητική, η οποία προκαλεί προβληματισμό σε διάφορα επιτελεία που σχετίζονται με τους Δημοκρατικούς και σκορπίζει απογοήτευση και αμηχανία στους ψηφοφόρους.
Συνεπώς τον Νοέμβριο του 2024, πάντα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, οι ΗΠΑ θα ζήσουν τη ρεβάνς μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν.