Την πρώτη του επίσκεψη στις ΗΠΑ, μετά από 6 χρόνια, πραγματοποίησε ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, όπου και συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν. Η συνάντηση των δύο ηγετών πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στο Σαν Φρανσίσκο, εν μέσω διαδηλώσεων με αιχμή την Παλαιστίνη.
Βασικό επίδικο της τετράωρης συνάντησης ήταν να διασφαλιστεί ότι η οξυμμένη σινοαμερικανική σχέση θα παραμείνει υπό έλεγχο. Ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος τόνισε πως «ο έντονος ανταγωνισμός απαιτεί έντονη διπλωματία για να διαχειριστεί τις εντάσεις και να αποτρέψει τον ανταγωνισμό να φτάσει σε σύγκρουση ή αντιπαράθεση» και ότι «τώρα είναι ακριβώς η ώρα για διπλωματία υψηλού επιπέδου».
Ο Μπάιντεν πριν από την αναχώρησή του για την Καλιφόρνια, είπε ότι θα όριζε την επιτυχία της συνεδρίασης ως επιστροφή σε μια «κανονική πορεία» με την Κίνα. Δήλωσε ότι «δεν προσπαθούμε να αποσυνδεθούμε από την Κίνα», στόχος μας είναι «να είμαστε σε θέση να παίρνουμε το τηλέφωνο και να μιλάμε, αν υπάρχει κρίση (..)να είμαστε σε θέση να βεβαιωθούμε ότι οι στρατιώτες μας εξακολουθούν να έχουν επαφή μεταξύ τους».
Η αποκατάσταση των δίαυλων επικοινωνίας, κυρίως μέσω του στρατού, για την αποφυγή μιας ανοιχτής σύγκρουσης ήταν πρωταρχικός στόχος των συνομιλιών. Οι δίαυλοι αυτοί είχαν διακοπεί μετά την κρίση στην Ταϊβάν με την επίσκεψη Πελόζι και την κατάρριψη του κινεζικού μπαλονιού από τις ΗΠΑ.
Οι δύο ηγέτες συζήτησαν ακόμη για την Ταϊβάν, τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, τον πόλεμο στην Παλαιστίνη, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τη Βόρεια Κορέα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το εμπόριο, την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, θέματα τα οποία αποτελούν σημεία τριβής για ΗΠΑ – Κίνα. Ουσιαστικά παρέμειναν στις κατά καιρούς διακηρυγμένες θέσεις τους αν και αποφάσισαν να συνεργαστούν σε κάποια θέματα «χαμηλής» πολιτικής όπως ο έλεγχος των ναρκωτικών, η κλιματική αλλαγή και η προσέγγιση της τεχνητής νοημοσύνης.
Η Washington Post, σε άρθρο της, σημειώνει πως η εκτόνωση μιας πιθανής στρατιωτικής αναμέτρησης για την Ταϊβάν έχει γίνει ακόμη πιο κρίσιμη για την Ουάσινγκτον την ώρα που βρίσκονται σε εξέλιξη δύο μεγάλες συγκρούσεις, στην Ουκρανία και τη Λωρίδα της Γάζας. Μάλιστα ο Μπάιντεν ζήτησε από τον Σι να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να προσπαθήσει να κατευνάσει τις παγκόσμιες εντάσεις, και κυρίως να προσπαθήσει να πιέσει το Ιράν να μην διευρύνει τη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς. «Οι λάθος υπολογισμοί και από τις δύο πλευρές μπορούν να προκαλέσουν πραγματικό πρόβλημα με μια χώρα όπως η Κίνα ή οποιαδήποτε άλλη μεγάλη χώρα», είπε ο Μπάιντεν.
Κατά την έναρξη της συνάντησης είπε ότι «είναι υψίστης σημασίας να κατανοούμε ο ένας τον άλλον ξεκάθαρα από ηγέτη σε ηγέτη, χωρίς παρανοήσεις ή παρεξηγήσεις». Πρόσθεσε ότι πρέπει να διασφαλίσουμε ότι «ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν θα μετατραπεί σε σύγκρουση». Μετά την συνάντηση έγραψε στο X (πρώην twitter): «Υπάρχουν κρίσιμες παγκόσμιες προκλήσεις που απαιτούν την κοινή μας ηγεσία. Και σήμερα, κάναμε πραγματική πρόοδο». Στη συνέντευξη τύπου χαρακτήρισε τις συνομιλίες ως τις πιο «εποικοδομητικές και παραγωγικές» που είχαν οι δύο ηγέτες και ενημέρωσε ότι συμφωνήθηκε να «κρατήσουν ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας» μεταξύ τους.
Οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν ξανά τον περασμένο Νοέμβριο στη σύνοδο των G20 στο Μπαλί. Στο μεσοδιάστημα μια σειρά γεγονότα όξυναν τις διμερείς σχέσεις με αποτέλεσμα να θεωρούνται ότι βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών. Ο Μπάιντεν μάλιστα χαρακτήρισε τον Σι «δικτάτορα» τον περασμένο Ιούνιο, σχόλιο που είχε προκαλέσει την οργή του Πεκίνου. Ο Μπάιντεν επέμεινε σε αυτόν τον χαρακτηρισμό ρίχνοντας «σκιά» στις συνομιλίες αν και προσπάθησε να αμβλύνει κάπως τις εντυπώσεις. «Είναι δικτάτορας με την έννοια ότι κυβερνά μια χώρα, μια κομμουνιστική χώρα, όπου η μορφή διακυβέρνησης είναι εντελώς διαφορετική από τη δική μας», είπε.
Από τη μεριά του ο Σι κάλεσε τον Αμερικανό ομόλογό του να «πάψει να εξοπλίζει» την Ταϊβάν, τονίζοντας πως η επανένωση είναι «αναπόφευκτη». Αναφερόμενος στις κυρώσεις και άλλα μέτρα που παίρνουν οι ΗΠΑ σε βάρος κινεζικών εταιρειών τόνισε πως πλήττουν «θεμιτά συμφέροντα» του Πεκίνου,
Κατά την έναρξη των συνομιλιών ο Κινέζος πρόεδρος, αφού επισήμανε ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο που συντελούνται αλλαγές που δεν έχουν συμβεί εδώ και έναν αιώνα, αναφέρθηκε στα «σοβαρά προβλήματα» που υπάρχουν στην παγκόσμια οικονομία. Δυτικοί αναλυτές κάνουν λόγο για «δυσλειτουργίες» της κινεζικής οικονομίας στη μετά-Covid εποχή, αιτιάσεις που απορρίπτει το Πεκίνο. «Ο κόσμος έχει βγει από την πανδημία του Covid, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τις τεράστιες επιπτώσεις της. Η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει, αλλά η δυναμική της παραμένει υποτονική», δήλωσε ο Σι. Χαρακτήρισε τη σχέση ΗΠΑ-Κίνας «την πιο σημαντική διμερή σχέση στον κόσμο», σημειώνοντας ότι ιστορικά η σχέση αυτή «ποτέ δεν ήταν ομαλή (…)ωστόσο, συνέχισε να προχωρά εν μέσω ανατροπών». Ο Κινέζος πρόεδρος τόνισε πως «για δύο μεγάλες χώρες όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, το να γυρίσουν την πλάτη η μία στην άλλη δεν είναι επιλογή. Δεν είναι ρεαλιστικό για τη μία πλευρά να αναδιαμορφώνει την άλλη και η σύγκρουση και η αντιπαράθεση έχουν αφόρητες συνέπειες και για τις δύο πλευρές»… «Έχουμε βαριές ευθύνες για τους δύο λαούς, για τον κόσμο και για την ιστορία», είπε ο Σι προσθέτοντας ότι «ο πλανήτης γη είναι αρκετά μεγάλος για να πετύχουν οι δύο χώρες και η επιτυχία της μιας χώρας είναι ευκαιρία για την άλλη»..
Κατά την διάρκεια της παρουσίας του στην αμερικανική μεγαλούπολη, ο Σι απευθύνθηκε και σε Αμερικανούς επιχειρηματίες, σε μια προσπάθεια να τους πείσει πως η Κίνα αποτελεί ένα ασφαλές επενδυτικό μέρος. Την περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου η Κίνα κατέγραψε έλλειμμα ξένων επενδύσεων για πρώτη φορά από το 1998 ως αποτέλεσμα του εμπορικού πολέμου που έχει ξεσπάσει μεταξύ των δύο χωρών.
Παραμονές της συνάντησης, η εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, Μάο Νινγκ, δήλωσε ότι οι «οι δύο αρχηγοί κρατών θα έχουν ένα διάλογο σε βάθος για στρατηγικά ζητήματα, γενικά ζητήματα και ζητήματα που αφορούν την κατεύθυνση των σχέσεων ανάμεσα στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και τα ουσιαστικά ζητήματα που αφορούν την ειρήνη και την ανάπτυξη στον κόσμο», προσθέτοντας ότι το Πεκίνο αρνείται «να ορίσει τις σχέσεις Κίνας-Ηνωμένων Πολιτειών με όρους ανταγωνισμού». Κάλεσε τις ΗΠΑ «να σεβαστούν ειλικρινά τις εύλογες ανησυχίες της Κίνας και τα νόμιμα δικαιώματά της στην ανάπτυξη, παρά να τονίσουν αποκλειστικά τις δικές τους ανησυχίες, βλάπτοντας παράλληλα τα συμφέροντα της Κίνας».
Προβληματισμοί και αναζητήσεις
στην Ουάσιγκτον για το «modus vivendi» της σχέσης ΗΠΑ – Κίνας
Εν μέσω μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ πληθαίνουν στο εσωτερικό οι φωνές, στο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, που θέλουν μια «χαλάρωση» και «σταθεροποίηση» των οξυμμένων σχέσεων με την Κίνα, οι οποίες είναι «παγιδευμένες σε έναν επιδεινούμενο φαύλο κύκλο», όπως περιγράφει η έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών με έδρα την Ουάσιγκτον. Αυτό καταγράφεται και σε δημοσκοπήσεις όπου μόνο το 13% των Αμερικανών θέλουν μια πιο επιθετική προσέγγιση απέναντι στην Κίνα, ενώ η πλειοψηφία ανησυχεί περισσότερο για την ανοιχτή σύγκρουση με την Κίνα παρά για το ότι οι ΗΠΑ δεν εμφανίζονται αρκετά σκληρές στις σχέσεις τους με το Πεκίνο.
Την ίδια στιγμή υπάρχουν ισχυρές φωνές που χαρακτηρίζουν την Κίνα ως την «κύρια απειλή» εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και απαιτούν σκληρή στάση απέναντί της. Όπως ο Ρεπουμπλικάνος, υποψήφιος για την προεδρία, κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις. Εν αναμονή της επίσκεψης Σι δημοσίευσε άρθρο στη New York Post στο οποίο επιτίθεται τόσο στην κυβέρνηση Τραμπ όσο και στην κυβέρνηση Μπάιντεν, λέγοντας πως με την πολιτική τους «αντιμετώπισαν λανθασμένα την Κίνα ως φιλικό ανταγωνιστή». Αν και σκόπιμα παραβλέπει τη σύμπλευση των δύο κυβερνήσεων στις αντικινεζικές κυρώσεις τόνισε πως αυτές επέτρεψαν «στον αμυντικό προϋπολογισμό και τον στρατό του Πεκίνου να ανταγωνιστούν αυτόν της Ουάσιγκτον, βάζοντας την Κίνα σε καλό δρόμο να μας ξεπεράσει οικονομικά». Διακήρυξε δε πως αν εκλεγεί πρόεδρος θα τοποθετήσει «βάσεις πυραύλων σε συμμάχους στον Ινδο-Ειρηνικό» δημιουργώντας ένα «δακτύλιο φωτιάς» ώστε να αποτρέψει την «επιθετικότητα της Κίνας» .
Αλλά και η πρόσφατα δημοσιευθείσα ετήσια έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης για την Οικονομία και την Ασφάλεια ΗΠΑ-Κίνας του Κογκρέσου αποτύπωσε το πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, από την αμερικανική σκοπιά, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διπλωματικές ανάπαυλες. «Ενώ οι επαφές ανώτατου επιπέδου αντανακλούσαν μια γενική επιθυμία, τουλάχιστον από τις Ηνωμένες Πολιτείες, να βελτιώσουν τη σχέση με το Πεκίνο και να δημιουργήσουν έναν αέρα ομαλότητας, η νέα κανονικότητα είναι αυτή του συνεχούς, μακροπρόθεσμου στρατηγικού και συστημικού ανταγωνισμού», ξεκινά η σύνοψη της έκθεσης.
Σχετικά με το αποτέλεσμα των συναντήσεων «υψηλού επιπέδου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας» η έκθεση εκτιμά ότι είναι «απλώς η υπόσχεση για περαιτέρω συναντήσεις — δηλαδή για περισσότερη συζήτηση παρά για συγκεκριμένες ενέργειες». Κατηγορεί δε την Κίνα πως «βλέπει τη διπλωματία με τις Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως ως εργαλείο για την αποτροπή, καθυστερώντας την πίεση των ΗΠΑ για μια περίοδο ετών, ενώ (η Κίνα) προχωρά ολοένα και περισσότερο στην πορεία ανάπτυξης των δικών της οικονομικών, στρατιωτικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων».