Η πρόταση μομφής που κατέθεσαν οι βουλευτές του συντηρητικού κόμματος της Μ. Βρετανίας την περασμένη Τετάρτη για την καθαίρεση της Μέι από την αρχηγία του κόμματος και την αποπομπή της από την πρωθυπουργία, και η οποία δεν πέρασε, συγκεντρώνοντας όμως 117 βουλευτές σε σύνολο 317 που διαθέτει το κόμμα των Τόρυς, αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο της βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης που έχει ξεσπάσει στη χώρα και κλιμακώνεται διαρκώς ύστερα από το δημοψήφισμα του 2016 και το Brexit.

Η πρόταση μομφής ήρθε δύο μέρες μετά την απόφαση της Μέι να αναβάλει την προγραμματισμένη για τις 11 Δεκέμβρη συζήτηση και ψηφοφορία στο βρετανικό Κοινοβούλιο, πάνω στη συμφωνία της βρετανικής κυβέρνησης με την ΕΕ, επειδή το αποτέλεσμα, όπως είπε η ίδια, θα ήταν σαρωτικό σε βάρος της συμφωνίας, γεγονός που θα οδηγούσε αυτόματα σε παραίτηση η αποπομπή της Μέι.

Αυτό αποτελούσε απροκάλυπτη ομολογία της δεινής θέσης και των αδιεξόδων που βρίσκεται η ίδια, και ταυτόχρονα αποκαλύπτει το βάθος της πολιτικής κρίσης, τον διχασμό, την αστάθεια και την αβεβαιότητα που επικρατεί στα κυρίαρχα πολιτικά κέντρα της βρετανικής κεφαλαιοκρατίας.

Τώρα μπορούμε να δούμε πόσο σαρωτικό θα ήταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας που είχε προγραμματιστεί να γίνει ενάντια στη συμφωνία της κυβέρνησης με την ΕΕ. Αν αθροιστούν οι 117 βουλευτές του κυβερνητικού κόμματος και οι 310 βουλευτές της αντιπολίτευσης που δηλώνει ότι θα καταψηφίσει τη συμφωνία, τότε πάνω από το 65% των μελών του βρετανικού κοινοβουλίου είναι έτοιμο να απορρίψει τη συμφωνία για το Brexit.

Η Μέι, την επομένη της απόρριψης της πρότασης μομφής, επισκέφθηκε τις Βρυξέλλες για συνομιλίες με τη Μέρκελ, τον Τουσκ και τον Γιούνκερ, περισσότερο για να κερδίσει χρόνο και να δημιουργήσει την εντύπωση πως διαπραγματεύεται τη βελτίωση της συμφωνίας, αφού τόσο το Βερολίνο όσο και το Παρίσι δεν δείχνουν καμιά διάθεση παραχωρήσεων στο Λονδίνο, διαβλέποντας το κλίμα γενικευμένης κρίσης και αστάθειας που κυριαρχεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ύστερα από αυτή την εξέλιξη, και ανεξάρτητα από την απόρριψη της πρότασης μομφής που διασώζει προσωρινά τη Μέι, όλα δείχνουν πως η συμφωνία της βρετανικής κυβέρνησης με την ΕΕ, και πιθανόν και η πρωθυπουργία της Μέι, μετρούν βδομάδες, και αυτό που θα συμβεί είναι είτε ένα σκληρό Brexit, που σημαίνει άτακτη έξοδος χωρίς συμφωνία και ανεξέλεγκτη αντιπαράθεση μέσα κι έξω, είτε απόφαση για νέο δημοψήφισμα με στόχο την αναδίπλωση και παραμονή στην ΕΕ.

Στο αμέσως επόμενο διάστημα θα ξεκαθαριστεί ποιο τμήμα της αστικής τάξης θα επικρατήσει, και θα διαπιστώσουμε αν η πορεία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ θα γίνει οριστική και αμετάκλητη, με όρους “σκληρού” Brexit, αποτέλεσμα ενός ευρύτερου επανακαθορισμού της διεθνούς πολιτικής του Λονδίνου (ακόμη πιο στενή σχέση με τις ΗΠΑ και όξυνση των σχέσεών του με την ΕΕ) ή αν κάτω από την πίεση των δυνάμεων του “μέσα” στη Βρετανία, θα υπάρξει σταδιακά αναδίπλωση, επανάκαμψη και αναζήτηση ενός συμβιβασμού, αυτής ή της άλλης μορφής, στα πλαίσια της ΕΕ. Είναι όμως βέβαιο πως όποια κι αν είναι η έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης, όχι μόνο δεν πρόκειται να ξεπεραστεί η πολιτική κρίση και ο διχασμός, αλλά αντίθετα θα οδηγήσει σε νέα οξύτερη εσωτερική κρίση για όλο το επόμενο μακρύ διάστημα.

★★★

Όμως δεν αντιμετωπίζει μόνο η Μ. Βρετανία τόσο μεγάλα και οξυμμένα προβλήματα.

Όλες οι ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις βρίσκονται μπροστά σε μεγάλα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το οικοδόμημα της ΕΕ, ύστερα από 60 χρόνια, να βρίσκεται αντιμέτωπο με την πιο βαθιά κρίση της ιστορίας του, να κλονίζεται και να εξασθενεί η ιμπεριαλιστική του συνοχή και να απειλείται με διάσπαση.

Στην ίδια τη Γερμανία ύστερα από τις πρόσφατες εκλογές τόσο σε πανεθνική κλίμακα, όσο και για τα κοινοβούλια των ομόσπονδων κρατιδίων, υπήρξε καταβαράθρωση των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού, χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών, που υπέστησαν βαριά πολιτική ήττα, εξαναγκάζοντας τη Μέρκελ να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος, ανοίγοντας όπως φαίνεται το δρόμο για την αποχώρησή της και από την καγκελαρία.

Η εκλογή της Καρενπάουερ που στηρίχθηκε από τη Μέρκελ, με ελάχιστους ψήφους διαφορά από τον Μερτς, που στηρίχθηκε από τον Σόιμπλε, πρόεδρο τώρα του γερμανικού κοινοβουλίου, δείχνει τον βαθύ διχασμό που υπάρχει στο πιο ισχυρό κόμμα του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Ταυτόχρονα η γερμανική οικονομία αγκομαχά, ο ρυθμός ανάπτυξης το τελευταίο τρίμηνο έπεσε κάθετα, σαν αποτέλεσμα, όπως εκτιμούν, του εμπορικού πολέμου που ξεκίνησε ο Τραμπ, ιδιαίτερα στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.

Την ίδια στιγμή στη Γαλλία έχει ξεσπάσει μεγάλη αυθόρμητη κοινωνική έκρηξη, με αφορμή τον φόρο στο πετρέλαιο, τον οποίο λίγες μέρες μετά έντρομη η γαλλική κυβέρνηση πήρε πίσω μπροστά στον παλλαϊκό ξεσηκωμό, κοινωνική έκρηξη που γρήγορα προσέλαβε πολιτικό χαρακτήρα και στράφηκε ενάντια στη γενική αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης Μακρόν, βάζοντας σαν άμεσο στόχο την ανατροπή της.

Μέσα σε ενάμιση χρόνο, ο εκλεκτός της αστικής τάξης, Μακρόν, που εκσφενδονίστηκε στα ύψη σαν ο μεγάλος ηγέτης-σωτήρας της Γαλλίας, προκειμένου να βάλει σε εφαρμογή μια γενικευμένη αντιδραστική επίθεση σε βάρος του γαλλικού λαού, έχει βρεθεί στα Τάρταρα, απογυμνωμένος, στις πραγματικές του διαστάσεις, αυτές ενός πυγμαίου ηγέτη.

Είναι φανερό πως ο φόρος στα καύσιμα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για το γαλλικό λαό. Αφού με τις αποφάσεις των Συνόδων Kορυφής της EE, στα χρόνια της κρίσης μέχρι και σήμερα, επιταχύνθηκε ο ρυθμός κατεδάφισης όλων των μεταπολεμικών εργατικών κατακτήσεων, επιβλήθηκε μια εξοντωτική λιτότητα με την εξαπόλυση ενός ανελέητου και διαρκούς οικονομικού πολέμου ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης, προκειμένου το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του και να εξασφαλίσει καλύτερους όρους ανταγωνισμού απέναντι στα άλλα διεθνή οικονομικά κέντρα.

Όμως, καμιά «τάξη» και σταθερότητα στην Ευρώπη δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω στα ερείπια των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων, στη ραγδαία χειροτέρευση των όρων διαβίωσης εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, πάνω στην πιο άγρια μορφή οικονομικής εκμετάλλευσης και αιματηρής φοροληστείας που προωθούν οι αστικές τάξεις των χωρών της EE πάνω στην εργατική τάξη και τους λαούς της Ευρώπης.

Πολύ περισσότερο, καμιά «τάξη» δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω στην ένταση της πολιτικής αντίδρασης και στον εκφασισμό του κράτους, στα σιδερόφραχτα τείχη που υψώνονται για τη βίαιη αναχαίτιση των προσφύγων, πάνω στον ακρωτηριασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων και τα απανωτά κατασταλτικά μέτρα για την κατάπνιξη των εργατικών και λαϊκών αγώνων, που κλιμακώνονται τώρα, με εκατοντάδες συλλήψεις και τραυματισμούς διαδηλωτών στο Παρίσι και σε δεκάδες πόλεις της Γαλλίας.

Παραδίπλα, στη γειτονική Ιταλία η κυβέρνηση Πέντε Αστέρων και Λίγκας του Βορρά αψηφά τις απειλές των Γαλλογερμανών, αρνείται να συμμορφωθεί με τους ευρωενωσιακούς κανόνες, και με τον ακροδεξιό Σαλβίνι να σαρώνει στις δημοσκοπήσεις, να γίνεται κυρίαρχος στην ιταλική πολιτική σκηνή, χωρίς αντιπολίτευση, και έτοιμο σε λίγο να αναλάβει την πρωθυπουργία, ξυπνώντας εφιαλτικές μνήμες. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τις πιο ισχυρές, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, κ. α., οι κυρίαρχες «συστημικές» δυνάμεις, διεγείροντας τις εθνικιστικές και ρατσιστικές προκαταλήψεις και υποδαυλίζοντας την ξενοφοβία, στρώνουν το έδαφος στις ακροδεξιές και νεοφασιστικές δυνάμεις, που συμμετέχουν ήδη σε κυβερνήσεις συνασπισμού και η κυριαρχία τους θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερα δεινά για τους λαούς.

Αυτό που εμφανίστηκε από τους θιασώτες και προπαγανδιστές του ιμπεριαλισμού στη χώρα μας και την Ευρώπη σαν κάτι σταθερό και αδιατάρακτο, ο περίφημος “ευρωμονόδρομος”, η περιβόητη “ευρωπαϊκή ενοποίηση και ολοκλήρωση”, στην οποία όφειλαν οι ευρωπαϊκοί λαοί να υποταχθούν σαν μια δήθεν διαμορφωμένη αδήριτη πραγματικότητα, αποκαλύπτεται και καταρρίπτεται με πάταγο από τις εξελίξεις σαν κάτι σάπιο, ασταθές και προσωρινό. Και όλες οι κραυγές περί “ευρωμονόδρομου”, όλα τα προηγούμενα χρόνια μέχρι και σήμερα, δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αντιδραστική προπαγάνδα για την άσκηση ιδεολογικής και πολιτικής τρομοκρατίας προκειμένου να παραλύσουν την αντίσταση των λαών στη βάρβαρη πολιτική τους.

★★★

Οι ευρωπαϊκοί λαοί, παρά τα αναρίθμητα εμπόδια που υψώνονται μπροστά τους, αντιστέκονται στα αντεργατικά μέτρα των εκμεταλλευτριών τάξεων και σημαντικοί αγώνες αναπτύσσονται.

Μόνο αν αναπτυχθεί ένα μαζικό εργατικό λαϊκό κίνημα που θα συνδέσει την πάλη για την έξοδο από την ΕΕ με την πάλη για ριζικές κοινωνικές ανατροπές σε κάθε χώρα, μετουσιώνοντας και μετασχηματίζοντας σε ένα ανώτερο επίπεδο τη θέληση και διάθεση των λαών, μπορεί να ανοίξει μια ελπιδοφόρα προοπτική για την υπόθεση της εργατικής τάξης και των λαών της Ευρώπης.

Η σημερινή κοινωνική έκρηξη στη Γαλλία είναι η συνέχεια των μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων που έγιναν το προηγούμενο διάστημα σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ανάμεσά τους και στη χώρα μας, και αποτελούν προοίμιο των νέων πανευρωπαϊκών λαϊκών και εργατικών αγώνων που αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν το επόμενο διάστημα.

Αυτών των αγώνων που και οι ίδιοι οι παράγοντες των ιμπεριαλιστικών οργανισμών ξορκίζουν, όπως η πρόεδρος του ΔΝΤ, Λαγκάρντ, κάνοντας λόγο πριν λίγες μέρες για «νέα εποχή οργής» και καλώντας σε προετοιμασία του συστήματος μπροστά στις «επερχόμενες μέρες οργής και πίκρας».

 Ο μαζικός λαϊκός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας είναι ο βασικός παράγοντας στον οποίο οφείλουν να στηριχθούν οι κομμουνιστές για την προώθηση των άμεσων και μακροπρόθεσμων στόχων του κινήματος.

 Να παλέψουν έτσι ώστε οι διεκδικητικοί αγώνες να συνδεθούν με τους αγώνες για τα γενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού, ξεσκεπάζοντας τη γραμμή των ρεφορμιστικών κομμάτων, που προσπαθούν να υποτάξουν τους μακροπρόθεσμους στόχους του λαού στα γεγονότα της στιγμής.