«Η ατμομηχανή της ΕΕ χάλασε», θα μπορούσε να πει κάποιος, περιγράφοντας τη βαθιά και ολόπλευρη κρίση στην οποία έχει περιέλθει η Γερμανία, την ώρα που ανησυχητικά μηνύματα έρχονται και από τη Γαλλία.
Παράλληλα, η ΕΕ… δεν τα πάει καλύτερα, καθώς εμφανίζεται διχασμένη μπροστά στο νέο παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται με την εκλογή Τραμπ, τον σκληρό εμπορικό ανταγωνισμό με την Κίνα και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Καμπανάκι» για βαθιά κρίση στη γερμανική οικονομία
Όπως ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες η γερμανική ένωση βιομηχανίας BDI, η Γερμανία βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση, ενώ προβλέπεται συρρίκνωση 0,1% του ΑΕΠ το 2025. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σήμαινε ότι για πρώτη φορά από την επανένωση της Γερμανίας, η χώρα βρίσκεται σε συρρίκνωση για τρία συνεχή χρόνια, ενώ η ευρωζώνη θα αναπτυχθεί κατά 1,1% και η παγκόσμια οικονομία κατά 3,2%.
Ο πρόεδρος της BDI, Πέτερ Λάιμπινγκερ, χαρακτήρισε την κατάσταση «πολύ σοβαρή», καθώς «η ανάπτυξη ειδικότερα στη βιομηχανία υπέστη διαρθρωτική ρήξη», με την οικονομική κρίση να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή συνέπεια της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία. Τα προβλήματα κατά τον ίδιο είναι εγχώρια, αποτέλεσμα μιας διαρθρωτικής αδυναμίας από το 2018 που οι κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν.
Ο Λάιμπινγκερ ζητά επείγουσες δημόσιες επενδύσεις σε σύγχρονες υποδομές, μετασχηματισμό και ανθεκτικότητα της γερμανικής οικονομίας, μείωση της γραφειοκρατίας, χαμηλότερες τιμές ενέργειας και σαφή στρατηγική για την ενίσχυση της καινοτομίας και της έρευνας. Τόνισε δε ότι η Γερμανία πρέπει να αναλάβει ξανά έναν ηγετικό ρόλο στην ΕΕ με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ενώ και η Ευρώπη θα πρέπει να γίνει στρατηγικά πιο ανεξάρτητη.
Την ίδια ώρα, η Τράπεζα της Γερμανίας προβλέπει ανάπτυξη μόλις 0,2%, ενώ προειδοποιεί ότι είναι πιθανή άλλη μια συρρίκνωση, εάν ο Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόσει τους εμπορικούς δασμούς κατά της Κίνας και άλλων κρατών.
Η γερμανική οικονομία δέχεται πιέσεις από την Κίνα, ειδικά σε τομείς της βαριάς βιομηχανίας, όπως οι κατασκευές και η αυτοκινητοβιομηχανία. Κολοσσοί του κλάδου έχουν προαναγγείλει μείωση κερδών και συρρίκνωση δραστηριοτήτων, ενώ φορτώνουν τα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων, προχωρώντας σε χιλιάδες απολύσεις, όπως έχει ήδη γράψει ο «ΛΔ».
Σε διαρκή κρίση το αστικό πολιτικό σύστημα της Γερμανίας
Με φόντο την κρίση σε επίπεδο οικονομίας, συνεχίζεται και η οξύτατη περιδίνηση, στην οποία έχει μπει το αστικό πολιτικό σύστημα της Γερμανίας, αυτή τη φορά με αφορμή το αντιμεταναστευτικό / αντιπροσφυγικό νομοσχέδιο για το άσυλο, ενόψει των εκλογών της 23ης Φλεβάρη και τη σημαντική ενίσχυση που καταγράφει η ακροδεξιά.
Το νομοσχέδιο καταργούσε ουσιαστικά ακόμα και τις υποτυπώδεις διαδικασίες ασύλου, με μπλόκο στα σύνορα για όποιον αδυνατεί να παρουσιάσει ταυτότητα, διαβατήριο ή βίζα, προβλέποντας κράτηση σε ειδικά κέντρα και ενίσχυση των εξουσιών της αστυνομίας, καθώς και κατάργηση της οικογενειακής επανένωσης.
Το νομοσχέδιο κατέθεσε η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU), με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να το στηρίζει. Παρά το ότι CDU/CSU και AfD τα «βρήκαν» για την έγκρισή του, το νομοσχέδιο απορρίφθηκε τελικά με 350 ψήφους κατά, 338 υπέρ και 5 αποχές.
Καίρια θεωρήθηκε η παρέμβαση της πρώην καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. Ωστόσο η ντε φάκτο «προσέγγιση» κεντροδεξιάς και ακροδεξιάς «έσπασε» ένα πολιτικό ταμπού στη Γερμανία, όπου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα αστικά κόμματα αρνούνταν οποιαδήποτε κεντρική συνεργασία με ακροδεξιούς.
Ενάντια στην «προσέγγιση» αυτή και στην αντιπροσφυγική πολιτική οργανώθηκε μαζικό συλλαλητήριο στο Βερολίνο. Περίπου 160.000 άνθρωποι σύμφωνα με την αστυνομία, 250.000 σύμφωνα με τους διοργανωτές, συγκεντρώθηκαν κοντά στο Κοινοβούλιο και έφθασαν έως τα κεντρικά γραφεία της CDU.
Στο Πότσνταμ συγκεντρώθηκαν περίπου 2.500 διαδηλωτές, ενώ αντίστοιχες κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν σε πολλές πόλεις της χώρας. Στη μεγαλύτερη από αυτές, στο Αμβούργο, συμμετείχαν τουλάχιστον 65.000 άτομα.
Γαλλία: Αντιλαϊκές και αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις εν μέσω πολιτικής κρίσης
Την ίδια ώρα, στη Γαλλία η κυβέρνηση του Φρανσουά Μπαϊρού επιδιώκει να επιταχύνει τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις, προχωρώντας σε αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις, καθώς ο Γάλλος πρωθυπουργός απείλησε να κάνει χρήση ειδικών εξουσιών που του παρέχει το Σύνταγμα προκειμένου να περάσει τον προϋπολογισμό του 2025.
Αυτό οδήγησε σε κατάθεση διπλής πρότασης μομφής -το ένα σκέλος αφορούσε τον προϋπολογισμό και το άλλο την Κοινωνική Ασφάλιση- από τη ρεφορμιστική Αριστερά που όμως απορρίφθηκε, καθώς ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός και οι Σοσιαλιστές δεν τη στήριξαν.
Μπορεί ο Μπαϊρού να κατάφερε να περάσει τον προϋπολογισμό του 2025, όμως παραμένει αδύναμος και ευάλωτος σε μελλοντικές προτάσεις δυσπιστίας. Άλλωστε η ανακούφιση από την πολιτική αβεβαιότητα που ταλανίζει τη Γαλλία αναμένεται να είναι μόνο βραχυπρόθεσμη.
Η χρήση πάντως ειδικών εξουσιών και η παράκαμψη αστικοδημοκρατικών διαδικασιών δεν είναι κάτι νέο για τη Γαλλία, καθώς ο ίδιος ο πρόεδρος Μακρόν έχει παρακάμψει στο παρελθόν την ίδια την Εθνοσυνέλευση.
Ο Μπαϊρού, όπως και ο προκάτοχός του, Μπαρνιέ, προωθεί μεγάλες περικοπές κρατικών δαπανών, για να μειώσει δραστικά το δημοσιονομικό έλλειμμα που προοιωνίζεται ένα ζοφερό μέλλον για τη γαλλική καπιταλιστική οικονομία. Προβλέπονται έτσι χρόνια επώδυνης λιτότητας για να σταματήσει να αυξάνεται το δημόσιο χρέος. «Θα προταθούν σημαντικές εξοικονομήσεις», είπε ο Μπαϊρού, προϊδεάζοντας για νέο «ψαλίδι» σε κρατικά κονδύλια που αφορούν λαϊκές ανάγκες. «Ο στόχος είναι το δημόσιο έλλειμμα να βρίσκεται στο 3% μέχρι το 2029», ανέφερε, μιλώντας για «επιστροφή στην ισορροπία, η οποία θα είναι πολυετής και θα σέβεται τις ευρωπαϊκές μας δεσμεύσεις». Ενώ η κυβέρνηση Μπαρνιέ υπολόγιζε σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1% το 2025, ο Μπαϊρού συντάσσεται με την πρόβλεψη της Τράπεζας της Γαλλίας για αύξηση κατά 0,9%. «Θα προταθεί να τεθεί ο στόχος του δημόσιου ελλείμματος για το 2025 στο 5,4% του ΑΕΠ. Θα προταθούν σημαντικές εξοικονομήσεις», είπε.
Όσον αφορά τον διεθνή ανταγωνισμό, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι Γαλλία και Ευρώπη είναι εγκλωβισμένες ανάμεσα στις ΗΠΑ που είναι έτοιμες να «χλευάσουν» τη διεθνή τάξη και στην Κίνα, η οποία «υφαίνει τον ιστό της οικονομικής, τεχνολογικής, διπλωματικής και στρατιωτικής κυριαρχίας της». «Ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα. Αυτές οι μεγάλες δυνάμεις, τις οποίες σεβόμαστε, είναι στο χέρι μας να τους δείξουμε ποιοι είμαστε, γιατί χωρίς την αποφασιστικότητά μας, θα το ξεχάσουν», είπε.
Αναφορικά με τον αντιασφαλιστικό νόμο του Μακρόν, ο Μπαϊρού τόνισε ότι αυτός δεν καταργείται, αλλά έκανε λόγο αόριστα για «επανεξέταση» από το Ελεγκτικό Συνέδριο και διαβουλεύσεων με τους «κοινωνικούς εταίρους».
Διχασμός και αμηχανία στην ΕΕ
Σε επίπεδο ΕΕ, η προ ημερών άτυπη σύνοδος των 27 στις Βρυξέλλες έδειξε αμηχανία και διχασμένες απόψεις απέναντι στις εξαγγελίες του Τραμπ για δασμούς. Παρόλο που όλοι διακηρύσσουν ότι ΗΠΑ και ΕΕ είναι «καταδικασμένες να συνεργαστούν», ορισμένοι ζητούν ετοιμότητα για επιβολή ευρωπαϊκών δασμών σε αμερικανικά αγαθά, ενώ άλλοι προτάσσουν μια πολιτική κατευνασμού της κυβέρνησης Τραμπ.
Η ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Κάγια Κάλας, τόνισε ότι «είμαστε πολύ αλληλένδετοι» με τις ΗΠΑ, ενώ αν αυτές ξεκινήσουν έναν εμπορικό πόλεμο, «τότε αυτός που θα χαρεί πιο πολύ είναι η Κίνα».
Στην ΕΕ προβάλλει πλέον και το ζήτημα της Γροιλανδίας, με τη Δανή πρωθυπουργό Φρέντρικσεν να σημειώνει ότι «ποτέ δεν θα στηρίξω την ιδέα να πολεμήσουμε τους συμμάχους», ωστόσο «αν οι ΗΠΑ επιβάλουν σκληρούς δασμούς στην Ευρώπη, χρειαζόμαστε συλλογική και ισχυρή απάντηση».
Μέσα στον πανικό που επικρατεί στο ευρωπαϊκό στρατόπεδο ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η Βρετανία αναθεώρησε το Brexit, καθώς η κυβέρνηση Στάρμερ βρίσκεται σε συνεχείς επαφές και συνεργασία με την Ευρώπη. Άλλωστε από τον περασμένο Ιούλιο, οι Εργατικοί εξέφρασαν την πρόθεσή τους να «επανεκκινήσουν» τις σχέσεις μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, χωρίς ωστόσο επιστροφή στην κοινή αγορά, την τελωνειακή ένωση ή την ελεύθερη κυκλοφορία πολιτών.
Παράλληλα, τα σενάρια για επαναλειτουργία ρωσικών αγωγών φυσικού αερίου ως μέρος «συμφωνίας» πληθαίνουν, με αρκετούς να υποστηρίζουν ότι έτσι θα μειωθούν οι υψηλές τιμές ενέργειας, προκαλώντας ωστόσο αντιδράσεις και διαφωνίες. Άλλωστε, η αλλαγή πλεύσης που επιχείρησε η ΕΕ με την «αποβιομηχάνιση» και την πτώση της ανταγωνιστικότητας της βαριάς βιομηχανίας, έχουν κάνει επιτακτική την ανάγκη για φθηνότερη ενέργεια, κάτι που ο πόλεμος στην Ουκρανία τίναξε στον αέρα.