Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από την Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής του νεοφασιστικού κόμματος “Αδέλφια της Ιταλίας” με αναφορές στον Μουσολίνι και έντονη εθνικιστική ρητορική, εξακολουθεί να τροφοδοτεί έντονες ζυμώσεις εντός και εκτός Ιταλίας αλλά και στις Βρυξέλες και στην Ουάσιγκτον.
Παρά το ισχυρό εκλογικό ποσοστό, είναι αμφίβολο εάν ο κυβερνητικός συνασπισμός θα μπορέσει να ομογενοποιηθεί και να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές αντιθέσεις και αντιφάσεις καθώς και τις φιλοδοξίες των ηγετών του. Αυτό φάνηκε έντονα και στα παζάρια κατά την διαδικασία σχηματισμού της νέας κυβέρνησης.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, τόσο προεκλογικά όσο και μετά τις εκλογές, ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο οι αντιπαραθέσεις μέσα στον εκλογικό συνασπισμό προτού καν σχηματιστεί κυβέρνηση. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο τη βδομάδα πριν τον σχηματισμό της κυβέρνησης, μετά την κόντρα μεταξύ της Μελόνι και του προέδρου της «Φόρτσα Ιτάλια», Μπερλουσκόνι, για τη διανομή των υπουργείων, νέες αντιδράσεις προκάλεσαν οι δηλώσεις Μπερλουσκόνι σχετικά με τις σχέσεις του με τον Ρώσο Πρόεδρο Πούτιν και οι απόψεις του για τον πόλεμο στην Ουκρανία, εκφράζοντας «ανησυχίες» για τη συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο. Να σημειωθεί δε ότι και ο αρχηγός της «Λέγκα», Μ. Σαλβίνι, αμφισβητεί κατά καιρούς την «αποτελεσματικότητα» των αντιρωσικών κυρώσεων της ΕΕ, λέγοντας ότι βλάπτουν μόνο την Ευρώπη.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν έλαβε ούτε το υπουργείο Δικαιοσύνης, ούτε και το Τηλεπικοινωνιών. Η μόνη θέση που είχε ζητηθεί και του δόθηκε είναι το υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο αναλαμβάνει ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Αντόνιο Ταϊάνι.
Ο δε Ματέο Σαλβίνι, από τη Λέγκα, τελικά δεν εξασφάλισε το υπουργείο Εσωτερικών, αλλά το «νούμερο δύο» του κόμματος, ο φιλοευρωπαϊστής Τζανκάρλο Τζορτζέτι τοποθετήθηκε στο Οικονομικών. Για τον Σαλβίνι αυτό θεωρείται μια διπλή ταπείνωση. Αναγκάστηκε να πάει στο υπουργείο Υποδομών, αλλά δεν θα έχει λόγο σε ό,τι αφορά το Ιταλικό Σχέδιο Ανάκαμψης και δεν θα μπορεί ούτε να διαχειρίζεται τα λιμάνια της χώρας. Κάτι που σημαίνει ότι μένει εκτός διαχείρισης του μεταναστευτικού. Επιβεβαιώνεται, δηλαδή, η τάση της Τζόρτζια Μελόνι να ελέγχει σχεδόν τα πάντα, περιορίζοντας όσο περισσότερο γίνεται την αυτονομία κινήσεων των αντιπάλων, αλλά και των συμμάχων της.
Πέρα από όλα αυτά, υπάρχει, φυσικά, το πιο ουσιαστικό ερώτημα, με ποιον θα αποφασίσει να συνεργαστεί η Ιταλίδα πρωθυπουργός; Με τους διάφορους Όρμπαν, Ντούντα, Λε Πεν, που έσπευσαν να τη συγχαρούν, ή με τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση; Διότι είναι σαφές ότι η συνταγή των «μεταβλητών συμμαχιών», που η Μελόνι επαναλάμβανε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, δεν μπορεί να λειτουργήσει τη στιγμή που καλείται, και ήδη δέχεται πιέσεις, να κάνει κύριας σημασίας επιλογές. Οι αντιθέσεις για το «μείγμα» της οικονομικής, ενεργειακής και εξωτερικής πολιτικής, με στόχο την αναβάθμιση της Ιταλίας, οξύνονται εδώ και χρόνια, προκαλώντας απανωτές κυβερνητικές κρίσεις.
Η Μελόνι από την πλευρά της ξεκαθάρισε ότι θα ηγηθεί μιας κυβέρνησης «με σαφή εξωτερική πολιτική, η οποία δεν θα μπορεί να παρερμηνευθεί. Η Ιταλία είναι πλήρως, και με ψηλά το κεφάλι, μέρος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και της Ευρώπης», ενώ πρόσθεσε ότι με τα «Αδέλφια της Ιταλίας» στην κυβέρνηση η χώρα «δεν θα είναι ποτέ ο αδύναμος κρίκος της Δύσης».