Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Ταϊβάν (αυτοαποκαλούμενη και ως Δημοκρατία της Κίνας) έριξε νέο λάδι στη φωτιά που καίει στα «στενά», με φόντο την όξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού Κίνας και ΗΠΑ.
Στις εκλογές επικράτησε ο Λάι Τσινγκ-τε προερχόμενος από το κυβερνών Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) του οποίου ήταν αντιπρόεδρος. Ο Λάι, τον οποίο έχει χαρακτηρίσει το Πεκίνο ως «σοβαρό κίνδυνο», καθώς εμφανίζεται υπέρμαχος της ταϊβανέζικης ανεξαρτησίας, επικράτησε με 40,2%. Το ποσοστό του ήταν όμως κατά 17% και κοντά στα 2,7 εκ. ψήφους, χαμηλότερο από ό,τι είχε πάρει το ίδιο κόμμα στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές. Επίσης είναι το χαμηλότερο ποσοστό που πήρε εκλεγμένος πρόεδρος από όταν καθιερώθηκε η καθολική ψηφοφορία το 1996.
Δεύτερος ακολούθησε ο Χου Γιου-ιχ, υποψήφιος του Κουομιντάνγκ (ΚΜΤ), με 33,4% ο οποίος τάσσεται υπέρ των στενότερων δεσμών με το Πεκίνο. Ο 64χρονος Κο Γουέν-τζε, του Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν (TPP), ήρθε τρίτος με 26,4%. Όσον αφορά τις σχέσεις με την Κίνα, ο Ko προωθούσε μια «μέση οδό», κατηγορώντας το DPP ότι είναι υπερβολικά εχθρικό και επικρίνοντας το KMT για υπέρμετρη «ευαισθησία».
Στις βουλευτικές εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν την ίδια μέρα, το DPP έχασε την πλειοψηφία που είχε στη βουλή. Από τις 61 έδρες που είχε το 2020, έπεσε στις 51, ενώ το KMT ανέβηκε από 38 σε 52 γεγονός που το καθιστά το μεγαλύτερο κόμμα στη βουλή που αριθμεί 113 βουλευτές. Οι νέοι αυτοί συσχετισμοί οπωσδήποτε θα αναγκάσουν τον Λάι σε συμβιβασμούς.
Ο νέος πρόεδρος στις πρώτες του δηλώσεις καταφέρθηκε ενάντια στο Πεκίνο και υποσχέθηκε πως θα «προστατεύσει την Ταϊβάν από τις απειλές και τους εκφοβισμούς της Κίνας». Συνεχάρη δε τους ψηφοφόρους του που «αντιστάθηκαν με επιτυχία στις προσπάθειες εξωτερικών δυνάμεων να επηρεάσουν αυτές τις εκλογές». Πήρε σαφή θέση υπέρ της Ουάσιγκτον στον σφοδρό ανταγωνισμό με το Πεκίνο δηλώνοντας ότι «ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό, θα είμαστε με την πλευρά της δημοκρατίας», τοποθετώντας τη χώρα του στο αντικινεζικό και αντιρωσικό «μέτωπο των δημοκρατιών» του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν. Προσπάθησε όμως να κρατήσει και κάποιες ισορροπίες δηλώνοντας ότι θα «συνεχιστούν οι ανταλλαγές και η συνεργασία με την Κίνα», επαναλαμβάνοντας την επιθυμία του οι συνομιλίες με το Πεκίνο να πραγματοποιούνται στη βάση «της αξιοπρέπειας και της ισότητας» .
Αν και ο Μπάιντεν δήλωσε πως οι ΗΠΑ δεν υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, «ψαλιδίζοντας» κάπως τις φιλοδοξίες του νέου προέδρου, ωστόσο ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Άντονι Μπλίνκεν, «συνεχάρη τον Λάι Τσινγκ για τη νίκη του». Δήλωσε ανυπομονησία για να εργαστούν από κοινού «με τον δρ. Λάι και τους ηγέτες όλων των κομμάτων της Ταϊβάν», ώστε να προχωρήσουν τα «κοινά» συμφέροντα και οι «κοινές» αξίες αναπτύσσοντας «περαιτέρω την μακρόχρονη ανεπίσημη σχέση» των δύο πλευρών.
Ο Λάι Τσινγκ είχε συνάντηση με χαμηλόβαθμη «ανεπίσημη» αμερικανική αντιπροσωπεία. Ευχαρίστησε την Ουάσιγκτον για τη «σθεναρή υποστήριξή της στη δημοκρατία» που «πιστοποιεί τη στενή και ακλόνητη εταιρική σχέση ανάμεσα στην Ταϊβάν και στις ΗΠΑ», αν και το σχετικά χαμηλό επίπεδο της αντιπροσωπείας μάλλον υποδηλώνει ότι οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν μια άμεση κλιμάκωση στην περιοχή.
Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, «χαιρέτισε» τη διεξαγωγή των εκλογών, προσθέτοντας ότι οι Βρυξέλλες εξακολουθούν «να ανησυχούν για τις αυξανόμενες εντάσεις στο Στενό της Ταϊβάν και αντιτίθενται σε κάθε μονομερή πρωτοβουλία που έχει στόχο να τροποποιήσει το στάτους κβο». Αντίστοιχες ανακοινώσεις εξέδωσαν η Γαλλία, η Γερμανία, η Βρετανία, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Νότια Κορέα εξέφρασε την ελπίδα να διατηρηθεί η ειρήνη και η σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν και να συνεχιστεί η ενίσχυση της διμερούς πρακτικής συνεργασίας σε διάφορους τομείς.
Όπως είναι φυσικό αυτές οι δηλώσεις και ενέργειες δεν έμειναν αναπάντητες από την κινεζική πλευρά. Τον τόνο είχε δώσει ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του, δηλώνοντας ότι: «Η επανένωση της μητέρας πατρίδας είναι ιστορικά αναπόφευκτη». Το Πεκίνο πριν τις εκλογές εκτιμούσε πως οι πολίτες της Ταϊβάν θα κληθούν να επιλέξουν μεταξύ «πολέμου και ειρήνης, ευημερίας και παρακμής». Μετά το αποτέλεσμα ξεκαθάρισε πως «η Ταϊβάν είναι η Ταϊβάν της Κίνας (…) H ανεξαρτησία της Ταϊβάν είναι ασύμβατη με την ειρήνη στο Στενό της Ταϊβάν και αντίκειται στα συμφέροντα και στην ευδαιμονία του λαού της Ταϊβάν».
Ο εκπρόσωπος του κινεζικού γραφείου που είναι αρμόδιο για τις σχέσεις με το νησί, Τσεν Μπινχουά, δήλωσε πως αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα «δεν πρόκειται να εμποδίσει την αναπόφευκτη επανένωση με την Κίνα». Το ίδιο τόνισε και ο Κινέζος ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, ο οποίος συμπλήρωσε πως «αν οποιοσδήποτε στο νησί της Ταϊβάν έχει την πρόθεση να προχωρήσει προς την ανεξαρτησία» και επιχειρήσει να διαιρέσει το κινεζικό έδαφος θα τιμωρηθεί «αυστηρά από την Ιστορία και τον νόμο». Επέκρινε τις αμερικανικές τοποθετήσεις ως «βαθιά εσφαλμένο μήνυμα στις αυτονομιστικές δυνάμεις που τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν».
Σε επίσημη ανακοίνωση του κινεζικού ΥΠΕΞ τονίστηκε πως το θέμα της Ταϊβάν βρίσκεται «στο κέντρο των θεμελιωδών συμφερόντων της Κίνας και είναι η πρώτη κόκκινη γραμμή που δεν πρέπει να ξεπεραστεί στις κινεζο-αμερικανικές σχέσεις». Το Πεκίνο υπογράμμισε επίσης ότι «αντιτίθεται σθεναρά στη δήλωση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με τις εκλογές στην κινεζική περιφέρεια της Ταϊβάν, παραβιάζοντας την αρχή της «Ενιαίας Κίνας» και των τριών κοινών κινεζο-αμερικανικών ανακοινωθέντων». Και κατέληξε: «Παρά την ψήφο το νησί δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητο και δεν πρόκειται να είναι».
Οι πρεσβείες της Κίνας στον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και η Αποστολή της Κίνας στην ΕΕ εξέφρασαν την έντονη δυσαρέσκειά τους για τα «συγχαρητήρια» που δόθηκαν. Με την ίδια αφορμή η Κίνα διαμαρτυρήθηκε και στον Ιάπωνα υπουργό Εξωτερικών, θεωρώντας ότι «αυτό συνιστά μια προφανή παράβαση της αρχής της «Ενιαίας Κίνας» σε ξεκάθαρη αντίθεση με το πνεύμα των τεσσάρων πολιτικών κειμένων μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας».
Στο πλευρό της Κίνας στάθηκε η Μόσχα με την εκπρόσωπο του Ρωσικού ΥΠΕΞ, Μαρία Ζαχάροβα, να δηλώνει πως η Μόσχα θεωρεί την Ταϊβάν αναπόσπαστο τμήμα της Κίνας. Αναπάντεχη «στήριξη» είχε το Πεκίνο από τις νήσους Ναούρου, τη μικρότερη νησιωτική δημοκρατία στον κόσμο. Ο πρόεδρός τους, Ντέιβιντ Αντεάνγκ, ανακοίνωσε ότι η χώρα του διακόπτει τις διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν, από τις λίγες χώρες που είχαν διπλωματικές σχέσεις μαζί της και στο εξής θα αναγνωρίζει τη νήσο ως αναπόσπαστο μέρος του κινεζικού εδάφους. Οι ΥΠΕΞ των δύο χωρών υπέγραψαν κοινό ανακοινωθέν για την επανάληψη των διπλωματικών τους σχέσεων, γεγονός στο οποίο έδωσαν ιδιαίτερη διάσταση τα κινεζικά ΜΜΕ.
Με αφορμή αυτό το γεγονός κινεζικά δημοσιεύματα ανέφεραν πως όσες χώρες θέλησαν να διακόψουν τους δεσμούς με την Ταϊβάν αντιμετώπισαν πιέσεις από τις ΗΠΑ, τις οποίες χαρακτήρισαν «κραυγαλέο εκφοβισμό».
Επισκέψεις Γουάνγκ Γι και Μπλίνκεν στην Αφρική
Ο Κινέζος ΥΠΕΞσε Βραζιλία και Τζαμάικα
Ο Κινέζος ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, πραγματοποίησε τα πρώτα του ταξίδια στο εξωτερικό, το 2024, στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Επισκέφθηκε την Αίγυπτο, την Τυνησία, το Τόγκο και την Ακτή Ελεφαντοστού, ενώ είχε επαφές και με τον Γενικό Γραμματέα του Αραβικού Συνδέσμου. Στη συνέχεια μετέβη σε Βραζιλία και Τζαμάικα.
Με το ταξίδι αυτό επιδίωξε, μεταξύ άλλων, να αναδείξει την Κίνα σε «προστάτη» του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου, στον οποίο τοποθετεί υποκριτικά και τον εαυτό της, την ώρα που αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη. Παράλληλα ο Γι βρήκε το βήμα για να δηλώσει διεθνώς ότι υπάρχει μόνο «μία Κίνα», τμήμα της οποίας είναι και η Ταϊβάν, με αφορμή τις προεδρικές εκλογές στο νησί. Σε συνέντευξη τύπου που είχε μαζί με τον Αιγύπτιο ομόλογό του, Σαμλέχ Σούκρι, στο Κάιρο είπε ότι «όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, δεν μπορεί να αλλάξει το βασικό γεγονός ότι υπάρχει μια μόνη Κίνα και η Ταϊβάν είναι τμήμα της».
Αφού ολοκλήρωσε το ταξίδι του στην Αφρική, ο Κινέζος ΥΠΕΞ είπε στα μέσα ενημέρωσης «ότι οι ηγέτες από αυτές τις τέσσερις χώρες επανέλαβαν όλοι την προσήλωσή τους στην αρχή της μίας Κίνας».
Κατά την επίσκεψή του στη Βραζιλία συναντήθηκε με τον Πρόεδρο της χώρας, Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, και συζήτησαν για τη συνολική στρατηγική εταιρική σχέση Κίνας-Βραζιλίας. Με τον Βραζιλιάνο ομόλογό του, Μάουρο Βιεϊρά, συμπροήδρευσαν στον τέταρτο Συνολικό Στρατηγικό Διάλογο ΥΠΕΞ Κίνας-Βραζιλίας.
Στον τελευταίο σταθμό του ταξιδιού του επισκέφτηκε το νησί της Καραϊβικής όπου και συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό, Άντριου Χόλνες, ο οποίος εξήρε τη στάση της Κίνας που «δεν δίστασε να δώσει χείρα βοηθείας» όταν η χώρα του αντιμετώπισε δυσκολίες. Σύμφωνα με τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης τόσο ο Χόλνες όσο και ο Λούλα εξέφρασαν την υποστήριξη και την προσήλωσή τους στην αρχή της «μίας Κίνας». Ακολουθώντας καταπόδας, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Ά. Μπλίνκεν, ξεκίνησε και αυτός περιοδεία σε τέσσερις αφρικανικές χώρες, αποτυπώνοντας την όξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού Κίνας-ΗΠΑ και στην πολύπαθη ήπειρο. Από τις 21 ως τις 26 Ιανουαρίου επισκέφτηκε το Πράσινο Ακρωτήριο, την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Νιγηρία και την Αγκόλα.
Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σοβαρή υστέρηση στη διείσδυση κεφαλαίων και εμπορευμάτων σε σχέση με τον βασικό τους ανταγωνιστή στην ήπειρο. Το 2000, το εμπόριο ΗΠΑ-Αφρικής ήταν 37,6 δισεκατομμύρια δολάρια για να φτάσει στα 72,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022.
Αντίστοιχα το 2000, το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Αφρικής ήταν μόλις 10,6 δισεκατομμύρια δολάρια για να εκτιναχθεί το 2022 στα 282 δισεκατομμύρια δολάρια(!) καθιστώντας το χάσμα μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, στις οικονομικές και εμπορικές ανταλλαγές με την Αφρική, κάτι παραπάνω από εμφανές.