Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, ανεξάρτητα από την αντιπαράθεση με τη Μόσχα με αφορμή την πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία την οποία με κάθε τρόπο υποδαύλισε και συντηρεί, έχει πάντα στραμμένο το βλέμμα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Έχοντας πάντα επίγνωση ότι εκεί έχει μετατοπιστεί ο «άξονας ισχύος», αφού το Πεκίνο είναι ο βασικός ανταγωνιστής που αμφισβητεί την παγκόσμια ηγεμονία του, τον 21ο αιώνα.
Δεδομένου ότι η στενή σχέση μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου αποτελεί «αγκάθι στο μάτι» της Ουάσιγκτον, η τελευταία επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας για να βάλει μια σφήνα μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας. Συνεχείς είναι οι δηλώσεις ανώτερων αξιωματούχων του Λευκού Οίκου, προεξάρχοντος του προέδρου Μπάιντεν που έχουν κατηγορήσει πολλές φορές την Κίνα ότι δεν ασκεί αρκετή πίεση στη Ρωσία για να σταματήσει τη στρατιωτική δράση της χώρας στην Ουκρανία. Ότι συνεργάζεται μαζί της παρέχοντας στρατιωτικό εξοπλισμό ή για να παρακάμψει τις δυτικές κυρώσεις.
Πιέζοντας οι ΗΠΑ την Κίνα να καταγγείλει τη Ρωσία, η Ουάσιγκτον δεν έχει καμία πρόθεση να κρύψει την επιθυμία της να σπείρει διχόνοια μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Είναι τέτοια η αμερικανική πίεση που αποτυπώθηκε ακόμη και στη συνέντευξη που έδωσε ο Κινέζος πρέσβης στις ΗΠΑ στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CBS. Η εννιάλεπτη συνέντευξη διακόπηκε περισσότερες από 20 (!) φορές από την παρουσιάστρια, με την τελευταία να συνεχίζει να ρωτά εάν η Κίνα θα στηρίξει τη Ρωσία για την Ουκρανία και γιατί δεν καταδίκασε τη Ρωσία.
Φυσικά το Πεκίνο σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να σπάσει την εκτεταμένη συνεργασία με τη Μόσχα. Μετά και την πρόσφατη συμφωνία που υπέγραψαν οι ηγέτες των δύο χωρών, στην έναρξη των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων και με φόντο τον πόλεμο της Ουκρανίας η σχέση των δύο χωρών αποκτά στρατηγικά χαρακτηριστικά.
Όπως αναφέρει και σε σχετικό άρθρο η σύνταξη του κινεζικού ειδησεογραφικού οργανισμού Global Times: «Για πολύ καιρό, η Δύση παρερμηνεύει τη σχέση Κίνας-Ρωσίας, πιστεύοντας ότι βασίζεται σε σκοπιμότητα και θα μπορούσε εύκολα να διαλυθεί. Η αλήθεια είναι ότι η συνολική στρατηγική εταιρική σχέση συντονισμού Κίνας-Ρωσίας έχει αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου και είναι σταθερή. Είναι το πιο σημαντικό και σταθερό διπλωματικό στρατηγικό πλεονέκτημα της Κίνας που δεν μπορεί να καταστρέφει.»
Παράλληλα οι ΗΠΑ επιδιώκουν να συκοφαντήσουν την Κίνα ως συνεργάτη του, επιτιθέμενου στην Ουκρανία, ρωσικού ιμπεριαλισμού. Στοχεύουν έτσι να δημιουργήσουν ρήγματα στις σχέσεις του Πεκίνου με την ΕΕ, της οποίας είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος.
Ακόμη να δώσουν επιπλέον επιχειρήματα, εναντίον της, στους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού που συμμετέχουν στα διάφορα αντι-κινεζικά σχήματα (AUKUS, Quad).
Επιδιώκοντας να ταυτίσουν τη Μόσχα με το Πεκίνο, οι επικεφαλής της Ουάσιγκτον θέλουν να προωθήσουν τον νέο ψυχροπολεμικό διχασμό μεταξύ των «δημοκρατιών», στις οποίες περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ και οι κολαούζοι της και των «αυταρχικών» καθεστώτων της Κίνας και της Ρωσίας.
Παρά όμως το γεγονός ότι ως επί το πλείστων οι δυτικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ (ΕΕ, Βρετανία, Καναδάς) στοιχίζονται, προς το παρόν, με τις αμερικανικές κυρώσεις και την επιθετικότητα προς τη Ρωσία, το αμερικανικό αφήγημα σε άλλες περιοχές του πλανήτη «μπάζει νερά». Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση της Ινδίας η οποία, παρά το γεγονός ότι συμμετέχει στο σχήμα Quad μαζί με ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία δεν καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στο συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ, απέχοντας από την ψηφοφορία. Μάλιστα φαίνεται να διευρύνει τη συνεργασία της με τη Ρωσία, ειδικά στο κομμάτι της ενέργειας, αφού εμφανίζεται ως ο μεγάλος εναλλακτικός αγοραστής του ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου που θα περισσέψουν από την ευρωπαϊκή αγορά, ως συνέπεια των κυρώσεων. Μέσα σε αυτό το κλίμα εντύπωση προκάλεσε αιφνίδια επίσκεψη του Κινέζου ΥΠΕΞ, Γουανγκ Γι, στο Νέο Δελχί για επίσημες συνομιλίες με τον Ινδό Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, Αντζίτ Ντοβάλ, και τον Ινδό ομόλογό του, Σουμπραχμανιάμ Τζαϊσχανκάρ. Ορισμένοι πιστεύουν ότι έχει προκύψει ένα λεπτό σημείο καμπής στη διμερή σχέση και εικάζουν ακόμη ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια περίοδο θραύσης του πάγου μεταξύ των δύο χωρών.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται σχεδόν όλες οι μη δυτικές μεγάλες δυνάμεις όπως οι υπόλοιπες χώρες των BRICS, το Πακιστάν, η Ινδονησία, χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Ακόμη και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, παρά το γεγονός ότι συμμετέχουν στις αμερικανόπνευστες «συμφωνίες του Αβραάμ» με το Ισραήλ. Πάνω από 100 χώρες δεν συμμετέχουν στις δυτικές κυρώσεις προς την Ρωσία.
O Άντονι Μπλίνκεν κατηγόρησε την Κίνα ότι στέκεται «στη λάθος πλευρά της ιστορίας» για να λάβει τη κινεζική απάντηση «η διεθνής κοινότητα μπορεί να κρίνει από μόνη της (σ.σ. ποια είναι η σωστή πλευρά), και δεν εναπόκειται στις ΗΠΑ, που είναι οι εμπνευστές αυτής της κρίσης, να την ορίσουν».
Η τακτική που χάραξε η κινεζική ηγεσία για να ξεπεράσει τον σκόπελο των αμερικανικών πιέσεων συνίσταται σε μια «άσκηση διπλωματικής ισορροπίας». Περιλαμβάνει την υπεράσπιση της σχέσης με τη Ρωσία, την καταγγελία των ΗΠΑ ως εμπρηστών του πολέμου, τη διατήρηση των εμπορικών σχέσεων με την Ε.Ε. και την δημιουργία ρηγμάτων όπου είναι δυνατό. Επισείουν το επιχείρημα ότι οι κυρώσεις είναι αντιπαραγωγικές και πλήτουν ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές χώρες και όχι τις ΗΠΑ. Παράλληλα εμφανίζεται ως η αξιόπιστη μεγάλη δύναμη που σέβεται την εδαφική κυριαρχία των χωρών, αναγνωρίζει τα συμφέροντα όλων των πλευρών για την ασφάλεια, μεσολαβεί για την επίλυση της σύγκρουσης και καταβάλλει προσπάθειες για να αμβλυνθεί η ανθρωπιστική κρίση, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που ρίχνουν «λάδι στη φωτιά».
Καθώς την Πρωταπριλιά συνέρχεται η σύνοδος Κίνας και ΕΕ, το Πεκίνο στηλίτευσε τις ευρωπαϊκές φωνές που φαίνεται να στοχεύουν στη χρήση της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας για να υπονομεύσουν ή και εκτροχιάσουν τη συνάντηση. Όπως η πρόταση του Λιθουανού Υφυπουργού Εξωτερικών, Μάντας Ατόμενας, που δήλωσε ότι θα πρέπει η ΕΕ να ακυρώσει ή τουλάχιστον να αναβάλει τη σύνοδο επειδή «δεν ήταν η ώρα για εξομάλυνση» των σχέσεων Κίνας-ΕΕ. Η Λιθουανία, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Βαλτικές, Πολωνία), λειτουργεί ως οργανέτο των ΗΠΑ και επιδιώκει, μετά και το ζήτημα της Ταϊβάν να θέσει «υπό ομηρεία» τη σχέση Κίνας-ΕΕ, προς όφελος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Κάτι που η Κινεζική πλευρά αντιλαμβάνεται και γι’ αυτό παίζει το χαρτί της οικονομίας και του εμπορίου προς τους Ευρωπαίους οι οποίοι βιώνουν τις σκληρές συνέπειες των επιλογών τους για την διαχείριση της Ουκρανικής κρίσης. Παράλληλα ξεκόβει ότι δεν πρόκειται να τροποποιήσει τις διπλωματικές της θέσεις σχετικά με την Ουκρανία ή οτιδήποτε άλλο σχετικό και καλεί σε εκτόνωση των εντάσεων και εμβάθυνση της συνεργασίας.