Ακόμα κι αν η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει ανακοινώσει την ημερομηνία των εκλογών, έχουμε μπει για τα καλά στην προεκλογική περίοδο. Το σκηνικό της πόλωσης και της αντιπαράθεσης ανάμεσα στα κυρίαρχα αστικά κόμματα στήνεται με γοργούς ρυθμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που ακόμα πληρώνει τα σπασμένα από τις συνέπειες της κάλπικης πολιτικής του τόσο την περίοδο 2015 – ’19 αλλά και όλη την περίοδο της διακυβέρνησης της ΝΔ, προσπαθεί τώρα να ανακάμψει και να διαδραματίσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα κινούνται στην κατεύθυνση πως θα έχουμε μια πολύ μακρά προεκλογική περίοδο με δύο κάλπες. Σε αυτό το σκηνικό, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αποτελέσει κυρίαρχο πόλο στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, ώστε να επιβάλει τους δικούς του όρους σε ένα ενδεχόμενο κυβερνητικό σχήμα με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Αυτή η επιδίωξη προϋποθέτει τη συσπείρωση της εκλογικής του βάσης και το ψαλίδισμα της διαφοράς του από την κυβερνώσα ΝΔ.
Όμως από την πολιτική των αυταπατών, των κάλπικων διακηρύξεων της περίφημης «πρώτης φοράς Αριστεράς» και της «κατάργησης των μνημονίων με ένα νόμο και ένα άρθρο», η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσγειώθηκε απότομα. Σχεδόν μια ολόκληρη τετραετία διακυβέρνησης της Δεξιάς σημαδεύτηκε από την πλήρη προσαρμογή και συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις βασικές πλευρές της αντιλαϊκής πολιτικής της ΝΔ.
Επιχειρώντας να ξεπλυθεί για το αμαρτωλό του παρελθόν, αυτό που διέσυρε και λάσπωσε την Αριστερά και τους αγώνες, επενδύει τώρα σε μια πολιτική που ευθυγραμμίζεται στις σημερινές ζοφερές συνθήκες που βιώνει ο λαός και η εργατική τάξη. Χρεωμένος με την εφαρμογή ατόφιας της μνημονιακής πολιτικής, με την αναβάπτιση και τον εξωραϊσμό της δεξιάς-νεοφιλελεύθερης πολιτικής καθώς και την ευθυγράμμισή του στις βασικές κυβερνητικές επιλογές της ΝΔ την τελευταία τετραετία, προσπαθεί να στήσει τώρα ένα κάλπικο σκηνικό φτηνής αντιπαράθεσης.
Απέναντι στο καυτό ζήτημα των μισθών και της σαρωτικής ακρίβειας που απασχολεί τα εργατικά-λαϊκά στρώματα η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί, με μικρές αποκλίσεις, την κυβερνητική πολιτική. Την ώρα που η ΝΔ, επιχειρώντας να κατευνάσει τη γενικευμένη λαϊκή οργή για την καθημερινή λεηλασία μισθών και συντάξεων, υπόσχεται προεκλογικά αύξηση του βασικού μισθού -απ’ ό,τι φαίνεται- στα 770€ και μοιράζει ψίχουλα στις λεηλατημένες συντάξεις, σε τι ακριβώς συνίσταται η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ; Επιχειρεί να υφαρπάξει τη λαϊκή ψήφο υποσχόμενος κατώτατο μισθό 800€, μόλις 30€ παραπάνω από τις κυβερνητικές εξαγγελίες, αφήνοντας στο απυρόβλητο την πολιτική τής ακρίβειας και της ασύδοτης κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου από τη λεηλασία μισθών και συντάξεων. Την ίδια ώρα υπόσχεται αυξήσεις στα όρια του πληθωρισμού, δηλαδή καθηλωμένους μισθούς στο διηνεκές για τα εργατολαϊκά στρώματα.
Το αντίδοτο του ΣΥΡΙΖΑ στην ενεργειακή κρίση είναι η αναπαραγωγή των γνωστών ρεφορμιστικών προτάσεων για την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, την επιβολή πλαφόν στη χονδρική και λιανική τιμή του ρεύματος και την αποσύνδεση από το χρηματιστήριο της ενέργειας κατά το μοντέλο της Ισπανίας και Πορτογαλίας. Η ακατάσχετη προτασεολογία και η ρεφορμιστική πλάνη του ΣΥΡΙΖΑ έχει διπλό στόχο. Πρώτα και κύρια θέλει να συγκαλύψει τις δικές του ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Γιατί ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που με την πολιτική του άνοιξε δρόμο για το κομμάτιασμα και οριστικό ξεπούλημα της ΔΕΗ και που στο όνομα της λεγόμενης «πράσινης μετάβασης» οδήγησε στην ακόμα μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας. Και σήμερα η ΝΔ, επαυξάνοντας στην κατεύθυνση που εγκαινίασε ο ΣΥΡΙΖΑ, βάζει πλάτη στους ιδιώτες να λεηλατούν τα λαϊκά νοικοκυριά εκτοξεύοντας τα τιμολόγια του ρεύματος σε δυσθεώρητα ύψη. Κατά δεύτερο λόγο επιδιώκει, μπροστά στην επικείμενη κάλπη, να λεηλατήσει εκλογικά το ΜέΡΑ25 και τον αποκαλούμενο «αντικαπιταλιστικό χώρο» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τροτσκιστικές οργανώσεις κλπ) ως και τη ΛΑΕ, που με τα «μεταβατικά» τους προγράμματα και τα διάφορα ρεφορμιστικά σχήματα περί κρατικοποιήσεων με «εργατικό έλεγχο» (ή και χωρίς) συναντιούνται στην πράξη με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επενδύει σε μια ρηχή αντιπολίτευση με την πολιτική της ΝΔ προσωποποιώντας την αντιπαράθεση με τον Μητσοτάκη.
Η τακτική της προσωπικής αντιπαράθεσης βρίσκεται απέναντι από τα πραγματικά προβλήματα του λαού μας και λειτουργεί με όρους ενός φθηνού και εφήμερου εντυπωσιασμού. Επιπλέον η τακτική αυτή που επιλέγει ο ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει για μια ακόμα φορά πολύτιμες υπηρεσίες στη ΝΔ. Διότι η αντιπαράθεση σε προσωπικό επίπεδο με το Μητσοτάκη συνιστά κανονικό ξέπλυμα και εξωραϊσμό της ακραιφνούς δεξιάς και νεοφιλελεύθερης πολιτικής της ΝΔ. Άλλωστε, η βάναυση καταπάτηση των πολιτικών ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, η κρατική βία και καταστολή, η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους σε Υγεία – Παιδεία – Πρόνοια, τα φαινόμενα σήψης και διαφθοράς, το τσάκισμα των εργασιακών κατακτήσεων, η πολιτική της εθνικής υποτέλειας και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» του Μητσοτάκη. Αποτελούν τον πυρήνα της πολιτικής της ΝΔ αλλά και των υπολοίπων αστικών κομμάτων παρά τις μεταξύ τους αποκλίσεις.
Το νέο δίλημμα που στήνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάλπικο και ξένο προς τα λαϊκά συμφέροντα. Θέλει μέσα από αυτό να εγκλωβίσει για άλλη μια φορά τον αριστερό και τον πλατύτερα δημοκρατικό κόσμο. Η απάντηση στη δεξιά πολιτική δεν είναι η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ που με τη στάση του δικαίωσε και αναβάπτισε τη ΝΔ, που με την πολιτική του διέσυρε την αριστερά. Που νομιμοποίησε έτσι τα ακροδεξιά στοιχεία σαν τον Βορίδη και το Γεωργιάδη δίνοντάς τους το δικαίωμα να λασπολογούν και να συκοφαντούν τις πραγματικά αριστερές ιδέες. Η πραγματική απάντηση βρίσκεται στην πάλη για την ανατροπή αυτής της πολιτικής.