Το ΚΚΕ έσπευσε να ανακοινώσει προ ημερών τη συμπερίληψη στο ψηφοδέλτιο της επικρατείας του, του γνωστού μουσικοσυνθέτη Τσακνή.
Το καλλιτεχνικό έργο τού Τσακνή σαφώς είναι γνωστό, ωστόσο επισκιάζεσαι από τον πολιτικό του ρόλο τα προηγούμενα χρόνια, για τον οποίο το ΚΚΕ δεν κάνει καμία κουβέντα.
Ο Τσακνής διετέλεσε επί 2,5 χρόνια πρόεδρος της ΕΡΤ. Και όχι κάποια τυχαία χρόνια. Από το 2015 έως το 2018, ήταν ο πρώτος πρόεδρος που διόρισε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ήταν ο πρόεδρος της ΕΡΤ στο διάστημα του δημοψηφίσματος και της μεγάλης εξαπάτησης του ΣΥΡΙΖΑ, στο διάστημα της υπογραφής του τρίτου μνημονίου και της υπερψήφισής του από τη συγκυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, μαζί με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το ΠΟΤΑΜΙ. Η ΕΡΤ αποτέλεσε και αποτελεί το βασικό φερέφωνο της αστικής πολιτικής και της κυβέρνησης. Στο συγκεκριμένο, μάλιστα, διάστημα αποτέλεσε το βασικό προπαγανδιστικό εργαλείο για την υπεράσπιση της μνημονιακής πολιτικής, για το σπάσιμο της λαϊκής αγανάκτησης και κινητοποίησης, για την καλλιέργεια ψεύτικων ελπίδων και για τη διασπορά της μαζικής απογοήτευσης, πως τίποτε δεν μπορεί να γίνει απέναντι στην τρόικα των ξένων και των εγχώριων μεγάλων συμφερόντων. Το ΚΚΕ όχι μόνο δε λέει κουβέντα για όλα αυτά, που υποτίθεται πως τα καταπολεμά, αλλά έρχεται να τα νομιμοποιήσει, δίνοντας στους Τσακνήδες συγχωροχάρτι για τη δράση τους και περιβάλλοντάς τους με αγωνιστικά φωτοστέφανα στο βωμό της εκλογοθηρίας.
Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα, το ΚΚΕ, πραγματοποίησε δύο κεντρικές συναυλίες, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, που πρόβαλε ως μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα. Δε χρειάζεται και πολύ για να καταλάβει κάποιος πως την περίοδο που γίνονται -όταν μάλιστα το ΚΚΕ έχει κηρύξει εδώ και μήνες την προεκλογική του εκστρατεία, υποτάσσοντας τα πάντα, αγώνες, κινητοποιήσεις, διεκδικήσεις, κάτω από αυτό το σκοπό- οι συγκεκριμένες συναυλίες το στόχο αυτό εξυπηρετούσαν και όχι τον πολιτισμό, όπως λέει η ηγεσία του ΚΚΕ.
Όμως δεν είναι μόνο αυτό!
Η πρώτη συναυλία, έγινε με τον Ξαρχάκο, που κανείς και πάντως όχι εμείς δε θα αμφισβητήσουμε την καλλιτεχνική του αξία. Όμως και κανείς -αν δε θέλει να διαπράττει καιροσκοπισμούς- δεν μπορεί να σβήνει με το σφουγγάρι των εκλογικών σκοπιμοτήτων τον πολιτικό ρόλο και την πολιτική διαδρομή του Ξαρχάκου, που τώρα μπροστά σε μια πολιτική μάχη αποκτά κυρίαρχη θέση σε σχέση με το αδιαμφισβήτητο καλλιτεχνικό του έργο.
Ο Ξαρχάκος αποτέλεσε για τέσσερα χρόνια δημοτικός σύμβουλος της δεξιάς στην Αθήνα με τον Έβερτ και βουλευτής της ΝΔ του πατέρα Μητσοτάκη το ’89-’90, όταν συγκυβέρνησαν μαζί η ΝΔ με το Συνασπισμό (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ). Ευρωβουλευτής της ΝΔ επί τέσσερα χρόνια από το 2000 έως το 2004 και υποψήφιος ευρωβουλευτής της ΝΔ το 2014, στην περίοδο δηλαδή της μνημονιακής σκοτεινιάς και βαρβαρότητας.
Δεν μιλάμε απλά για κάποιες δεξιές καταβολές ή για αθώες πολιτικές συμπάθειες. Δεν μιλάμε για κάποιο ψηφοφόρο που εξέφρασε απλά μια γνώμη, αλλά για ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή με συγκεκριμένο πολιτικό στίγμα: αυτό της δεξιάς. Άλλωστε μόλις λίγο καιρό πριν, το καλοκαίρι, παρουσίαζε τον Ξαρχάκο σε τιμητική συναυλία ο πρώην πρωθυπουργός της δεξιάς Καραμανλής!
Ξανά όμως το προεκλογικό σφουγγάρι του ΚΚΕ σβήνει και αμνηστεύει τα πάντα, στέλνοντας το μήνυμα πως δεν είναι και τόσο μεγάλες οι διαφορές δεξιάς και αριστεράς, εισπράττοντας για την «τόλμη» του τα εγκωμιαστικά σχόλια όλου του αστικού τύπου.
Η δεύτερη συναυλία έγινε στη Θεσσαλονίκη με τιμώμενο συνθέτη τον Καλδάρα, αλλά στην πραγματικότητα τον Νταλάρα!
Αν και η συναυλία γινόταν για τον Καλδάρα, διόλου τυχαία το όνομα του Νταλάρα γράφτηκε στην αφίσα με μεγαλύτερα γράμματα από του τιμώμενου συνθέτη και διόλου τυχαία η ομιλία τού Κουτσούμπα έβριθε εγκωμιαστικών αναφορών στο όνομα του, θέλοντας να τον αξιοποιήσει προεκλογικά.
Τι κι αν ο Νταλάρας αποτέλεσε στήριγμα των πιο βάρβαρων πολιτικών που γνώρισε ο τόπος μας τα τελευταία χρόνια, των πολιτικών των μνημονίων. Τι και αν έλεγε ξεδιάντροπα «Ναι στην απώλεια της εθνικής κυριαρχίας», σε συνέντευξη στο ΣΚΑΪ, στις 24 Φεβρουαρίου του 2012, όπως ακριβώς έλεγε ο Πάγκαλος, του «μαζί τα φάγαμε». Τι κι αν στήριξε την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, του πρώτου μνημονίου, που η σύζυγός του Άννα Νταλάρα διετέλεσε υπουργός της. Τι και αν υπερασπίστηκε την εθνική ταπείνωση του λαού από την ξένη εποπτεία. Τι και αν εν τέλει ο μουσικός μεγαλέμπορος, Νταλάρας, που σιτίστηκε πλουσιοπάροχα από την πασοκική διακυβέρνηση, μετά τις κατάπτυστες δηλώσεις του γνώρισε τη λαϊκή κατακραυγή.
Για το ΚΚΕ αυτά αποτελούν ψιλά γράμματα μπροστά στους μεγάλους εκλογικούς του σκοπούς.
Έγραφε τότε -μεταξύ πολλών άλλων- ο Ζαραλίκος, γνωστός καλλιτέχνης, φιλικά προσκείμενος στο ΚΚΕ: «Βλέποντας χτες το βράδυ τον γιαουρτωμένο Γιώργο Νταλάρα να τραγουδάει μέσα σε αποδοκιμασίες στο Ίλιον, δεν βρήκα κάτι περίεργο σε αυτό που συνέβαινε. Το θέαμα δεν ήταν ευχάριστο αλλά ήταν αναμενόμενο. Θα έπρεπε να το περιμένει και ο ίδιος».
Όμως ας προσπεράσουμε το τι έγραφε ο Ζαραλίκος και ας δούμε τι έγραφε τότε το ίδιο το ΚΚΕ, που τώρα μπροστά στο φως εκλογών παθαίνει ολική αμνησία. Συγκεκριμένα, στο Ριζοσπάστη στις 29 Φλεβάρη 2012 σε κείμενο με τίτλο «Γιώργος Νταλάρας: Αντιλαϊκή στοίχιση και αντικομμουνισμός» διαβάζουμε:
«Ο Γ. Νταλάρας σερβίρει τη στοίχισή του με την αντιλαϊκή πολιτική, πασπαλισμένη με μπόλικο στυγνό αντικομουνισμό. Πάγια τακτική: Η υπεράσπιση των μέτρων υπέρ της πλουτοκρατίας, που στέλνουν στο απόσπασμα τα λαϊκά δικαιώματα, συνοδεύεται με την επίθεση στη μόνη φιλολαϊκή διέξοδο, δηλαδή τη λαϊκή οργάνωση και πάλη ενάντια στα μονοπώλια και την εξουσία τους, την πολιτική πρόταση εξουσίας του ΚΚΕ».
Σήμερα, ο υπερασπιστής της πλουτοκρατίας και ο στυγνός αντικομουνιστής Νταλάρας, αποτελεί ηχηρό όνομα στα φεστιβάλ της ΚΝΕ, ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει συνεντεύξεις του με χαζοχαρούμενα σχόλια και ερωτήματα, χωρίς κουβέντα για το …έγκλημα, και ο γραμματέας του ΚΚΕ τον εγκωμιάζει σε συναυλίες του κόμματος, όπου αποτελεί το πρώτο όνομα. Πώς μπορεί ένα κόμμα που μιλάει στο όνομα του κομμουνιστικού κινήματος να γλείφει έτσι εκεί που χθες έφτυνε, χωρίς να δίνει στο κόσμο του την παραμικρή εξήγηση, καλλιεργώντας τον ιδεολογικό αφοπλισμό και συμφιλιωτισμό;
Δεν είναι μόνο ο διάχυτος εκλογικός του κρετινισμός, αλλά είναι κάτι βαθύτερο.
Είναι τα ηχηρά συμπτώματα ενός κόμματος που, παρά τις αναφορές και διακηρύξεις του, έχει αποκόψει τους δεσμούς με το κομμουνιστικό κίνημα και τον αγώνα για την ανατροπή του αστικού συστήματος, στο οποίο όλο και περισσότερο κατρακυλάει και βουλιάζει.