Πριν λίγες ημέρες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στ. Πέτσας ξεκαθάρισε οριστικά το τοπίο, δηλώνοντας ότι τα σχολεία δεν θα ανοίξουν πριν από τις 7 Γενάρη του νέου έτους, παρατείνοντας έτσι το λουκέτο σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης για άλλον ένα μήνα. Οι δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου για τη συνέχεια του lockdown στα σχολεία ήρθαν σε συνέχεια των πανηγυρισμών του Μητσοτάκη για τη δήθεν μεγάλη επιτυχία του εγχειρήματος της λεγόμενης τηλεκπαίδευσης, το οποίο κατά την κυβέρνηση προχωρά απρόσκοπτα από το καλό στο καλύτερο. Μάλιστα ο Μητσοτάκης σε μια αποστροφή του λόγου του είπε ότι “μετά το τέλος της πανδημίας θα μας έχει μείνει το Ψηφιακό Σχολείο”, εννοώντας προφανώς πως όσα μέτρα πάρθηκαν τώρα ως έκτακτα ήρθαν για να μείνουν μόνιμα σαν βαρίδι πάνω στο σώμα της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Κι ας διατείνεται ψευδώς και υποκριτικά η Κεραμέως πως “καμία εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διά ζώσης διδασκαλία”.
Η κυβέρνηση, ακυρώνοντας για πολλοστή φορά τον εαυτό της, αποφάσισε τη συνέχεια του κλεισίματος των σχολείων. Μάλιστα, η απόφαση αυτή πάρθηκε σύμφωνα με την εισήγηση τής διαβόητης επιτροπής των ειδικών λοιμωξιολόγων. Όμως ούτε η περίφημη επιτροπή των ειδικών, ούτε βέβαια και πολύ περισσότερο η κυβέρνηση -που έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη διαχείριση της πανδημίας- θεώρησαν υποχρέωσή τους να απαντήσουν στο πολύ απλό ερώτημα, αν τελικά τα σχολεία είναι ασφαλής υγειονομικός χώρος. Από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού και με μεγαλύτερη ένταση στα τέλη του Αυγούστου η κυβέρνηση, η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ και οι επικεφαλής των ειδικών επιδόθηκαν σε μια επικοινωνιακή κούρσα για να πείσουν την κοινωνία πως τα σχολεία είναι ασφαλής χώρος και πως δεν συντρέχουν λόγοι ανησυχίας. Μνημείο προκλητικότητας και προσβολής της στοιχειώδους νοημοσύνης των ανθρώπων ήταν η δήλωση του Μαγιορκίνη πως στις αίθουσες των 25 μαθητών ο ιός δεν μεταδίδεται τόσο εύκολα όσο σε μια τάξη με 15 παιδιά! Η κυβέρνηση επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις της, επινόησε κάθε είδους αριθμητικές αλχημείες και νοητικά άλματα για να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα. Και όλα αυτά για να δικαιολογήσει την απόλυτη ανυπαρξία της, το γεγονός ότι δεν έλαβε το παραμικρό μέτρο για να λειτουργήσουν τα σχολεία με όρους ασφάλειας. Μειώνοντας δραστικά τον αριθμό των μαθητών στις αίθουσες, διενεργώντας μαζικά τεστ σε όλη την εκπαιδευτική κοινότητα, προσλαμβάνοντας εκπαιδευτικούς για να καλύψουν τόσο τις πάγιες όσο και τις αυξημένες ανάγκες καθώς και μια σειρά άλλων μέτρων.
Και έτσι φτάσαμε στις 7 Νοέμβρη, στο δεύτερο lockdown και στην πρωτοφανέρωτη αγριότητα της κρατικής καταστολής και των φασιστικών απαγορεύσεων. Το μοναδικό επιχείρημα τελικά της κυβέρνησης για να δικαιολογηθεί το κλείσιμο το σχολείων, όπως και για να επιβληθούν τα μέτρα άγριας καταστολής και αστυνομοκρατίας, ήταν το αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο. Μάλιστα, με τη γνωστή και χυδαία πρακτική του φορτώματος των ευθυνών σε άλλους, έριξε το φταίξιμο πρώτα στους εφήβους οι οποίοι συνωστίζονται τα βράδια στις πλατείες και μετά φέρνουν τον ιό στα σχολεία. Στη συνέχεια κατηγόρησε τους γονείς που πηγαίνουν τα παιδιά τους στα σχολεία και παρατηρούνται φαινόμενα συνωστισμού και έντονων μετακινήσεων. Το θράσος τους είναι απύθμενο και η υποκρισία τους απέναντι στην κοινωνία, τα λαϊκά στρώματα και τους εργαζόμενους γονείς δεν έχει τελειωμό. Την ώρα που επικαλούνται αυτά τα προκλητικά επιχειρήματα, αδιαφορούν πλήρως για την κατάσταση που επικρατεί στα ΜΜΜ αλλά και στους χώρους εργασίας, εκεί όπου δεν τηρούνται ούτε τα στοιχειώδη υγειονομικά μέτρα των αποστάσεων και οι άνθρωποι στοιβάζονται καθημερινά σε άθλιες συνθήκες. Εκεί η κυβέρνηση κάνει τα στραβά μάτια για να μην θίγονται τα κέρδη των επιχειρηματιών και των βιομηχάνων.
Ας έρθουμε όμως στο λεγόμενο αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο. Εδώ και μήνες τα ΜΜΕ επιδίδονται σε μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια μαζικού εκφοβισμού χτίζοντας μια εικόνα τρόμου και θανάτου, που απλώνεται όχι μόνο πάνω απ’ τη χώρα, αλλά πάνω απ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν τα ίδια και (σχεδόν) απαράλλακτα περιοριστικά και κατασταλτικά μέτρα με διακηρυγμένο στόχο να περιορίσουν την πανδημία που κατά κοινή ομολογία πλήττει τη γηραιά ήπειρο με σφοδρότητα σ’ αυτό το δεύτερο κύμα. Κοινός παρονομαστής των πολιτικών των καπιταλιστικών χωρών είναι το νεοφιλελεύθερο δόγμα της εγκατάλειψης των Δημόσιων Συστημάτων Υγείας.
Παρά όμως την έξαρση της πανδημίας και τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται με πανομοιότυπο τρόπο παντού, υπάρχει μια σοβαρή και ουσιαστική διαφορά. Η Ελλάδα μαζί την Πολωνία, την Τσεχία, τη Ρουμανία, την Αυστρία, την Σλοβενία και τη Βουλγαρία έχουν επιβάλει καθολικό λουκέτο στα σχολεία όλων των βαθμίδων. Δηλαδή από τις 44 χώρες της Ευρώπης (και όχι της ΕΕ) που πλήττονται από την πανδημία, μόνον οι 7, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, επιμένουν στην πολιτική των κλειστών σχολείων, προτάσσοντας τη λεγόμενη “τηλεκπαίδευση”. Από την Ισπανία και την Πορτογαλία ως τη Γαλλία, τη Γερμανία και τον ευρωπαϊκό βορρά, όλες αυτές οι χώρες κρατούν τα σχολεία ανοιχτά, ενώ ελάχιστες είναι αυτές στις οποίες μόνο η πρωτοβάθμια εκπαίδευση λειτουργεί. Αυτό καταμαρτυρούν τα επίσημα στοιχεία που ανακοινώνει η UNESCO. Σύμφωνα μάλιστα με τα ίδια στοιχεία, η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 29(!) χώρες σε ολόκληρο τον πλανήτη που έχουν αναστείλει τη λειτουργία της εκπαίδευσης. Είναι άραγε όμως τα επιδημιολογικά στοιχεία καλύτερα σ’ αυτές τις χώρες απ’ ό,τι στην Ελλάδα; Ο ίδιος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αλλά και η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία στα στοιχεία που παραθέτουν δεν δείχνουν καλύτερη πορεία της πανδημίας στη Γερμανία, στην Ισπανία ή στον ευρωπαϊκό βορρά σε σύγκριση με την Ελλάδα ή τις άλλες χώρες που επιμένουν στα σχολικά λουκέτα και στον εγκλεισμό των παιδιών.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, βουτηγμένη στα κροκοδείλια δάκρυα και στη δημαγωγία για την προστασία της ανθρώπινης ζωής, έχει στήσει έναν ολόκληρο προπαγανδιστικό μηχανισμό για να συγκαλύψει τις δικές της εγκληματικές ευθύνες. Παρουσιάζει τα μέτρα που επιβάλλει ως τη μοναδική και αναγκαστική επιλογή. Και σε αυτή την πολιτική έχει συνένοχους. Πρώτα και κύρια το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ΣΥΡΙΖΑ, που εδώ και 10 σχεδόν μήνες έχει χάσει τη λαλιά του, καταπίνοντας όχι μόνο τη γλώσσα του αλλά και όλα τα ακραία κατασταλτικά, αστυνομικά μέτρα και τις χουντικές απαγορεύσεις. Μπορεί να ψελλίζει ορισμένα μισόλογα, όμως στην πραγματικότητα αποδέχεται και ευθυγραμμίζεται με την κυβερνητική πολιτική και βέβαια με το κλείσιμο των σχολείων. Στην ίδια γραμμή ακριβώς κινείται και η ηγεσία του ΚΚΕ αλλά με περισσότερο φωνακλάδικο τρόπο. Ούτε λόγος βέβαια και για το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ που είναι κανονικό δεκανίκι της κυβέρνησης της ΝΔ, ένθερμος θιασώτης της περίφημης “εθνικής ομοψυχίας”, χειροκροτητής όλων των κυβερνητικών μέτρων.
Η “τηλεκπαίδευση” ήρθε για να μείνει
Η μόνη πραγματική έγνοια της κυβέρνησης σε αυτές τις συνθήκες είναι να μεθοδεύσει και να διαμορφώσει ένα ριζικά διαφορετικό και άκρως αντιδραστικό τοπίο στην εκπαίδευση, αδιαφορώντας πλήρως για τη μόρφωση των παιδιών του λαού. Όπως συμβαίνει και στη Δημόσια Υγεία έτσι και στην Παιδεία, δεν δίνει τσακιστή δεκάρα για την ενίσχυσή της, γιατί δεν θέλει να αποκλίνει ούτε στο ελάχιστο από το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα τής κατερείπωσης των πυλώνων του κοινωνικού κράτους.
Οι Μητσοτάκης – Κεραμέως, σαν άλλες Μαρίες Αντουανέτες, μοιράζουν το “παντεσπάνι” της “τηλεκπαίδευσης” στα λαϊκά στρώματα, παρουσιάζοντάς το μάλιστα σαν σπουδαίο εκσυγχρονιστικό μέτρο και καινοτομία. Παράλληλα γίνονται τα καλύτερα “πελατάκια” των ντόπιων και πολυεθνικών κολοσσών των νέων τεχνολογιών και της Πληροφορικής, κατασπαταλώντας πακτωλούς χρημάτων για την “τηλεκπαίδευση” που θα μπορούσαν να δοθούν για την ενίσχυση του Δημόσιου Σχολείου.
Αδιαφορούν πλήρως για τις δραματικές συνέπειες της πολύχρονης και υποχρεωτικής επιβολής της “τηλεκπαίδευσης”, αλλά ακόμα και για τους ίδιους τους όρους με τους οποίους υποτίθεται ότι παρέχεται. Δεν ιδρώνουν μπροστά στα αποκαλυπτικά στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Ούτε όμως τα διαψεύδουν.
Στοιχεία που φανερώνουν πως περίπου 4 στους 10 μαθητές είναι αποκλεισμένοι de-facto από την εκπαίδευση σ’ αυτές τις συνθήκες. Παιδιά φτωχών οικογενειών, οικογένειες ρομά κλπ. Η ίδια η UNESCO -που κατά τα άλλα έχει αναλάβει το ρόλο του εξωραϊσμού της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας- αναγκάζεται να πει πως εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, ιδίως των χαμηλότερων κοινωνικών – οικονομικών στρωμάτων πλήττονται ανεπανόρθωτα από το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων. Δεν τους απασχολούν επίσης καθόλου οι τραγικές εικόνες των μικρών μαθητών που κάνουν “τηλεμαθήματα” από κινητά τηλέφωνα σε καφενεία και στα πεζούλια των δρόμων. Σφυρίζουν αδιάφορα μπροστά στο αδιέξοδο χιλιάδων οικογενειών με 2 ή και περισσότερα παιδιά και έναν ή και τους δύο γονείς σε καθεστώς τηλεργασίας, που υποχρεώνονται να καταθέσουν τους μισθούς για την αγορά του αναγκαίου τεχνολογικού εξοπλισμό και την ίδια ώρα αναγκάζονται να μετατρέψουν τις μερικές δεκάδες τετραγωνικά των σπιτιών τους σε εργασιακούς και “εκπαιδευτικούς” χώρους πέρα από κάθε λογική.
Ούτε βέβαια ενδιαφέρονται για τις δραματικές ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις του μακρόχρονου εγκλεισμού των νέων, που τους στερεί τη δυνατότητα της ανάπτυξής τους. Κωφεύουν μπροστά στις ακαδημαϊκές έρευνες των Δημόσιων ΑΕΙ που κάνουν λόγο για τα τεράστια μορφωτικά ελλείμματα που δημιουργεί σ’ αυτή τη γενιά το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων. Ουσιαστικά ομολογούν πως μια ολόκληρη γενιά καταδικάζεται σε μορφωτικό ναυάγιο.
Πρέπει να θυμίσουμε πως οι θιασώτες της “τηλεκπαίδευσης”, πρώτα και κύρια η ΝΔ, αλλά και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ, όλα τα προηγούμενα χρόνια χρηματοδοτούσαν αδρά την ακαδημαϊκή έρευνα για να μελετηθούν οι αρνητικές συνέπειες από την μακροχρόνια έκθεση των μαθητών στις οθόνες των Η/Υ. Πλήρωσαν αδρά επικοινωνιακές καμπάνιες στα σχολεία. Στήθηκαν σε μια νύχτα δεκάδες ΜΚΟ για να ενισχύσουν αυτή την εκστρατεία. Παρουσίαζαν για χρόνια ολόκληρα την παρατεταμένη και πολύωρη ενασχόληση των μαθητών με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ως εθιστική και άκρως επιζήμια για την ψυχική, κοινωνική αλλά και μορφωτική τους ανάπτυξη. Και σήμερα, ακυρώνοντας τα λεγόμενά τους, υποχρεώνουν το σύνολο των παιδιών στην ηλικία των 5 έως και 18 ετών να παρακολουθούν αδιάλειπτα από 3 ως και 7 ώρες την ημέρα τα “τηλεμαθήματα” καθηλωμένα μπροστά στην οθόνη με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Στο διά ταύτα
Η πολιτική της κυβέρνησης είναι καταστροφική για τη νέα γενιά. Όπως ακάθεκτα συνεχίζει το εγκληματικό έργο τής εγκατάλειψης της Δημόσιας Υγείας, επιβάλλοντας στον κρατικό προυπολογισμό του 2021 νέα λιτότητα, με 572εκ. ευρώ λιγότερες δαπάνες για τη νέα χρονιά, έτσι και στη Δημόσια Εκπαίδευση υλοποιεί μια ακραία νεοφιλελεύθερη και αντικοινωνική πολιτική. Αδιαφορεί για την τύχη της μόρφωσης των παιδιών, για τη γενικευμένη αγανάκτηση γονιών, μαθητών και εκπαιδευτικών που φέρνει η πολιτική των κλειστών σχολείων.
Δεν πρέπει να χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος! Τα σχολεία είναι ανάγκη να ανοίξουν τώρα. Όχι άνευ όρων, αλλά με προϋποθέσεις ασφάλειας για μαθητές και εκπαιδευτικούς. Όλα τα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος είναι σωστά και δίκαια. Η διεκδίκηση και η ικανοποίησή τους είναι υπόθεση πρώτα και κύρια των εκπαιδευτικών σωματείων, του κόσμου της εκπαίδευσης που αγωνιά βλέποντας τα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς να καταβαραθρώνονται μέρα με τη μέρα εξ αιτίας της βάρβαρης πολιτικής της κυβέρνησης. Είναι κοινή υπόθεση και κοινή πάλη των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονιών. Η ΟΛΜΕ όπως και η ΔΟΕ και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που ηγεμονεύουν σ’ αυτές έχουν ευθύνη. Η σιωπή σε αυτή την περίοδο σημαίνει συναίνεση και ευθυγράμμιση με τα κυβερνητικά προστάγματα. Είναι επιτακτικό καθήκον των εκπαιδευτικών να υψώσουν τη σημαία της υπεράσπισης της μόρφωσης της νέας γενιάς, να προτάξουν τώρα αγωνιστικά το αίτημα για ανοιχτά και ασφαλή σχολεία. Ούτε μια ώρα ακόμα να μην χαθεί. Να μπει φραγμός στον αντιλαϊκό και αντιεκπαιδευτικό κατήφορο.