ΤΟ ΠΕΡΑΜΑ ΤΩΝ ΑΧΤΕΝΙΣΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, των προσφύγων, των καραβομαραγκών και της παρακμής. Πάνω στο λόφο του Περάματος, που πριν αιώνες λεγόταν Αμφιάλη, έστησε ο Ξέρξης το θρόνο του, να δει τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Είδε την ήττα του. Ο θρόνος του Ξέρξη έμεινε, ο Ξέρξης έφυγε, η Ιστορία κύλησε και όταν στην απέναντι όχθη του Αιγαίου έγινε η μεγάλη σφαγή, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που έφτασαν στον Πειραιά, έστησαν στο Πέραμα τη φαβέλα τους, τσαρδάκια, παράγκες και καλύβες.
Προηγούμενως πέρασαν από “το νησί των τρελών”. Η μικρή νησίδα ανάμεσα Πέραμα και Σαλαμίνα, που δεν ξεπερνά σε μέγεθος ένα μεγάλο καράβι και που τώρα ξεπουλιέται απ’ το ΤΑΙΠΕΔ, πρώτα φιλοξένησε -ως λοιμοκαθαρτήριο- τους χολεριασμένους και μετά, πάνω από 100000 πρόσφυγες. Οι πιο πολλοί βρήκαν απάγκιο στο Πέραμα.
Το “νησί των τρελών” κράτησε πάνω του, εκτός από τη νωπή φρίκη της σφαγής και του διωγμού, ένα στρώμα από όστρακα, απ’ τον καιρό που οι Φοίνικες τα ψάρευαν εκεί κι έφτιαχναν πορφύρα. Τώρα πουλιέται ως ασύμφορη Ιστορία.
Οι πρόσφυγες από την Προύσα, το Ικόνιο, την Πόλη και τη Σμύρνη έστησαν στο Πέραμα το πρώτο καρνάγιο. Έπειτα ήρθαν κι άλλοι από την Κρήτη και τα νησιά, έμαθαν να συμβιώνουν πολλών λογιών άνθρωποι και να νοιώθουν πως ένας τόπος σε φιλοξενεί, δεν σου ανήκει, να ξέρεις να τον μοιράζεσαι.
Οι πληθωρικές Πολίτισσες γιαγιάδες, αφού σταμάτησαν να τραβάνε θρηνώντας τα μαλλιά τους, αφηγήθηκαν ιστορίες από το Πέραν, οι Σμυρνιές μάζεψαν όπως-όπως κότσους δετούς, χωρίς φουρκέτες, και είπαν παραμύθια στα προσφυγόπουλα. Οι αναστεναγμοί τους τσιγκλούσαν τη νοσταλγία για ένα τόπο που δεν γνώρισαν και, όταν τα ξυπόλητα Περαματόπουλα μεγάλωσαν, η νοσταλγία τα πήγε κατά τη μεριά της θάλασσας. Άλλα μπάρκαραν σε εμπορικά και γκαζάδικα, μα τα πιο πολλά έγιναν καραβομαραγκοί.
Έτσι μεγάλωσε η ζώνη του Περάματος και, σ’ αυτή την άκρη του Περαία, χτίστηκαν καράβια πιο ψηλά από τα σπίτια. Για να χτιστούν τα ψηλά καράβια, που έκαναν την Ελλάδα, ως πρόσφατα, πρώτη θαλασσοκράτειρα, μετά την αποικιοκράτισσα, Μεγάλη Βρετανία, οι γυναίκες του Περάματος ξέμπλεξαν πολλές φορές τα μαλλιά τους σε εξόδιες θρηνωδίες σκοτωμένων εργατών.
Το έμπα του καινούργιου αιώνα έφερε μαζί με τον άγριο νεοφιλελευθερισμό και τη σταδιακή παρακμή. Η ναυπηγική παραγωγή της χώρας, από τις μεγαλύτερες στον κόσμο, αφέθηκε στο μαρασμό και τη χρεωκοπία για να πουληθεί για ένα κομμάτι ψωμί. Η ανεργία και η φτώχεια ξανάκαναν το Πέραμα φαβέλα, σε νέα τσιμεντένια εκδοχή.
Η τρίτη και η τέταρτη γενιά Περαματιανών δεν είχαν πια, όχι βιωματική, μα ούτε καν την αφηγηματική μνήμη που κουβαλούσαν οι γονείς τους, ούτε και την εργατική συνείδηση των καρνάγιων. Δίχως μνήμη και συνείδηση, πολλοί, μέσα στην ανέχεια, ξεστράτισαν στο λαϊκισμό του φασισμού. Ξέχασαν πως ήταν εγγόνια προσφύγων και πως οι πατεράδες τους δούλευαν, από νύχτα σε νύχτα, μαζί με πολλών λογιών χέρια, μέσα στις κοιλιές των καραβιών.
Ακόμη κι έτσι το Πέραμα είναι Ιστορία. Οι αχτένιστες γυναίκες του έθαψαν πολλούς σκοτωμένους εργάτες, γέννησαν πολλά παιδιά, τους καλύτερους καραβοχτίστες, κάμποσους σεμνούς ποιητές κι ανάμεσά τους το Μιχάλη Μυτακίδη, τον ποιητή των Active Member. ….
Τέλος και πάλι, η αυλαία κλείνει, τα μοιραστήκαμε όπως παλιά. Ελπίζω η γεύση γλυκιά να σου μείνει και για λίγο καιρό να βρήκες φωλιά..…Θα ’ρθει ο χειμώνας αγριεμένος, πιάσε τον ήλιο με δυο καρφιά. Τέλος, σαν το παλιό μας παιχνίδι, μόνο με λύπες και λόγια φωτιάς.
Νίνα Γεωργιάδου